Εδώ και πολύ καιρό, ο δημόσιος διάλογος για το επίπεδο στρατιωτικής αποτροπής της Ελλάδας εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στην αναγκαιότητα για αγορές και εκσυγχρονισμό οπλικών συστημάτων. Υπονοείται, όταν δεν διατυπώνεται ρητά, ότι η ποιοτική υπεροχή που διασφαλίζουν προηγμένα όπλα, όπως οι φρεγάτες Belharra, τα αεροσκάφη Rafale και – μεσοπρόθεσμα – η αγορά αεροσκαφών F-35, είναι αρκετή για να αντισταθμίσει την ποσοτική υπεροχή σε οπλικά συστήματα και έμψυχο δυναμικό που διαθέτει η Τουρκία, σε μια ενδεχόμενη στρατιωτική σύγκρουση.
Η προσέγγιση αυτή στηρίζεται σε μια λανθασμένη παραδοχή. Αντιλαμβάνεται το αμυντικό δόγμα με ένα εξαιρετικά περιοριστικό τρόπο, καθώς αναδεικνύει ουσιαστικά ένα μόνο σενάριο απειλής έναντι της χώρας μας – αυτό στο οποίο επαγγελματίες των Ενόπλων Δυνάμεων θα κληθούν να αντιμετωπίσουν μια περιορισμένη γεωγραφικά στρατιωτική σύγκρουση – τουλάχιστον εδαφικά, αν όχι μόνο στο θαλάσσιο και εναέριο χώρο – μικρής χρονικής διάρκειας. Ως αποτέλεσμα έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα το στοιχείο των εφέδρων στρατευσίμων το οποίο, σε χώρες όπως η Ελλάδα που διαθέτουν στρατό με μεικτή σύνθεση (επαγγελματίες και έφεδροι), αποτελεί σημαντική παράμετρο για την αποτελεσματικότητά του.
Είναι αλήθεια ότι η στρατιωτική θητεία στην Ελλάδα υποφέρει εδώ και καιρό από μια «κρίση ταυτότητας», με ευθύνη όλων ανεξαιρέτως. Από τη μια πλευρά, το πολιτικό σύστημα έβλεπε στη στρατιωτική θητεία έναν αποδοτικό μηχανισμό αναπαραγωγής πελατειακών σχέσεων. Εστιάζοντας αποκλειστικά στη χρονική διάρκεια της θητείας και ιδιαίτερα στην αναγκαιότητα επαρκούς επάνδρωσης των μονάδων στα σύνορα από την άλλη, οι στρατιωτικές ηγεσίες έθεταν σε δεύτερη μοίρα την ποιότητα της εκπαίδευσης, αφήνοντας συχνά αναξιοποίητη την υψηλή μόρφωση και τις δεξιότητες πολλών στρατευσίμων, όταν δεν τους απασχολούσαν σε μη συναφή με τις επιχειρησιακή εκπαίδευση καθήκοντα. Ως αποτέλεσμα, ένα μεγάλο μέρος των νέων της πατρίδας μας βιώνει τη στρατιωτική θητεία ως «χαμένο χρόνο», ένα αναγκαίο κακό, χωρίς κανένα ουσιαστικό περιεχόμενο, το οποίο πρέπει να το υποστούν όσο πιο ανώδυνα γίνεται, επιστρέφοντας σύντομα στην κανονική, «φυσιολογική» ζωή ενός πολίτη.
Οι δεξιότητες που διαθέτει ή αποκτά ένα καλά εκπαιδευμένο σώμα εφέδρων είναι σε θέση να ενισχύσουν και να διευρύνουν την αποτελεσματικότητα της στρατιωτικής τεχνολογίας των Ενόπλων Δυνάμεων. Επιπλέον, η θητεία μπορεί να οδηγήσει στην απόκτηση ή/και την εξάσκηση δεξιοτήτων και να «χτίσει» ένα προφίλ που να μπορεί να στηρίξει μια μελλοντική σταδιοδρομία.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας εξετάζει αλλαγές στην στρατιωτική θητεία σε δυο κατευθύνσεις: Α. Την συστηματική αξιοποίηση της τεχνοκρατικής και επιστημονικής εξειδίκευσης των στρατευσίμων για την απόκτηση αποτρεπτικών ικανοτήτων που θα βοηθήσουν τις Ένοπλες Δυνάμεις να κατανοήσουν την αυξανόμενη πολυπλοκότητα των σύγχρονων στρατιωτικών συγκρούσεων σε πεδία και την άσκηση τους σε πεδία όπως η κυβερνοάμυνα και οι πληροφοριακές επιχειρήσεις. Β. Την απόκτηση και ανάπτυξη δεξιοτήτων την οποία οι στρατεύσιμοι θα μπορούν να αξιοποιήσουν στην αγορά εργασίας με την ολοκλήρωση της θητείας.
Ως προς τη δεύτερη κατεύθυνση, τα Κέντρα Δια Βίου Μάθησης των Ενόπλων Δυνάμεων προσφέρουν ήδη σημαντικές ευκαιρίες για την αναβάθμιση δεξιοτήτων, την επανειδίκευση και την κατάρτιση των επαγγελματιών των Ενόπλων Δυνάμεων. Η λειτουργία τους θα πρέπει να επεκταθεί και στους στρατεύσιμους σε μια σειρά από τομείς υποστήριξης, όπως η διοικητική μέριμνα, ο ανεφοδιασμός, τα οικονομικά, η υγειονομική περίθαλψη, η παροχή πρώτων βοηθειών. Ειδικότητες όπως ο χειριστής μηχανημάτων έργου, ο βοηθός αναλυτή εργαστήριου τροφίμων, ο μάγειρας, ο ναυαγοσώστης, ο τεχνίτης τηλεπικοινωνιών ο βοηθός φαρμακοποιού, ο διασώστης, ο αυτοδύτης έχουν σημαντική ζήτηση στην αγορά εργασίας και οι Ένοπλες Δυνάμεις πρέπει να δώσουν την ευκαιρία κυρίως στα νέα παιδιά που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αποκτήσουν τα πρώτα τους εφόδια στην αγορά εργασίας με την απόκτηση γνώσεων και εμπειρίας.
Μέσα από μια διαδικασία που συνδυάζει την προσωπική επιθυμία για γνώση με τις επιχειρησιακές ανάγκες των μονάδων, με το πέρας της θητείας τους, ως πολίτες πλέον, οι στρατεύσιμοι θα διαθέτουν ένα έγκυρο πιστοποιητικό εκπαίδευσης και μια αντίστοιχη βεβαίωση εργασιακής εμπειρίας. Με δεδομένο ότι τα τελευταία συνιστούν βασικά ζητούμενα της οικονομίας, η περίοδος της θητείας μπορεί να γίνει αντιληπτή από τους στρατεύσιμους ως μια «ευκαιρία» για την μετέπειτα επαγγελματική τους πορεία.