Αποζημιώσεις που ανέρχονται στις €97.000 θα πληρώσουν οι Κύπριοι φορολογούμενοι, για κακόβουλη δίωξη εναντίον ενός αρχιδεσμοφύλακα, το 2010. Όπως προέκυψε από τη μακρά δικαστική διαδικασία, ο αρχιδεσμοφύλακας στοχοποιήθηκε από τον τότε αναπληρωτή Διευθυντή των Φυλακών, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα και ανώτερος αξιωματικός της αστυνομίας. Με τη συνεργασία και άλλων αστυνομικών αλλά και μελών της διοίκησης των Φυλακών, αλλά και καταδίκων, είχαν παρουσιάσει τον Αρχιδεσμοφύλακα ως εγκέφαλο εισαγωγής κινητών τηλεφώνων στις Φυλακές με σκοπό την παράνομη διάθεση τους σε κατάδικους. Μάλιστα με βάση τα όσα είχαν υποστηριχτεί τότε, ο Αρχιδεσμοφύλακας είχε συλληφθεί είχε προφυλακιστεί και είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα. Όταν ασκήθηκε ποινική δίωξη και ο Αρχιδεσμοφύλακας οδηγήθηκε στο δικαστήριο, αθωώθηκε χωρίς καν να κληθεί σε απολογία καθώς διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε ίχνος μαρτυρίας που να τον εμπλέκει στην υπόθεση.
Θάψανε το πόρισμα
Μετά την αθώωση του Αρχιδεσμοφύλακα, διορίστηκαν από τον τότε Γενικό Εισαγγελέα δύο ανεξάρτητοι ποινικοί ανακριτές για να ερευνήσουν κατά πόσο είχαν διαπραχθεί αδικήματα από τον Γιώργο Τρυφωνίδη (αναπληρωτή διευθυντή Φυλακών), τον Λάζαρο Λαζάρου (Λειτουργό των Φυλακών), και του αστυνομικούς Νεόφυτο Σιάηλο και τον Μ. Καννάουρο.
Οι ανεξάρτητοι ποινικοί ανακριτές μετά από την έρευνα κατέληξαν σε πόρισμα με το οποίο κατέγραφαν την διάπραξη ποινικών αδικημάτων και είχαν εισηγηθεί τη ποινική δίωξη των τεσσάρων. Ο τότε Γενικός Εισαγγελέας κράτησε το πόρισμα κρυφό και αρνήθηκε να το δώσει στον Αρχιδεσμοφύλακα, ενώ δεν υιοθέτησε τις εισηγήσεις των ανεξάρτητων ποινικών ανακριτών και δεν άσκησε ποινικές διώξεις κατά των Τρυφωνίδη, Λαζάρου, Σιάηλου και Καννάουρου. Τελικώς το πόρισμα δόθηκε στον Αρχιδεσμοφύλακα μετά από απόφαση δικαστηρίου, στο πλαίσιο αγωγής που κατατέθηκε για κακόβουλη δίωξη.
Εμπάθεια και κυνηγητό
Ο τότε αναπληρωτής διευθυντής Φυλακών είχε στοχοποιήσει τον αρχιδεσμοφύλακα Κ. Μούζουρο, λόγω ενός ρεπορτάζ που δημοσιεύθηκε και αποκάλυπτε υπόθεση σεξουαλικής παρενόχλησης στις Φυλακές από τον λειτουργό Λάζαρο Λαζάρου. Η διεύθυνση των Φυλακών θεώρησε ότι υπεύθυνος για τη διαρροή ήταν ο αρχιδεσμοφύλακας, ο οποίος ήταν επίσης συνδικαλιστής, αλλά και στενός συνεργάτης του προηγούμενου Διευθυντή των Φυλακών. Στο πλαίσιο αυτής της αντιπαράθεσης, φαίνεται πως μεθοδεύτηκε η ενοχοποίηση του Αρχιδεσμοφύλακα με τον εντοπισμό κινητών τηλεφώνων. Χρησιμοποιήθηκαν ακόμη και κατάδικοι για να καταθέσουν εναντίον του Αρχιδεσμοφύλακα, ενώ και οι αστυνομικοί που έκαναν την έρευνα έγιναν μέρος αυτής της μεθόδευσης. Οι εμπλεκόμενοι στην κακόβουλη δίωξη, ποτέ δεν αντιμετώπισαν επιπτώσεις αλλά αντιθέτως συνέχισαν να υπηρετούν στην αστυνομία και στις φυλακές, λαμβάνοντας προαγωγές και μισθολογικές αναβαθμίσεις.
Ήταν υπεράνω νόμου
Όπως αναφέρεται στην απόφαση του δικαστηρίου «η μεταχείριση του Ενάγοντα (Αρρχιδεσμοφύλακα Κ. Μούζουρου) από τον Τρυφωνίδη (αναπληρωτή διευθυντή Φυλακών) δεν ήταν απλώς λεκτική ή συμπεριφορική. Ήταν τόσο εξαιρετικά αρνητική προς το άτομό του Ενάγοντα, στην οποία ουδείς δημόσιος υπάλληλος πρέπει να υπόκειται από τον Διευθυντή του. Ήταν συμπεριφορά που κίνησε τους μηχανισμούς του δικαίου εναντίον του με τα αλλότρια κίνητρα (…) Επιπρόσθετα, οι Τρυφωνίδης και Λαζάρου (Λειτουργός Φυλακών) θεώρησαν εαυτούς τόσο άμεμπτους ή τόσο υπεράνω κανόνων δικαίου που δεν μαρτυρήσαν είτε ενώπιον των Ποινικών Ανακριτών για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους, είτε ενώπιον της δικαιοσύνης για να υπερασπιστούν την Κυπριακή Δημοκρατία που υπηρετούσαν.
Κάθε πολίτης σε ένα κράτος δικαίου πρέπει να κοιμάται ήσυχος ότι η υπόθεσή του θα διερευνηθεί από την Αστυνομία δίκαια και αμερόληπτα και ότι οι θεσμοί της Δημοκρατίας θα λειτουργήσουν- όχι για να τον πλήξουν- αλλά για να λάμψει η αλήθεια και να υπερισχύσει το δίκαιο. Αυτά τα ουσιώδη αποστερήθηκε ο Ενάγοντας σε αυτή την υπόθεση».