Στο… μικροσκόπιο του Αρείου Πάγου μπαίνει ξανά την Τετάρτη 21 Οκτωβρίου η υπόθεση της στυγερής δολοφονίας των δύο αστυνομικών της ομάδας ΔΙΑΣ Γιάννη Ευαγγελινέλη και Γιώργου Σκυλογιάννη, τον Μάρτιο του 2011 στην περιοχή του Ρέντη, καθώς ο ένας εκ των καταδικασθέντων για την υπόθεση σε δις ισόβια και 66 χρόνια προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο υποστηρίζοντας ότι είναι αθώος.
Υπενθυμίζεται ότι άλλο σκέλος της υπόθεσης, αυτό που αφορά στον κατηγορούμενο Γιώργο Εμερτζίδη, έχει γυρίσει προς εκδίκαση στο Εφετείο, αφού προηγουμένως είχε γίνει δεκτή η αναίρεση του εισαγγελέα σε βάρος της αθωωτικής απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.
Ο κατηγορούμενος που ζητά την αναίρεση της απόφασης είναι ο Ιωάννης Σαββίδης, ο οποίος μαζί με έναν ακόμη κατηγορούμενο καταδικάστηκαν για τη δολοφονία των δύο αστυνομικών. Ωστόσο, ο Σαββίδης υποστηρίζει στην αίτηση αναίρεσής του πως δεν ήταν στο σημείο του εγκλήματος κατά τον χρόνο των πυροβολισμών κατά των αστυνομικών της ομάδας ΔΙΑΣ και δεν συμμετείχε στις ανθρωποκτονίες και στους τραυματισμούς τους, παρά μόνο στη ληστεία του περιπτέρου που είχε προηγηθεί.
«22 φορές»
«Όταν η αστυνομία προέβη σε νόμιμη άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδέσεων, που ενεργοποιήθηκαν τις συγκεκριμένες χρονικές στιγμές στα σημεία της ληστείας και της εμπλοκής των δραστών αυτής με τους αστυνομικούς της ομάδας ΔΙΑΣ, από τις 18.50 έως τις 19.29 την 1 Μαρτίου 2011, αυτός (σ.σ.: Σαββίδης), με την μία από τις δύο τηλεφωνικές συνδέσεις κινητής τηλεφωνίας, που είχε στην κατοχή του, επικοινώνησε 22 φορές με τις τηλεφωνικές συνδέσεις κινητής τηλεφωνίας που είχαν στην κατοχή τους δύο κατηγορούμενοι, που βρίσκονταν εντός του κλεμμένου αυτοκινήτου, πριν, κατά τον χρόνο και μετά, που έλαβε χώρα η συμπλοκή με τους αστυνομικούς της ομάδας ΔΙΑΣ» αναφέρει στην αίτηση αναίρεσής του.
Μάλιστα, όπως εξηγεί, αν βρισκόταν στο ίδιο αυτοκίνητο με τους συγκατηγορουμένους του, «δεν χρειαζόταν να συνομιλούν μεταξύ τους με τα κινητά τους τηλέφωνα». Επιπλέον, ο κατηγορούμενος χαρακτηρίζει εσφαλμένη την παραδοχή της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία τα καλάσνικοφ που χρησιμοποιήθηκαν στη συμπλοκή με τους αστυνομικούς ήταν δυο, καθώς «από τις αποδείξεις της αστυνομικής προανάκρισης βεβαιώθηκε η χρησιμοποίηση ενός όπλου και η ύπαρξη και χρησιμοποίηση του δεύτερου εμφανίστηκε στο προσκήνιο ώστε να ενοχοποιηθεί ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος».
Πλέον, ο Αρειος Πάγος καλείται να απαντήσει σχετικά με το εάν πράγματι το σκεπτικό της απόφασης δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένο, οπότε και σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να αναπέμψει στο Εφετείο για εκ νέου εκδίκαση της υπόθεσης ως προς το σκέλος της συμμετοχής του Ιωάννη Σαββίδη.
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
Η ληστεία σε περίπτερο του Μενιδίου και η φονική συμπλοκή που ακολούθησε
Στα τέλη Φεβρουαρίου του 2011 μια ομάδα ανθρώπων έμαθε πως την πρώτη του επόμενου μήνα ένας περιπτεράς στην περιοχή του Μενιδίου θα υποδεχόταν κάποιον προμηθευτή. Η πληροφορία δεν θα είχε καμία αξία γι’ αυτούς αν δεν συνοδευόταν από μια ακόμη. Ο προμηθευτής θα είχε πάνω του 100.000 ευρώ. Η απόφαση ήταν πλέον ειλημμένη.
Την 1η Μαρτίου μια ομάδα 11 ανθρώπων συνεργάστηκε για να ληστέψει το περίπτερο στο Μενίδι. Ο ιδιοκτήτης του περιπτέρου τηλεφώνησε αμέσως στην αστυνομία και ανέφερε τη μάρκα και τον αριθμό κυκλοφορίας του αυτοκινήτου των δραστών. Τέσσερις αστυνομικοί της ομάδας ΔΙΑΣ, που επέβαιναν σε δύο μοτοσικλέτες, εντόπισαν λίγη ώρα αργότερα το αυτοκίνητο στη Λεωφόρο Κηφισού στο Περιστέρι και το ακολούθησαν, ενημερώνοντας παράλληλα το κέντρο της Αμεσης Δράσης, με αποτέλεσμα να σταλούν ενισχύσεις.
Λίγο αργότερα, ο οδηγός του κλεμμένου αυτοκινήτου στο οποίο επέβαιναν οι ληστές σταμάτησε απότομα και οι τρεις άγνωστοι που ήταν μέσα άρχισαν να πυροβολούν με καλάσνικοφ κατά των αστυνομικών. Οι δύο νεαροί αστυνομικοί υπέκυψαν αμέσως στα τραύματά τους, ενώ δύο ακόμη τραυματίστηκαν στο στομάχι και στο γόνατο. Η μανία των δραστών ήταν τέτοια που χτύπησαν και τους αστυνομικούς που ακολουθούσαν, με κάποιους να δέχονται σφαίρες στα κράνη τους και άλλους στα αλεξίσφαιρα γιλέκα τους. Τα ηχητικά ντοκουμέντα εκείνης της νύχτας, με αστυνομικούς να ζητούν ασθενοφόρα, είχαν «παγώσει» την κοινή γνώμη, ενώ αμέσως άνοιξε μεγάλο θέμα συζήτησης σχετικά με τον υπηρεσιακό χειρισμό της υπόθεσης, καθώς την καταδίωξη έκαναν νεαροί αστυνομικοί δίχως κατάλληλο εξοπλισμό.