Τον λόγο για τον οποίο κατά τη γνώμη του η Ελλάδα δεν μπορεί να συμμετάσχει σε διάλογο με την Τουρκία, το ενδεχόμενο πρόκλησης θερμού επεισοδίου, τους αντικειμενικούς σκοπούς της γείτονος και τη στάση της Ελλάδας, σχολιάζει στο Sputnik ο πτέραρχος εν αποστρατεία, Παύλος Χρήστου.
Νέα κινητικότητα παρατηρείται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, καθώς οι διερευνητικές επαφές αναμένεται να επανεκκινήσουν και πάλι μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στις 25 Ιανουαρίου, όπως ανακοίνωσε το Υπουργείο Εξωτερικών. Πρόκειται για τον 61ο γύρο των διερευνητικών, με τον 60ο να έχει λάβει χώρα στην Αθήνα το 2016, όπως γράφει ο Λάμπρος Ζαχαρής για το infognomonpolitics.gr.
Και καθώς το εθιμοτυπικό ορίζει πως οι γύροι των διαπραγματεύσεων πραγματοποιούνται εκ περιτροπής στην έδρα του ενός ή του άλλου συνομιλητή, σειρά πλέον έχει η Κωνσταντινούπολη.
Την άποψη ότι η Ελλάδα δεν είναι δυνατόν να συμμετάσχει σε οποιοδήποτε διάλογο με την Τουρκία εκφράζει στο Sputnik ο πτέραρχος εν αποστρατεία, Παύλος Χρήστου.
«Ένας τέτοιος διάλογος για να αποδώσει πρέπει να ξεκινήσει με βάση τον σεβασμό των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου και να διεξαχθεί χωρίς παρεμβάσεις και επιδιαιτητές μέσα σε ένα κοινά αποδεκτό πλαίσιο αρχών και διαδικασιών, με πλήρη σεβασμό της εδαφικής ακεραιότητας και εθνικής κυριαρχίας, μέσα στο πνεύμα της τελικής πράξης του Ελσίνκι. Ο διάλογος αποτελεί εργαλείο επίλυσης διαφορών μόνο ανάμεσα σε κράτη αξιόπιστα τα οποία δεν επιβουλεύονται την εθνική κυριαρχία του ενός ή του άλλου. Η Τουρκία, όμως, απειλεί την ελληνική κυριαρχία και την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Τουρκία είναι μια αναθεωρητική χώρα και αποτελεί απειλή για όλη την περιοχή».
Οι στόχοι της Τουρκίας
Την ίδια στιγμή ο πτέραρχος εν αποστρατεία εστιάζει στον αντικειμενικό σκοπό της Τουρκίας που, όπως υποστηρίζει, δεν είναι προϊόν στιγμιαίων άμεσων επιλογών, αλλά έντεχνης αποτελεσματικής εξωτερικής πολιτικής.
«Η Άγκυρα διαχειριζόμενη τα εθνικά της θέματα με σχετικά σημαντική και ποικίλη αυτονομία και επιζητώντας επαναπροσδιορισμό της πολιτικής οντότητας της χώρας στα περιθώρια υφιστάμενων δομικών τροποποιήσεων, έχει θέσει μακροπρόθεσμες και προκαθορισμένες βλέψεις. Αμετάβλητοι, σταθεροί στόχοι της τουρκικής επεκτατικής πολιτικής είναι:
- Η διχοτόμηση του Αιγαίου – αυτό μπορεί να επιτευχθεί αρχικά με την αμυντική διχοτόμηση του Αιγαίου (ικανοποίηση του τουρκικού αιτήματος “αμυντικής ευθύνης” του μισού Αιγαίου στους κόλπους του ΝΑΤΟ),
- η συνεκμετάλλευση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου,
- η συγκυριαρχία του εναέριου αιγιακού χώρου και
- αργότερα, με την κατάληψη ελληνικού νησιού ή νησιών που γειτονεύουν με την ηπειρωτική τουρκική ενδοχώρα, η διχοτόμηση της Κύπρου» επισημαίνει ο Παύλος Χρήστου και προσθέτει:
«Η Τουρκία προσπαθώντας να πραγματώσει υποθετικά δικαιώματα της σε βάρος του αδιαίρετου ελληνικού χώρου έπλασε τη θεωρία του “ζωτικού” του αιγιακού χώρου που είναι επιδεκτικός κατάληψης για τον λαό της και προσπαθεί να επιτύχει επέμβαση της Δύσης “προς αποφυγή σύγκρουσης δύο συμμάχων χωρών”. Οι χειρισμοί αυτοί σίγουρα δεν θα οδηγήσουν στο αναμενόμενο αποτέλεσμα. Αντίθετα, η ημιεμπόλεμη κατάσταση μέσα απ’ τους παράγοντες ισχύος δυναμικής αναμέτρησης των δύο χωρών, δημιουργεί αναπαραγωγή κινητηρίων δυνάμεων ανισομερούς ανάπτυξης των ελληνοτουρκικών εξελίξεων που οξύνει τις δυσκολίες και υποκινεί τον πόλεμο».
Ο «περιορισμένος πόλεμος» και οι προκλήσεις της Τουρκίας
Αναφερόμενος σε σενάρια θερμού επεισοδίου, τονίζει ότι πλέον η Τουρκία «απειλεί με περιορισμένο πόλεμο».
«Δεν πρέπει να περιμένουμε μόνο ένα θερμό επεισόδιο από την Τουρκία. Η Τουρκία πλέον απειλεί με περιορισμένο πόλεμο. Η Τουρκία ξεκίνησε την επίθεση σε Ελλάδα και Κύπρο» τονίζει.
Παράλληλα καθιστά σαφές ότι η αεροπορική δραστηριότητα της τουρκικής αεροπορίας στο Αιγαίο είναι παράνομη.
«Η Τουρκία με μεθοδευμένες ενέργειες-παραβιάσεις επιδιώκει αλλαγή του αιγιακού status quο. Αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία στον εθνικό εναέριο χώρο για το πλάτος των 10 ναυτικών μιλίων, δεν αναγνωρίζει δικαίωμα ελληνικού ελέγχου σε συγκεκριμένη έκταση, προσπαθεί να τροποποιήσει -στα νατοϊκά πλαίσια- αμυντικές ζώνες ευθύνης και δεν δέχεται τη νόμιμη επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης και του ελληνικού εθνικού εναερίου χώρου στα 12 ναυτικά μίλια. Το ζήτημα της ασφάλειας του αιγιακού εναέριου χώρου είναι “ευαίσθητο” για την ελληνική άμυνα (σύμφωνα με τη βασική σύγχρονη στρατηγική αρχή “αυτός που κυριαρχεί στον εναέριο χώρο ελέγχει και τον κάτω απ’ αυτό θαλάσσιο και χερσαίο χώρο“). Ένας αναπροσδιορισμός υπέρ της Τουρκίας θα μείωνε το αμυντικό βεληνεκές της Ελλάδας μπροστά στην ενδεχόμενη ανατολική αεροπορική επίθεση. Η Τουρκία αναπτύσσει μια έντονη και πολύπλευρη δραστηριότητα που έχει σαν στόχο την αναθεώρηση του υφιστάμενου καθεστώτος στο Αιγαίο. Γι’ αυτό εκδηλώνει πολιτικές, διπλωματικές και στρατιωτικές δραστηριότητες, με τις οποίες προσπαθεί να προβάλλει τις θέσεις της».
Πώς πρέπει να αντιδράσει η Ελλάδα
Την ίδια στιγμή, ο πτέραρχος εν αποστρατεία εκφράζει ενστάσεις για την ελληνική στρατηγική και προτείνει αλλαγή πορείας:
«Η προσπάθεια που γίνεται από την Ελλάδα να μεταθέσει ή και να μεταφέρει τη διαχείριση των προβλημάτων σε τρίτους επιδιώκοντας επιδιαιτησία, ουσιαστικά και ανεπιτυχής είναι (καθόσον κανένας από τους εταίρους -για τους δικούς του λόγους- δεν θέλει να λάβει ξεκάθαρη θέση) και δείχνει αδυναμία άσκησης δυναμικής εθνικής στρατηγικής. Αν ευθέως δεν απειλήσουμε την Τουρκία με σκληρά αντίποινα, ακόμη και με κλιμάκωση της έντασης, δεν πρόκειται να την αποτρέψουμε από τη δημιουργία τετελεσμένων και στον χώρο του Αιγαίου».
«Είναι φανερό ότι για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας μας, πρέπει να προωθηθεί μία γενικότερη ανεξαρτησιακή και αναπτυξιακή πορεία της χώρας μας στα πλαίσια ενός καθεστώτος ολόπλευρου εκδημοκρατισμού. Ρεαλιστικός στρατηγικός στόχος πρέπει να είναι η δημιουργία αυτοτελούς εθνικού συστήματος ασφαλείας, το οποίο να συνδέεται άμεσα με τη περιφερειακή και παγκόσμια ασφάλεια, δεδομένου ότι η ασφάλεια κάθε χώρας δεν μπορεί να είναι μόνο εθνική, αλλά και η ανεξαρτησία ενός λαού δεν μπορεί να αφεθεί στους σχεδιασμούς ενός διεθνούς ή περιφερειακού συστήματος ασφάλειας».
«Σ’ αυτό το περίεργο χρησιμοποιούμενο μείγμα αμιγούς-πραγματικού πολέμου (και μάλιστα σε μια ημιεμπόλεμη κατάσταση), οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις δρουν καθημερινά αξιόπιστα, αποτελεσματικά, με αποδεδειγμένη δυναμικότητα, στέλνοντας ξεκάθαρα μηνύματα ώστε να εξαναγκάσουν την Τουρκία να παραιτηθεί από τους “οραματισμούς” της» υπογραμμίζει ο Παύλος Χρήστου.
Η γεωπολιτική σημασία Ελλάδας-Κύπρου
Ο πτέραρχος εν αποστρατεία επισημαίνει ότι στην παρούσα φάση των διεθνών εξελίξεων, κάθε συζήτηση για τη γεωπολιτική σημασία της Ελλάδας και της Κύπρου συνδέεται με την εθνική στρατηγική ασφάλειας των δύο κρατών.
«Ας σημειωθεί ότι η εθνική στρατηγική ασφάλειας δεν είναι αποκομμένη από την ευρύτερη εθνική στρατηγική του κράτους, αλλά συνδέεται με αυτήν, απορρέει απ’ αυτήν και είναι οργανικό μέρος της. Στο επίπεδο όμως της εθνικής στρατηγικής ασφάλειας Ελλάδας-Κύπρου, υπάρχει αναπόσπαστη διασύνδεση, καθώς συνολικά τα προβλήματα ασφάλειας του ελληνισμού στον ελλαδικό και κυπριακό χώρο διαπλέκονται με τις επιδιώξεις της Άγκυρας. Επομένως, η εθνική στρατηγική ασφάλειας των δύο κρατών του ελληνισμού, είναι κατ’ ανάγκη διακριτή και προσαρμοσμένη στις ειδικότερες τοπικές συνθήκες των δύο κρατών (αντίστοιχα, στην ασφάλεια Αιγαίου και Θράκης, και στην αντιμετώπιση του προβλήματος της τουρκικής κατοχής). Ωστόσο, απαιτείται συντονισμός και κοινή αντιμετώπιση σε ό,τι αφορά τη γενική κατεύθυνση και τους επιμέρους κοινούς στόχους» παρατηρεί.