Υπάρχουν στον χάρτη και η Ίμβρος και η Τένεδος, δύο ελληνικότατα νησιά που παραδόθηκαν στους Τούρκους με την συνθήκη της Λωζάνης στις 24 Ιουλίου 1923.
Σε αυτήν την συνθήκη υπήρχαν πρόνοιες για το καθεστώς των δύο νήσων, που προέβλεπαν αυτοδιοικητική αυτονομία, σεβασμό του θρησκεύματος και της περιουσίας των κατοίκων, καθώς και την λειτουργία ελληνικών σχολείων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Κάθε φορά που κλιμακώνονται οι ρητορικές προκλήσεις από την γείτονα χώρα,Τούρκοι αξιωματούχοι αφενός κατηγορούν την Ελλάδα για παραβίαση της Συνθήκης της Λωζάνης, και αφετέρου ζητούν εμμέσως πλην σαφώς την αναθεώρησή της θέτοντας θέμα κυριαρχίας των ελληνικών νησιών.
Η προστασία της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο ήταν και συνεχίζει να είναι διεθνής υποχρέωση της Τουρκίας, βάσει της Συνθήκης της Λωζάνης, παρά τη συστηματική παραβίασή της.
Η Άγκυρα είχε συμβατική υποχρέωση της διαφύλαξης των δικαιωμάτων και των περιουσιών των ελλήνων των δύο νησιών και όχι μόνο δεν το έπραξε, αντίθετα τα άρθρα ουδέποτε εφαρμόσθηκαν και μάλιστα, το 1964 το τουρκικό κράτος απαγόρευσε και τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας (ως μέρος της μειονοτικής εκπαίδευσης), με αποτέλεσμα ο κύριος όγκος των μαθητών να μεταναστεύσει στην Κωνσταντινούπολη ή την Ελλάδα.
Κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Τούρκου προέδρου στην Αθήνα η υπουργός Πολιτισμού, Ολγα Κεφαλογιάννη και ο Τούρκος ομόλογός της, Μεχμέτ Ερσόι υπέγραψαν κοινή δήλωση / διακήρυξη για συνεργασία των δύο χωρών στον τομέα του τουρισμού.
Συγκεκριμένα η Ελλάδα θα παρέχει απαλλαγή από την υποχρέωση θεώρησης βίζα για επτά ημέρες στους Τούρκους πολίτες που θα επισκέπτονται τα νησιά. Η απαλλαγή, η οποία δεν περιορίζεται στο καλοκαίρι, μπορεί να αξιοποιηθεί καθ' όλη τη διάρκεια του έτους.
Τα νησιά αυτά είναι τα εξής:
- Λήμνος
- Λέσβος
- Χίος
- Ρόδος
- Σύμη
- Καστελόριζο
- Σάμος
- Λέρος
- Κάλυμνος
- Κως
Οι Έλληνες δεν έχουν άμεση πρόσβαση στην Ίμβρο και την Τένεδο
Η υπογραφή του μνημονίου έφερε στο προσκήνιο τις πολυετείς συζητήσεις για την ακτοπλοϊκή σύνδεση της Ίμβρου με τη Σαμοθράκη και την Αλεξανδρούπολη.
Ακόμη και σήμερα που υπάρχει πρόβλημα πρόσβασης από την Ελλάδα. Είτε πρόκειται για μέλη της ελληνικής κοινότητας της Ίμβρου που έχουν μεταναστεύσει λόγω των τουρκικών διώξεων τις προηγούμενες δεκαετίες, είτε για Έλληνες επισκέπτες, η πρόσβαση στο νησί δεν είναι δυνατή απευθείας από την Ελλάδα.
Η πρόσβαση είναι δύσκολη και πολύωρη. Σήμερα, εάν κάποιος επιθυμεί να μεταβεί στην Ίμβρο, θα πρέπει είτε να πετάξει στην Κωνσταντινούπολη είτε στην Αλεξανδρούπολη και από εκεί οδικώς να μεταβεί σε ένα από τα δύο λιμάνια της χερσονήσου της Καλλίπολης (Καμπάτεπε ή Τσανάκαλε), από όπου υπάρχει ακτοπλοϊκή σύνδεση με το λιμάνι του Αγίου Κηρύκου της Ιμβρου, με δρομολόγια που διαρκούν περίπου δύο ώρες.
Αν και τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει κάποια (δειλά) βήματα στήριξης της ολιγομελούς πλέον ελληνικής κοινότητας (κάτω των 300 ατόμων από σχεδόν 12.000 το 1923), κυρίως λόγω της ορατότητας που δίνει στο νησί και η ιδιαίτερη καταγωγή του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου, η Ιμβρος παραμένει υπανάπτυκτη και ένας από τους βασικούς λόγους είναι η δυσκολία πρόσβασης.
Ίμβριοι έχουν θέσει τόσο στο υπουργείο Εξωτερικών όσο και σε άλλες υπηρεσίες της ελληνικής κυβέρνησης, μέσα από διάφορους διαύλους, το ζήτημα της πρόσβασης απευθείας από την Ελλάδα.
Η Συνθήκη της Λωζάνης:
Σύμφωνα με το άρθρο 14 της Συνθήκης της Λωζάννης, «τα νησιά του Άιγαίου Ίμβρος και Τένεδος, που παραμένουν υπό τουρκική κυριαρχία, θα έχουν ειδική διοικητική οργάνωση αποτελούμενη από τοπικά στοιχεία και θα παρέχουν κάθε εγγύηση για το μη μουσουλμανικό ιθαγενή πληθυσμό, στο μέτρο που αφορά την τοπική διοίκηση και την προστασία προσώπων και περιουσιών.
Η διατήρηση της τάξης, θα διασφαλίζεται από αστυνομική δύναμη τα μέλη της οποίας θα προσλαμβάνονται μεταξύ του τοπικού πληθυσμού από την προαναφερθείσα τοπική διοίκηση και θα τίθενται κάτω από τις διαταγές της». Για τα δύο νησιά, είχε προβλεφθεί η θέσπιση καθεστώτος τοπικής αυτονομίας και αυτοδιοίκησης, ως παροχή εγγυήσεων στο γηγενή μη μουσουλμανικό πληθυσμό, ο οποίος εκείνη την εποχή αποτελούσε και τη συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων των νησιών.
Τα μέτρα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα τη δραματική μείωση του πληθυσμού της ελληνικής μειονότητας στα δύο νησιά. Από 7.500 άτομα το 1960, ο πληθυσμός και στα δύο νησιά ανέρχεται σήμερα σε 450 περίπου άτομα (μόνιμοι κάτοικοι).
Οι μειονοτικοί που συνεχίζουν να κατοικούν στην Ίμβρο και την Τένεδο βρίσκονται αντιμέτωποι με πολλά ακόμη προβλήματα, συναφή, κυρίως, με τις ατομικές και κοινοτικές-βακουφικές περιουσίες.
Οι τουρκικές Αρχές δεν αναγνωρίζουν την κυριότητα των ιδρυμάτων της μειονότητας επί πολλών ακινήτων, ναών και παρεκκλησίων. Με το πρόσχημα δε της κατάρτισης του νέου κτηματολογίου, την ανακήρυξη μεγάλων περιοχών ως διατηρητέων πολιτιστικών ή φυσικών μνημείων, την απαλλοτρίωση, καθώς και τη μη αναγνώριση παλαιών τίτλων κυριότητος, πολλά ακίνητα, ακόμη και ναοί, περιήλθαν στο Τουρκικό Δημόσιο.
Η επαναλειτουργία του σχολείου στην Ίμβρο αποτελεί, σαφώς, ένα πρώτο βήμα, ωστόσο οι ειλικρινείς προθέσεις της τουρκικής πλευράς θα κριθούν από τη διασφάλιση των κατάλληλων συνθηκών (επαγγελματικών, κοινωνικών, εκπαιδευτικών, κλπ) για τη βιώσιμη συνέχιση της παρουσίαςτης ελληνικής κοινότητας στον τόπο καταγωγής της.