Η κυβέρνηση των ΗΠΑ, για να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη παγκόσμια οικονομική επιρροή της Κίνας αλλά και της Ρωσίας, αποφάσισε αντί να δανείζει χρήματα, όπως έκανε τις τελευταίες δεκαετίες, να επενδύει σε δολάρια στο εξωτερικό για να προωθήσει σημαντικά τα αμερικανικά συμφέροντα εθνικής ασφάλειας.
Οι Αμερικανοί θέλουν λιμάνια, δίκτυα κινητής τηλεφωνίας και γενικά επικοινωνίες άλλα και άλλες στρατηγικές υποδομές να παραμείνουν σε “φιλικά χέρια”.
Στο προσκήνιο αυτής της προσπάθειας ευρίσκεται σύμφωνα με το Κογκρέσο από το 2019, ο επενδυτικός κολλοσός International Development Finance Corp. ή η DFC.
«Είναι ένα πολύ σημαντικό επενδυτικό εργαλείο, με το οποίο θα πρέπει να ανταγωνιστούμε ενάντια στην Κίνα”, δήλωσε ο κ. Michael McCaul, Ρεπουμπλικανός επικεφαλής στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής.
Η κυβέρνηση Τραμπ χρησιμοποίησε από την αρχή της διακυβέρνησης της, τον επενδυτικό κολοσσό DFC, για την αγορά του ναυπηγείου στην χώρα μας μετά από συμφωνία με Έλληνες αξιωματούχους, ενώ προσέφερε χαμηλότοκα δάνεια και στην Αιθιοπία για να απομακρυνθεί από το δίκτυο 5G της κινεζικής Huawei Technologies Co.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν δίνοντας συνέχεια σε αυτήν την πολιτική, θέλει να προχωρήσει περισσότερο, για να αντισταθμίσει τη διπλωματία των εμβολίων του Πεκίνου και άλλες προσπάθειες.
Η Ομάδα των Επτά πλούσιων κρατών τον περασμένο μήνα ανακοίνωσε μια νέα πρωτοβουλία, που ονομάζεται Build Back Better World, με την οποία οι χώρες αυτές υποσχέθηκαν ότι θα “εξαπολύσουν” εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια για έργα σε χώρες που το έχουν άμεσα ανάγκη ( μίνι σχέδιο Μάρσαλ).
Το όλο πρότζεκτ σχεδιάστηκε ως μια ρητή εναλλακτική λύση στις κινεζικές προσφορές για δημιουργία υποδομών σε διάφορες χώρες.
Αξιωματούχοι των ΗΠΑ δηλώνουν ότι ο επενδυτικός κολοσσός DFC είναι το πιο ισχυρό εργαλείο τους κατά του Πεκίνου, βάζοντας ανώτατο όριο επενδύσεων, τα 60 δισεκατομμύρια δολάρια σε συνεργασία και με τις άλλες έξι ισχυρές χώρες.
«Θα επενδύσουμε περισσότερα φέτος από οποιαδήποτε περίοδο ποτέ, σύμφωνα με το όραμα του προέδρου μας», δήλωσε ο Διευθύνων Σύμβουλος του ομίλου David Marchick.
Αξιωματούχοι των ΗΠΑ δηλώνουν ο επενδυτικός όμιλος DFC προσφέρει χρηματοδότηση με λιγότερες δεσμεύσεις σε σύγκριση με το Πεκίνο, του οποίου τα δάνεια έχουν υψηλά επιτόκια και “σκληρά ενέχυρα”, όπως λιμάνια και απαιτήσεις για χρήση αποκλειστικά Κινέζων προμηθευτών.
Ο όμιλος DFC στοχεύει στην τόνωση των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα και όχι μόνο στις αμερικανικές εταιρείες, αναφέρουν πηγές.
“Ο στόχος του DFC και των ομολόγων του G-7 είναι «να προσφέρουν ένα καλύτερο προϊόν από τους αδιαφανείς, εξωτικούς και καταναγκαστικούς όρους» των επενδυτικών σχεδίων που υποστηρίζονται από την Κίνα”, δήλωσε ο αναπληρωτής σύμβουλος εθνικής ασφάλειας Daleep Singh, και αξιωματούχος του Λευκού Οίκου που συνεργάζεται στενά με το DFC.
Η νέα επιθετικότητα της Κίνας στην παγκόσμια σκηνή έχει επικεντρωθεί στο παιχνίδι της εξωτερικής βοήθειας της Ουάσιγκτον.
Η ξένη βοήθεια στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι εγγενώς επικίνδυνη επιχειρηματικά , και ο αμερικανικός όμιλος DFC θα μπορούσε ακόμη και να αποσυρθεί από τα ελληνικά ναυπηγεία και την Αιθιοπία λόγω των πολλών εμποδίων που υπάρχουν.
Το Κογκρέσο εξακολουθεί να συζητά ποιες χώρες πληρούν τις προϋποθέσεις για χρηματοδότηση και ετοιμάζει επενδυτική "επίθεση".
Ο αμερικανικός κολοσσός DFC είναι η τελευταία ενσάρκωση του μεταπολεμικού σχεδίου αμερικανικής εξωτερικής βοήθειας, η οποία περιελάμβανε το σχέδιο Marshall, το οποίο βοήθησε στην ανοικοδόμηση της Ευρώπης, και του Οργανισμού Διεθνούς Ανάπτυξης των ΗΠΑ, ο οποίος παρείχε οικονομική βοήθεια σε αναπτυσσόμενες χώρες.
“Η Ουάσιγκτον ξεκίνησε τα τεράστια οικονομικά αυτά προγράμματα για την ενίσχυση των δεσμών με τους συμμάχους της ( συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδος), για να σταματήσει η εξάπλωση του κομμουνισμού και να ανοίξουν οι αγορές στις εταιρείες των ΗΠΑ", αναφέρει ξένος ειδικός.
Μπορούμε λοιπόν να κατανοήσουμε γιατί αποχώρησε ο Κινέζος πρέσβης πριν δύο μήνες, σχετικά με σχέδια που αφορούσαν την Ελλάδα.
Η σύγκρουση Αμερικανών και Κινέζων σε ελληνικό έδαφος έχει ακόμα πολλά επεισόδια, με την Ουάσιγκτον να επιδιώκει να κάνει ότι έκανε και την δεκαετία του 1980 με τους Ιάπωνες, ενώ η μάχη είναι ακόμη στην αρχή.