Σε διεθνές εκπαιδευτικό Κέντρο Ενόπλων Δυνάμεων μετατρέπεται η Σούδα. Μόνο το τελευταίο εξάμηνο στρατιωτικές δυνάμεις από τη Γαλλία, τις ΗΠΑ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Σαουδική Αραβία, την Κύπρο έχουν έρθει είτε στην Αεροπορική είτε στη Ναυτική Βάση της Σούδας, έχουν συνεκπαιδευτεί με ελληνικές και έχουν πραγματοποιήσει πλήθος ασκήσεων.
Η προτίμηση που δείχνουν οι παραπάνω χώρες στη Σούδα δείχνει από τη μια πως ο σχεδιασμός του ΓΕΕΘΑ να ενισχυθεί κι άλλο ο στρατηγικός και επιχειρησιακός ρόλος της Κρήτης και να μετατραπεί σε «φρούριο», όπως έχει επισημάνει ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ, στρατηγός Κωνσταντίνος Φλώρος, αποδίδει καρπούς. Και από την άλλη φανερώνει το ισχυρό αποτύπωμα της Σούδας και της Κρήτης γενικότερα για την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή.
Οι συμμαχικές εκπαιδεύσεις
Η πιο πρόσφατη άφιξη στη Σούδα είναι αυτή από τη Σαουδική Αραβία. Το περασμένο Σάββατο ολοκληρώθηκε η άφιξη στην 115 Πτέρυγα Μάχης (ΠΜ) της Σούδας προσωπικού και μέσων της Βασιλικής Αεροπορίας της Σαουδικής Αραβίας (Royal Saudi Air Force – RSAF), στα οποία συμπεριλαμβάνονται έξι αεροσκάφη F-15C, προκειμένου να συνεκπαιδευθούν με τις ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις. Κατά τη διάρκεια της συνεκπαίδευσης έχει σχεδιαστεί να εκτελεστούν αποστολές σύνθετων αεροπορικών επιχειρήσεων τύπου Air Superiority / Supremacy, καθώς και προστασία – προσβολή στόχων σε ξηρά και θάλασσα.
Αλλά και στα τέλη Αυγούστου τέσσερα μαχητικά F-16 από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα είχαν προσγειωθεί στην 115 ΠΜ της Σούδας. Και μάλιστα δεν έμειναν για μερικές ημέρες αλλά συνεκπαιδεύτηκαν με αεροσκάφη της Πολεμικής Αεροπορίας και τις ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις για περίπου έναν μήνα. Επρόκειτο για τις πρώτες κινήσεις του ΓΕΕΘΑ και του υπουργείου Αμυνας για την οικοδόμηση συμμαχιών με χώρες του ευρύτερου αραβικού – μουσουλμανικού τόξου και της Μέσης Ανατολής που συνεχίζονται τώρα και με τη Σαουδική Αραβία.
Θα πρέπει δε να σημειωθεί πως τις εγκαταστάσεις της 115 Πτέρυγας Μάχης στη Σούδα χρησιμοποίησαν για προσγείωση και για επανεξυπηρέτηση και δύο γαλλικά Rafale, τα οποία είχαν έρθει μεσούσης της ελληνοτουρκικής κρίσης με το «Oruc Reis» τον Αύγουστο και είχαν συμμετάσχει σε άσκηση Eλλάδας – Γαλλίας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Επιπλέον, από τη Δευτέρα 11 έως την Παρασκευή 29 Ιανουαρίου πραγματοποιήθηκε συνεκπαίδευση στη Σούδα της Κρήτης και στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή της σε αντικείμενα Ναυτικών Ειδικών Επιχειρήσεων (MAROPS / NAVSOF Training) μεταξύ Δυνάμεων Ειδικών Επιχειρήσεων (ΔΕΕ) της Ελλάδας (Διοίκηση Υποβρύχιων Καταστροφών – ΔΥΚ), της Κύπρου (Μονάδα Υποβρύχιων Καταστροφών – ΜΥΚ) και των ΗΠΑ (Special Warfare Combatant-Craft Crewmen – SWCC).
Η μεγάλη σημασία της Σούδας
Γιατί όμως όλα αυτά πραγματοποιούνται στη Σούδα; θα αναρωτηθεί κανείς. Πρώτα απ’ όλα η Σούδα, και γενικότερα η Κρήτη, βρίσκεται σε ένα στρατηγικό σημείο. Είναι στο «σταυροδρόμι» Δύσης και Ανατολής και πολύ κοντά στο θέατρο εξελίξεων και επιχειρήσεων στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική. Και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο ενδιαφέρει πολλές από τις χώρες της περιοχής, γράφει ο Μάνος Χαραλαμπάκης στο in.gr.
Επίσης, το ανάγλυφο αλλά και οι καιρικές συνθήκες παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη της Σούδας ως Εκπαιδευτικού Κέντρου Ενόπλων Δυνάμεων. Εκεί μπορούν τα μαχητικά να εκπαιδευτούν σε ασκήσεις και προσβολές στόχων τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα. Οι καιρικές συνθήκες είναι σχεδόν πάντα ευνοϊκές, αφού στην Κρήτη ο χειμώνας είναι αρκετά ήπιος. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι τη Σούδα έχουν επιλέξει οι Αμερικανοί για μία από τις σημαντικότερες στρατιωτικές βάσεις τους στον κόσμο.
Πάντως, το ΓΕΕΘΑ επιδιώκει την περαιτέρω αξιοποίηση της Σούδας και γι’ αυτόν τον λόγο σχεδιάζει και τη δημιουργία εκεί ενός ναυστάθμου, πλήρως οργανωμένου και λειτουργικού, εφάμιλλου της Σαλαμίνας. Η δημιουργία ενός μεγάλου ναυστάθμου που θα μπορεί να φιλοξενήσει ταυτόχρονα πάρα πολλά πλοία του ΠΝΕ εντάχθηκε στο 15ετές πρόγραμμα σταδιακής αναβάθμισης των Ενόπλων Δυνάμεων.
Να σας υπενθυμίσουμε, πως το πρώτο αεροσκάφος που αναμένεται να αφιχθεί στην Ελλάδα περί τα μέσα του έτους. Θα χρησιμοποιηθεί για πτήσεις από τους πρώτους Έλληνες ιπταμένους, και πρόκεται για το διθέσιο “Β305”. Το αεροσκάφος επιλέχθηκε εδώ και καιρό με κριτήριο ότι θα έπρεπε να έχει περιθώριο τουλάχιστον δύο ετών πριν την επόμενη υποβολή του σε ευρεία συντήρηση, διάστημα το οποίο αντιστοιχεί σε 360 ώρες πτήσεως, καθώς ένας τυπικός ρυθμός επιχειρησιακής εκμεταλλεύσεως μαχητικού αεροσκάφους αποφέρει συμπλήρωση 180 ωρών πτήσεως ετησίως.