Σε αποκαλύψεις για τα σχέδια της κυβέρνησης αναφορικά με τις δομές στα νησιά, αλλά και για τα γεγονότα του Φεβρουαρίου σε Χίο και Λέσβο, προχώρησε ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, Νότης Μηταράκης.
Άκρως διαφωτιστική για όσα συνέβησαν στον «πόλεμο των τεσσάρων ημερών» σε Χίο και Λέσβο στα τέλη Φεβρουαρίου, όταν ισχυρές δυνάμεις των ΜΑΤ συγκρούστηκαν με τις τοπικές κοινωνίες στην προσπάθειά τους να επιβάλλουν την κατασκευή νέων ελεγχόμενων δομών μεταναστών, ήταν η διακαναλική συνέντευξη που έδωσε ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, Νότης Μηταράκης, σε τρία μέσα ενημέρωσης της Χίου (Αληθεια, Πατρίδα και Πολίτης) το βράδυ της Δευτέρας.
«Δεν ήταν απόφαση Μηταράκη, αλλά έχω ξεκάθαρα προσωπική ευθύνη ως μέλος της κυβέρνησης. Παρότι δεν έχω την αρμοδιότητα, όπως ξέρετε, της Ελληνικής Αστυνομίας. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν διαχωρίζω τον εαυτό μου από μια συλλογική κυβερνητική απόφαση», είπε ο κ. Μηταράκης. Σε ερώτηση αν προτίθεται να ζητήσει συγγνώμη από τους συμπολίτες τους, Χιώτες, προκειμένου να ηρεμήσει το κλίμα και να αρχίσει ο διάλογος, 2,5 μήνες μετά, ο υπουργός απάντησε πως «έχω εκφράσει μια πραγματική λύπη, η οποία είναι μια πιο βαθιά φράση από μια απλή συγγνώμη».
Αναφερόμενος στα γεγονότα, είπε πως συνέβησαν σε μια εποχή που επικρατούσε στα νησιά μια «γηπεδικού τύπου» αίσθηση ότι μας επιτίθενται, ενώ αποκάλυψε πως στο μπλόκο του Βροντάδου εξαπολύθηκαν ρουκέτες όχι μόνο κατά των μηχανημάτων έργου, αλλά και κατά του ελικοπτέρου της ΕΛ.ΑΣ. που πετούσε πάνω από την περιοχή.
«Ελήφθη μια συλλογική κυβερνητική απόφαση σε μια εποχή που θα σας πω ότι ως προς τον κορονοϊό και ως προς το θέμα της ασύμμετρης απειλής η πραγματικότητα είναι ότι είχαμε δίκιο. Δεν είχαμε άδικο στην αναγκαιότητα ότι έπρεπε να κλείσει η ΒΙΑΛ και να γίνει μια κλειστή δομή. Δεν είχαμε άδικο ότι δεν είχαμε συνομιλητές», είπε και πρόσθεσε: «Υπήρχε μια εκτίμηση στην Ελληνική Αστυνομία, η οποία ήταν ορθή, ότι αν ερχόντουσαν τα μηχανήματα μόνα τους, θα τα είχανε κάψει. Και δεν θα είχανε φτάσει ποτέ στο ‘17’ (σ.σ. στον χώρο που είχε επιλεγεί για την κατασκευή του κλειστού κέντρου). Και μέχρι το ‘17’ στο δρόμο υπήρχαν παγίδες, τους ρίξαν ρουκέτες, υπήρχε ένα πολύ έντονο πολεμικό κλίμα. Άρα η αστυνομία είχε πληροφόρηση ότι αν είχε προσπαθήσει να φτάσει δεν θα μπορούσε. Βρονταδούσιοι ρίξαν ρουκέτες στη μπουλντόζα και ρίξαν ρουκέτα και στο ελικόπτερο της Ελληνικής Αστυνομίας που πετούσε από πάνω.
Ο ίδιος υποστήριξε πως η επιλογή της αστυνομίας να στείλει περισσότερες δυνάμεις από ότι θα περίμενε κανείς είχε στόχο να αποφευχθούν τα επεισόδια, αναφέρει το "Έθνος". «Ο στόχος ήταν να μην ακουμπηθεί κανείς. Υπήρχε μια πολύ μεγάλη ένταση. Αυτή η μεγάλη ένταση δυστυχώς ξέφυγε απαράδεκτα και από την ΕΛ.ΑΣ. και ξέφυγε πολύ άσχημα», τόνισε, ενώ χαρακτήρισε ως μη αποδεκτές συμπεριφορές, τόσο την επίθεση και τον ξυλοδαρμό αστυνομικών σε ξενοδοχείο των ΜΑΤ από πολίτες, όσο και το σπάσιμο αυτοκινήτων πολιτών από τα ΜΑΤ κατά την αποχώρησή τους στο λιμάνι των Μεστών.
Αναφερόμενος στην σημερινή κατάσταση μίλησε για αναγκαιότητα δημιουργίας μια κλειστής ελεγχόμενης δομής στη Χίο, δυναμικότητας 3.000-3.500 προσφύγων και μεταναστών (το μισό της χωρητικότητας των 7.000 που προβλεπόταν τον Φεβρουάριο) μακριά από κατοικημένες περιοχές, αλλά δεν υπάρχει καμία κινητικότητα προς το παρόν, λόγω έλλειψης συνομιλητών. Κατηγόρησε αιρετούς στο δημοτικό συμβούλιο και στην Περιφέρεια ότι ακολουθούν πολιτική στρουθοκαμηλισμού και επιδίδονται «σε διαγωνισμό για το ποιος θα πει την πιο ανεφάρμοστη ιδέα».
Έκανε λόγο για τρεις διαθέσιμες επιλογές: Παραμονή της ΒΙΑΛ ως έχει, μετατροπή της σε ελεγχόμενη δομή, ή δημιουργίας μιας νέας ελεγχόμενης δομής αλλού. «Δική μου επιλογή κλειστή ελεγχόμενη δομή μακριά από τον αστικό ιστό. Σε αυτό δεν βρήκα συνομιλητές. Ο πρωθυπουργός ζήτησε αντιπροτάσεις. Μέχρι στιγμής, επειδή όλοι φοβούνται το πολιτικό κόστος και πολλοί λαϊκίζουν, θέλουν να χρεώσουν στους Χαλκούσιους τη διατήρηση της ΒΙΑΛ», είπε.
Το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής έχει βάλει προς το παρόν σε προτεραιότητα τη Σάμο, τη Λέρο και την Κω και αφήνει σε εκκρεμότητα τη Λέσβο και τη Χίο, ευελπιστώντας πως η λειτουργία των κλειστών δομών στα τρία πρώτα νησιά θα οδηγήσει τους αιρετούς στα άλλα δύο να συζητήσουν πιο ρεαλιστικές λύσεις.