Από τον Ψυχρό Πόλεμο μέχρι την εποχή του Ντόναλντ Τραμπ, η χρήση της ως εργαλείο πίεσης και αποτροπής αναδεικνύει τα όρια, τις δυνατότητες και τους κινδύνους του σύγχρονου διεθνούς ανταγωνισμού.
Η ανάλυση αυτή βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο επεισόδιο της εκπομπής Greekonomics, που παρουσιάζει με ακρίβεια την ιστορική πορεία, τις θεωρητικές ρίζες και τις αποτυχημένες – αλλά και σύγχρονες – εφαρμογές της θεωρίας του τρελού από ηγέτες των ΗΠΑ.
Η αρχική εφαρμογή της θεωρίας ανήκει στον πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον, με τη συμβουλή του Χένρι Κίσινγκερ, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τερματίσει τον πόλεμο του Βιετνάμ.
Στα τέλη Οκτωβρίου του 1969, ο Νίξον διέταξε την απογείωση 18 αμερικανικών στρατηγικών βομβαρδιστικών με πυρηνικές κεφαλές, τα οποία περιπολούσαν κοντά στον σοβιετικό εναέριο χώρο. Η αποστολή είχε στόχο να φανεί ως αυθόρμητη και απρόβλεπτη, έτσι ώστε να πειστούν οι Σοβιετικοί ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν ικανός για όλα.
Ο ίδιος είχε εξομολογηθεί στον προσωπάρχη του: «Θέλω να νομίζουν πως είμαι ένας επικίνδυνος, εμμονικός αντικομμουνιστής που δεν συγκρατείται. Αν το πιστέψουν, θα πιέσουν το Ανόι να υποχωρήσει».
Παρά την εντυπωσιακή κλιμάκωση, η αποστολή απέτυχε. Οι Σοβιετικοί δεν πίστεψαν ποτέ ότι ο Νίξον ήταν απρόβλεπτος ή παράλογος. Οι κινήσεις του δεν συνοδεύτηκαν από ουσιαστική στρατιωτική ετοιμότητα – δεν ενεργοποιήθηκαν υποβρύχια, ούτε τέθηκε σε συναγερμό η αεροπορική βάση στο Γκουάμ.
Το μήνυμα δεν ελήφθη καν, ή ερμηνεύθηκε διαφορετικά: θεωρήθηκε πιθανή αποτροπή απέναντι σε ενδεχόμενη σοβιετική επίθεση στην Κίνα, και όχι πίεση για το Βιετνάμ.
Η αποτυχία αυτή φάνηκε να θέτει τέλος στη θεωρία του τρελού ως εργαλείου εξωτερικής πολιτικής, τουλάχιστον για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Όμως η άνοδος του Ντόναλντ Τραμπ την επανέφερε με αναπάντεχη ορμή.
Ο Τραμπ όχι μόνο υιοθέτησε τη θεωρία, αλλά τη διακήρυξε δημοσίως. Από τις πρώτες του συνεντεύξεις έως τη διάρκεια της προεδρίας του, τόνιζε τη σημασία της απρόβλεπτης συμπεριφοράς ως μορφή δύναμης. Σε συνομιλίες με την Κορέα, την Κίνα ή ακόμη και με συμμάχους, πρόβαλλε μια εικόνα ηθελημένης αστάθειας, για να δημιουργήσει αβεβαιότητα στους αντιπάλους του.
Το πλεονέκτημά του, όπως αναλύεται εύστοχα και στο Greekonomics, είναι ότι επικοινωνεί το μήνυμα ξεκάθαρα, χωρίς να αφήνει περιθώρια παρερμηνειών – σε αντίθεση με τον Νίξον. Χρησιμοποίησε κυρίως το Twitter για να δηλώνει με ακρίβεια τις απειλές του, ακόμα και αν αυτές έμοιαζαν εξωπραγματικές.
Η θεωρία του τρελού στηρίζεται σε μια θεμελιώδη παραδοχή, την οποία εξηγεί η καθηγήτρια πολιτικής επιστήμης Roseanne McManus: για να είναι αποτελεσματική μια απειλή, ο αντίπαλος πρέπει να πιστεύει δύο πράγματα. Πρώτον, ότι εάν δεν συμμορφωθεί, θα τιμωρηθεί. Δεύτερον, ότι αν συμμορφωθεί, δεν θα τιμωρηθεί. Η τρέλα ενισχύει την πρώτη πεποίθηση, αλλά διαβρώνει τη δεύτερη. Αν θεωρηθείς απόλυτα απρόβλεπτος, τότε κανείς δεν μπορεί να σε εμπιστευθεί.
Αυτό είναι και το βασικό ρίσκο της στρατηγικής: μπορεί να ενισχύει την αποτροπή, αλλά υπονομεύει την εμπιστοσύνη. Στο περιβάλλον της διεθνούς διπλωματίας, αυτή η λεπτή ισορροπία είναι καθοριστική.
Η θεωρία του τρελού παραμένει ένα ακραίο, αλλά υπαρκτό εργαλείο στη φαρέτρα ηγετών που επιλέγουν την ένταση έναντι του διαλόγου. Δεν είναι εργαλείο για όλους. Απαιτεί ελεγχόμενο ρίσκο, βαθιά γνώση των ορίων του αντιπάλου, και πάνω απ’ όλα, αυστηρή πειθαρχία.
Το ερώτημα δεν είναι αν είναι χρήσιμη, αλλά ποιος μπορεί να τη χρησιμοποιήσει χωρίς να οδηγήσει τον κόσμο στην καταστροφή.