Στην Ελλάδα των μνημονίων και των κοινωνικών μερισμάτων, η κιλοβατώρα ηλεκτρικού ρεύματος κοστίζει όσο και στη Σουηδία, όπου το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι 2,5 φορές υψηλότερο.
Όπως αναφέρει ρεπορτάζ της εφημερίδας «Καθημερινή» το πρώτο εξάμηνο του 2017, οι Ελληνες καταναλωτές πλήρωσαν την κιλοβατώρα ακριβότερα κατά 12,8% σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2016, έναντι μείωσης 0,5% κατά μέσον όρο στην Ε.Ε. Πρόκειται για τη δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση μετά της Κύπρου (22%), που αποτελεί όμως ένα απομονωμένο ηλεκτρικό σύστημα (χωρίς διασυνδέσεις).
Το δημοσίευμα αναφέρει: «Ακριβά εξακολουθούν να πληρώνουν και το φυσικό αέριο οι Ελληνες καταναλωτές, παρά το γεγονός ότι η τιμή επιβαρύνεται με τα χαμηλότερα επίπεδα φορολογίας στην Ευρώπη. Ενώ οι τιμές φυσικού αερίου στην Ε.Ε. το πρώτο εξάμηνο του έτους υποχώρησαν κατά 6,3%, στην Ελλάδα μειώθηκαν μόλις κατά 0,7% σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2016. Το ίδιο διάστημα, στις γειτονικές χώρες των Βαλκανίων οι καταναλωτές επωφελήθηκαν από μεγάλες μειώσεις. Στη Βοσνία- Ερζεγοβίνη οι τιμές υποχώρησαν κατά 21,4%, στην Κροατία κατά 17,5%, στη Σερβία κατά 14,2% και στη Βουλγαρία κατά 10,3%.
Ετσι, τα ελληνικά νοικοκυριά καταλήγουν το πρώτο εξάμηνο του 2017 να πληρώνουν την ένατη υψηλότερη τιμή για ηλεκτρικό ρεύμα μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. και την 11η για φυσικό αέριο.
Πρόκειται για στοιχεία της Eurostat που είναι αποκαλυπτικά του ελλείμματος ανταγωνισμού των εγχώριων αγορών ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου και ερμηνεύουν αντιστοίχως το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της οικονομίας της χώρας. Τα στοιχεία της Εurostat επιβεβαιώνουν παράλληλα την κριτική που ασκείται περί της αναποτελεσματικότητας των μεταβατικών μέτρων έναντι επιλογών που οδηγούν σε μια πραγματικά ανταγωνιστική αγορά. Ούτε οι δημοπρασίες της ΔΕΠΑ που επέβαλε από το 2014 με απόφασή της η Επιτροπή Ανταγωνισμού ούτε οι δημοπρασίες της ΔΕΗ, τα περίφημα ΝΟΜΕ, που επέλεξε η κυβέρνηση έναντι της «Μικρής ΔΕΗ» για το άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρισμού, κατάφεραν να μειώσουν τις τιμές για τους καταναλωτές. Αντίθετα, τα ΝΟΜΕ είναι βέβαιο ότι έφεραν καλύτερες τιμές για τους καταναλωτές της γειτονικής Βουλγαρίας όπως και της Ιταλίας, αφού ιδιώτες πάροχοι διέθεσαν σε εξαγωγές υψηλά ποσοστά – κάποιοι ακόμη και το 80%– της ισχύος που αγόρασαν σε χαμηλή τιμή από τη ΔΕΗ. Η ίδια η αγορά έχει εκτιμήσει την επιβάρυνση του ηλεκτρικού συστήματος της χώρας από την καθυστέρηση εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων για τη μετάβασή της στο ευρωπαϊκό μοντέλο σε 0,5 δισ. ευρώ ετησίως.
Ενδεικτικό των επιβαρύνσεων της έντονα ρυθμιζόμενης ελληνικής αγοράς είναι ότι το ποσοστό των ρυθμιζόμενων χρεώσεων στον λογαριασμό ρεύματος διαμορφώθηκε στο πρώτο εξάμηνο του έτους στο 41%.
Η Eurostat για να κάνει πιο συγκρίσιμες τις τιμές μεταξύ των κρατών-μελών παίρνει ως βάση την ετήσια κατανάλωση μιας λάμπας 10 Watt, η οποία καίει ρεύμα 3 ώρες ημερησίως. Οι Ελληνες με βάση αυτή τη σύγκριση πληρώνουν 1,94 ευρώ την κιλοβατώρα, όσο ακριβώς και οι Σουηδοί και ελάχιστα πιο κάτω από τους Αυστριακούς (1,95 ευρώ). Το ακριβότερο ρεύμα το πληρώνουν οι Δανοί και ακολουθούν οι Γερμανοί, οι Βέλγοι, οι Ιρλανδοί, οι Ισπανοί, οι Πορτογάλοι και οι Ιταλοί. Βούλγαροι, Λιθουανοί, Ούγγροι, Κροάτες, Ρουμάνοι και Εσθονοί πληρώνουν το φθηνότερο ρεύμα στην Ε.Ε.
Το πρώτο εξάμηνο του 2017 στην Ελλάδα οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας διαμορφώθηκαν στα 19,4 ευρώ ανά 100 κιλοβατώρες έναντι 17,2 το πρώτο εξάμηνο του 2016, καταγράφοντας αύξηση 12,8% που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη μετά την Κύπρο.
Η τιμή για τις 100 κιλοβατώρες χωρίς φόρους ήταν 11,39 ευρώ έναντι 11,69 ευρώ. Το συνολικό μερίδιο τελών και φόρων στην τελική αξία κατανάλωσης ανέβηκε στο πρώτο εξάμηνο του έτους στα 7,97 ευρώ (100 κιλοβατώρες) έναντι 5,54%».