Ο έγκριτος δημοσιογράφος Πάσχος Μανδραβέλης, σε άρθρο του στην «Καθημερινή» (17-12-2019), αναφερόμενος σε δικό μου άρθρο στην εφημερίδα «Τα Νέα» (16-12-2019), με ενέταξε στην κατηγορία των ανθρώπων που αρνούνται κάθε συμβιβαστική προσέγγιση στα ελληνοτουρκικά ζητήματα και συνακόλουθα προωθούν μια πολεμική αναμέτρηση με τη γείτονα χώρα η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει και σε ένα δεύτερο 1897, δηλαδή σε μια νέα εθνική καταστροφή.
Ωστόσο, άποψη του υπογράφοντος είναι ότι τη δεδομένη στιγμή ο συμβιβασμός έχει ουσιαστικά τεθεί εκτός επιλογής στο ελληνοτουρκικό σύστημα λόγω της μαξιμαλιστικής στάσης της Τουρκίας. Αυτό φάνηκε και από το memorandum της Αγκύρας με την κυβέρνηση της Τρίπολης, το οποίο αντιμετώπιζε την Ελλάδα ως πρακτικά ανύπαρκτη. Ωσάν μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης να μεσολαβούσε η ανοικτή θάλασσα, γράφει η kathimerini.gr.
του Κωνσταντίνου Γρίβα, Αναπληρωτής καθηγητής Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων
Όμως, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε τις τουρκικές ενέργειες και αξιώσεις ως προϊόν της «μεγαλομανίας» του «σουλτάνου» Ερντογάν. Στην πραγματικότητα, αποτελούν αναπόφευκτες συνέπειες της γεωπολιτικής μετάλλαξης της Τουρκίας μέσα σε ένα μεταβατικό διεθνές σύστημα. Συγκεκριμένα, τα τελευταία χρόνια το διεθνές σύστημα πέρασε από τη φάση της εικονικής μονοπολικότητας, όπου την εξουσία υποτίθεται ότι ασκούσαν οι ΗΠΑ, σε μια φάση «ολιγαρχικής πολυπολικότητας», που σημαδεύτηκε κυρίως με τη μετεωρική άνοδο της Κίνας και σήμερα φαίνεται πως περνάμε σε μια «πληθωριστική πολυπολικότητα», όπου πολλές μεσαίες δυνάμεις διεκδικούν διευρυμένο ρόλο.
Μία εξ αυτών είναι η Τουρκία, η οποία αντιμετωπίζει τον εαυτό της όχι ως περιφερειακή αλλά ως δύναμη ευρασιατικής εμβέλειας. Στην προσπάθειά της αυτή, η Τουρκία έχει ορισμένα σημαντικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τους ανταγωνιστές της. Το πρώτο είναι ότι βρίσκεται στο σύστημα Αιγαίου - Ανατολικής Μεσογείου. Η έτσι και αλλιώς μεγάλη σημασία της περιοχής ενδέχεται να αυξηθεί σημαντικά στο κοντινό μέλλον εξαιτίας μιας σειράς παραγόντων. Ένας εξ αυτών είναι η διαφαινόμενη τήξη των αρκτικών πάγων και η δημιουργία ενός είδος διαδρόμου ταχείας κυκλοφορίας στην ευρασιατική περιφέρεια. Ένας άλλος είναι o Νέος Δρόμος του Μεταξιού που προωθεί η Κίνα, οι δύο από τις τρεις διαδρομές του οποίου συγκλίνουν στην Ανατολική Μεσόγειο, και ένας τρίτος είναι μια νέα αποκεντρωμένη διεθνής γεωγραφία της ενέργειας μέσα σε ένα νεοψυχροπολεμικό περιβάλλον Δύσης - Ρωσίας, με τα ενεργειακά κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου να παίζουν τον ρόλο της στρατηγικής εφεδρείας της Ευρώπης.
Ένα άλλο συγκριτικό πλεονέκτημα της Τουρκίας έναντι των άλλων ανταγωνιστών της για ένα καλό «πλασάρισμα» στην ευρασιατική σκακιέρα είναι ότι δεν υπάρχει στην περιοχή της κάποια πολύ ισχυρή δύναμη. Για παράδειγμα, η Ιαπωνία ή το Πακιστάν, που από άποψη μεγεθών είναι πολύ πιο ισχυρές χώρες από την Τουρκία, βρίσκονται υπό τη σκιά της Κίνας και της Ινδίας. Το μόνο εμπόδιο που έχει απέναντί της η Τουρκία είναι το σύστημα των δύο ελληνικών κρατών, της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Άρα, η Τουρκία «υποχρεούται» τρόπον τινά να ακρωτηριάσει γεωπολιτικά την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία για να προχωρήσει στην επίτευξη των στρατηγικών της στόχων.
Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε σε μια φάση πλήρους γεωπολιτικής ασυμμετρίας με την Τουρκία και συνακόλουθα η έννοια του συμβιβασμού δεν έχει νόημα υπό τις δεδομένες συνθήκες. Αντιθέτως, η προσκόλληση σε μια «συμβιβαστική προσέγγιση» των ελληνοτουρκικών σχέσεων από πλευράς των Αθηνών θα μπορούσε να αποτελέσει βάση έδρασης της επόμενης φάσης της προσπάθειας της Αγκύρας για να αποδομήσει την ελληνική γεωπολιτική υπόσταση. Αυτή λοιπόν είναι η επιστημονική άποψη του υπογράφοντος, η οποία προκύπτει από μια προσπάθεια ανάγνωσης του διεθνούς συστήματος ως ολότητας, με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις να μην μπορούν να εξεταστούν ξεχωριστά.
Φυσικά, η άποψη αυτή δεν διεκδικεί χαρακτήρα θεσφάτου. Όμως, μια απόπειρα επιστημονικής ανάγνωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με χαρακτηρισμούς όπως «εθνικιστική» ή «πολεμοκάπηλη». Αν μη τι άλλο γιατί παρόμοιοι χαρακτηρισμοί αποτελούν βούτυρο στο ψωμί σε όσους χαρακτηρίζουν τις αντίθετες απόψεις «προδοτικές».