Μια πολύ σημαντική παρέμβαση με την πάντα δηκτική του πένα έκανε ο γνωστός διεθνολόγος Χριστόδουλος Γιαλουρίδης με άρθρο του στην κυπριακή εφημερίδα «Σημερινή» της Κύπρου. Ο γνωστός καθηγητής επισημαίνει το πώς θα πρέπει να αντιμετωπιστούν από την Αθήνα οι τουρκολυβικές συμπράξεις.
Γράφει συγκεκριμένα:
«Οι εσχάτως συναφθείσες συμφωνίες μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης αναφορικά προς την εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου ενεργειακού πλούτου επί τη βάσει του τουρκολιβυκού μνημονίου του 2019 ήρθαν να προσθέσουν μιαν αναμενόμενη εξέλιξη στη βεντάλια του τουρκικού διεκδικητικού προσανατολισμού, ούσες καταφανώς εκτός πλαισίου διεθνούς δικαιοταξίας, πλην, όμως, εν τοις πράγμασι υφιστάμενες.
Η τωρινή λιβυκή κυβέρνηση, ευρισκόμενη σε απονομιμοποιημένη διεργασία, έχουσα στην ηγεσία της τον Αμπντούλ Χαμίντ αλ Ντμπεϊμπά, έναν πολιτικό που εμφανώς τελεί υπό την καθοδηγητική επιρροή της Άγκυρας, προχώρησε στις κατά τα ανωτέρω διμερείς συμφωνίες, οι οποίες προσανατολίζονται εκ των πραγμάτων στην εμπέδωση καθεστωτικών ρυθμίσεων παρουσίας της Τουρκίας στην περιοχή, υπονομεύοντας, τοιουτοτρόπως, τόσο τη διεθνή νομιμότητα, όσο και τη συνθήκη ελληνικής κυριαρχίας.
Η Τουρκία εμφανώς αποσκοπεί διά των ανωτέρω συμφωνιών στην πραγμάτωση και κατά ταύτα εμπέδωση του τουρκολιβυκού μνημονίου, με στρατηγική στόχευση τη δημιουργία συνθηκών γεωστρατηγικού ελέγχου της περιοχής από την ίδια, καθώς και τον αποκλεισμό της Αθήνας από την άσκηση των νομίμως υφιστάμενων δικαιωμάτων της στον ευρύτερο θαλάσσιο και νησιωτικό χώρο. Επιπροσθέτως, με τις κατά τα ανωτέρω συμφωνίες η Άγκυρα αποβλέπει κατά τα ειωθότα στο να αποστείλει στη διεθνή κοινότητα, προπάντων δε στις ΗΠΑ, το μήνυμα πως η επικείμενη εκμετάλλευση του ενεργειακού πλούτου της νοτιοανατολικής Μεσογείου ουδόλως μπορεί να λάβει χώραν χωρίς τη συμμετοχή της ιδίας.
Οι ανωτέρω καταγεγραμμένες εξελίξεις, που έχουν την αφετηρία τους στο 2019 και στην αιφνιδιαστική για την Ελλάδα υπογραφή του μνημονίου μεταξύ Τουρκίας - Λιβύης, συνιστούν αφενός μεν αποτέλεσμα μιας ολιγωρίας του αθηναϊκού κράτους τα προηγούμενα χρόνια ν’ αντιληφθεί τα επερχόμενα και ν’ αντιμετωπίσει εθνικώς αποτελεσματικά τις εξελίξεις στον λιβυκό χώρο, μη κατανοώντας ότι οι διεργασίες στην ευρύτερη περιοχή επέπρωτο να αγγίξουν ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Δεν κατέστη, αφετέρου, αντιληπτός ο τουρκικός παρεμβατικός ρόλος, ο οποίος εκδηλώνεται με την Άγκυρα να προστρέχει σε εκ του ασφαλούς κινήσεις επιρροής ή και ελέγχου καθεστώτων και χωρών, που θα την διευκόλυναν να αναπτύξει τον στρατηγικό σχεδιασμό της για εποπτικό έλεγχο του ευρύτερου μεσογειακού χώρου, με επιδιωκόμενη πρωτίστως τη συρρίκνωση της ελλαδικής επικράτειας.
Η Αθήνα, η οποία κατά ταύτα καθυστερημένα μεν, επιβεβλημένα δε, προχώρησε σε συμφωνία, έστω και μερικής οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών με την Αίγυπτο, επικαλύπτοντας το τουρκολιβυκό μνημόνιο, καλείται σήμερα εκ των λαμβανουσών χώραν εξελίξεων, ακολουθώντας τα διαδραματιζόμενα, να προχωρήσει σε αναγκαίες στρατιωτικοπολιτικές κινήσεις υπερασπιζόμενη εμπράκτως και αποτελεσματικά την υφιστάμενη ΑΟΖ της με την Αίγυπτο, που συνιστά εν προκειμένω και πλαίσιο ελληνικής επικράτειας.
Συναφώς και παραλλήλως, το κράτος των Αθηνών, πολλώ δε μάλλον σε μια περίοδο, όπως η σημερινή, όπου η Ελλάδα βρίσκεται σε ισχυρή στρατιωτικά και διπλωματικά θέση, οφείλει να ακολουθήσει τη θουκυδίδειο αρχή της ικανότητας της πολιτείας να ενεργεί πριν και πέραν των επερχομένων γεγονότων, επιβάλλοντας όρους διεθνοπολιτικής νομιμότητας διά της προβολής ισχύος και της στρατηγικής αποτελεσματικότητας.
Η Αθήνα έχει και την ισχύ και τη διπλωματική δυνατότητα, σε συνάρτηση και προς τις υφιστάμενες συμμαχίες της στην περιοχή, με κύρια αναφορά σε αυτές με Αίγυπτο και Ισραήλ, να προχωρήσει σε βηματισμούς πρωτοβουλιών απαλλαγμένων απολύτως από την εμφιλοχωρούσα ανησυχία περί «επερχόμενων» τουρκικών αντιδράσεων, βηματισμών που να επικεντρώνονται στην εφαρμογή των ελληνικών, νομίμως διεκδικούμενων θέσεων και προσανατολισμών, με άμεση αναφορά και στην πραγμάτωση των προνοιών του διεθνούς δικαίου της θάλασσας, που παραπέμπουν στο εύρος των 12 ναυτικών μιλίων.
Εν συμπεράσματι, πρέπει κανείς να υπογραμμίσει πως εν μέσω των ταραγμένων σύγχρονων διεθνοπολιτικών συνθηκών, όπου ο, κατά το γνωστό, υφιστάμενος «επιτήδειος ουδέτερος», δηλαδή η Τουρκία, προβάλλει στο διεθνές τοπίο εμφανώς πλέον καιροσκοπικά προσανατολισμένη, με τα διαχρονικά εσωτερικά της προβλήματα να την διατρέχουν, εκδηλώνεται για την Αθήνα το ανωτέρω πλαίσιο ως ευκαιρία συντονισμένης και αποφασιστικής διπλωματικοπολιτικής δραστηριοποίησης, έχοντας ως βασική διάσταση τον άξονα Αθηνών - Καΐρου - Λευκωσίας και Τελ - Αβίβ, έτσι ώστε να οδηγηθεί εκ των συνθηκών ο τουρκικός παράγων σε μια στρατηγικά στοχευμένη περιθωριοποίηση και κατά ταύτα απομείωση της επί του πεδίου ισχύος του.»