Γενάρης του 1991. Σύνορα. Οι Βορειοηπειρώτες πρόσφυγες μπαίνουν κατά κύματα στην Ελλάδα. Ο μαγνητοφωνημένος διάλογος που ακολουθεί είναι από εκείνη την εποχή κι έγινε στο συνοριακό φυλάκιο του Τσαμαντά.
– Εσένα πως σε λένε;
– Ζάχος. Ζάχος Μπολάνος.
– Από που είσαι;
– Όλοι εμείς εδώ που βλέπεις είμαστε από τη Χιμάρα. Είναι κι από τα χωριά γύρω-γύρω, αλλά η Χιμάρα τα μαζώνει κι αυτά. Χριστιανοί είμαστε. Τα ονόματα όλα. Ανέστηδες και Ηρακλήδες και Θωμάδες. Τέτοια… Φύγαμε 300 από τη Χιμάρα.
– Όλοι μαζί;
-Με τούρμες – τούρμες.
– Και πως το αποφασίσατε;
– Μάθαμε ότι τα σύρματα ανοίξανε και η σκοπιά δεν σε κοκκεύει πλιά.
– Πως ήρθατε στην Ελλάδα;
– Εβάδιζε ο κόσμος με την αράδα. Ασυνεννόητα, χωρίς να παρθούμε χαμπέρι. Τράβαγε δώθε, άλλος με το ποδάρι, άλλος με το μοτόρι. Στα βουνά επατούσαμε το χιόνι μέρα – βράδυ. Ο ένας επατούσε στα βήματα του άλλου. Εγώ μέσα από την Χειμάρα έχω κινήσει η ώρα 2 τη βραδέα με το μοτόρι ενανού ξαδέρφου. Με πήγε 3 ώρες αλάργο έξω από τη Χειμάρα παρ’ έδρα. Εβάδισα μακριά με άλλους. Εχαλεύαμε πέρασμα. Επεράσαμε τα σύνορα τα αλβανικά 1.30 τα μεσάνυχτα. Και που ήρθαμε στα ελληνικά, υποχρεωθήκαμε ν’ ανάψουμε στιά γιατί εκουραστήκαμε. Την ώρα που έπεσε το πρωί εσηκωθήκαμε. Εβαδίσαμε πάλι και πέσαμε στην ελληνική σκοπιά.
– Τους Έλληνες στρατιώτες που ήταν στο βουνό τους είδες;
– Δεν τους βασάνω.
-Πως τα βλέπεις τα πράγματα τώρα που έφτασες στην Ελλάδα;
– Εδώ τα βλέπω… Να πούμε, μεσάνυχτα του Αγι’ Αντρέου με μεσημέρι του Απριλιού. Εδώ μ’ εκεί. Έτσι τα βλέπω.
– Ξέρεις από γιορτές. Πιστεύατε δηλαδή;
– Ε, ναι. Τα επιστεύαμε στη Χειμάρα γιατί τα επίστευε η μητέρα, ο πατέρας. Τα επίστευε η νόνα, ο παππούς…
– Τι δουλειά έκανες στη Χειμάρα;
– Βοσκός.
Η συνομιλία με τον βοσκό Ζάχο Μπολάνο από την Χειμάρα δεν μας πάει απλώς πίσω μερικούς μήνες, στο προσφυγικό κύμα της μεγάλης φυγής από την Αλβανία. Στην πραγματικότητα μας πηγαίνει πολύ πιο πίσω. Στην αρχαία Ελλάδα!
Το συντακτικό και οι γραμματικοί τύποι (μοτόρι) θα έκαναν ένα φιλόλογο να χαμογελάσει θριαμβευτικά. Βασικές λέξεις στον λόγο του Χειμαρειώτη βοσκού έχουν την έννοια που είχαν και για τους αρχαίους και που εμείς την έχουμε ξεχάσει. Μερικά παραδείγματα και η ερμηνεία, όπως δίνεται από το Λεξικό του Ιωάννου Σταματάκου:
* Χαλεύω = ζητώ, αναζητώ, ψάχνω. (Εκ της λέξεως χαλή ή χηλή
= παλάμη, οιονεί ανοίγω την παλάμην, ίνα λάβω κάτι.)
* Βασάνω = παρατηρώ με λεπτομέρεια. ( Εκ της λ. βάσανος = λεπτομερειακή εξέτασις.) Μ’ αυτή την έννοια χρησιμοποιείται σήμερα μόνο από τις θετικές επιστήμες (και από τους… «αλβανούς» Βορειοηπειρώτες).
* Κοκκεύω = δέρνω κάποιον ανηλεώς, τον τσακίζω στο ξύλο.
* Στιά = η εστία, το μέρος του σπιτιού που ανάβουν φωτιά. (Η Εστία, αρχέγονη θεά, θυγατέρα του Κρόνου και της Ρέας, ήταν «η
προστάτις της οικογενειακής εστίας, του οίκου, της οικογένειας».)
Αλλά οι πεινασμένοι Βορειοηπειρώτες δεν διατηρούν μόνο στο λεξιλόγιό τους λέξεις που εμείς οι «χορτασμένοι» έχουμε ξεχάσει εδώ και καιρό. Έχουν χύσει και το αίμα τους για την Ελλάδα…
Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Νικητίδη “Οι γενιές των προσφύγων” από την ιστοσελίδα Himara.gr.