Χωρίς αμφιβολία ήταν μία πολύ ευχάριστη έκπληξη η προχθεσινή γραπτή ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τη νέα προκλητική ενέργεια της Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ. Αν και στην πραγματικότητα, στα θέματα της Κύπρου και της ΑΟΖ της, από τον περασμένο Αύγουστο, η αμερικανική θέση βελτιώνεται συνέχεια.
Θυμίζω ότι στις 19 Αυγούστου 2019, μετά από ερωτήσεις, εκπρόσωπος του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, πάλι με γραπτή δήλωση, είχε καταδικάσει τις παράνομες δραστηριότητες του «Γιαβούζ» στην κυπριακή ΑΟΖ. Είχε τονίσει τα εξής:
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ανησυχούν για τις δραστηριότητες του γεωτρύπανου Yavuz, το οποίο δραστηριοποιείται στα χωρικά ύδατα της Κυπριακής Δημοκρατίας (ROC).
Αυτό το προκλητικό βήμα δημιουργεί εντάσεις στην περιοχή. Μόνο η Κυπριακή Δημοκρατία, ενεργώντας μέσω της κυβέρνησής της, μπορεί να συναινέσει σε δραστηριότητες όπως η γεώτρηση εντός των χωρικών της υδάτων.
Καλούμε τις τουρκικές αρχές να σταματήσουν άμεσα τις παράνομες δραστηριότητες και να απομακρύνουν το Yavuz από τα χωρικά ύδατα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ήταν και αυτή μία εξαιρετική δήλωση, την οποία σημειώνω ότι αγνόησε επιδεικτικά η Τουρκία. Διότι στο μεταξύ, άνοιξε και νέα μέτωπα εναντίον της Ελλάδας και στο Αιγαίο, και στη Λιβύη με την παράνομη συμφωνία της με το καθεστώς της Τρίπολης, που απειλεί την εθνική κυριαρχία.
Αυτή η σταδιακή βελτίωση της θέσης του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δείχνει και τον εκνευρισμό της αμερικανικής γραφειοκρατίας, η οποία φαίνεται να χάνει την υπομονή της με την Τουρκία. Σε αντίθεση με τον ένοικο του Λευκού Οίκου, τον κ. Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος ακόμα και σήμερα προστατεύει τον Ταγίπ Ερντογάν και την κατοχική δύναμη.
Δύο σημεία θα τονίσω αν και όλη η ανακοίνωση είναι πολύ καλή και εξυπηρετεί αφάνταστα την εθνική υπόθεση της Κύπρου και την προσπάθειά της να αναπτύξει τους φυσικούς της πόρους σε συνεργασία με ενεργειακούς κολοσσούς, όπως είναι η αμερικανική ExxonMobil, η ιταλική ΕΝΙ και η γαλλική TOTAL. Βεβαίως όλοι έχουμε τις αμφιβολίες μας για την ENI και την Ιταλία, αλλά ας δεχθούμε προς το παρόν τις διαψεύσεις της Ρώμης.
Θα ήθελα να τονίσω δύο σημεία της προχθεσινής δήλωσης, αν και όλη διακατέχεται με πολύ θετικό πνεύμα για την Κύπρο:
Το πρώτο είναι ότι «μόνο η Κυπριακή Δημοκρατία έχει δικαιώματα στην ΑΟΖ της και στο έδαφος της. Αυτό το σημείο έχει και «ουρά». Διότι τονίζεται το γεγονός ότι και τα νησιά έχουν ΑΟΖ, όπως πολύ ορθά δήλωσε και ο πρέσβης στην Αθήνα, Τζέφρι Πάιατ, αλλά και σχετική ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Το δεύτερο σημείο είναι η ισχυρή αποδοκιμασία της αποστολής του Γιαβούζ στη θαλάσσια περιοχή της Λεμεσού και στο τεμάχιο 8 της της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της Κύπρου.
Διπλωμάτες στην Ουάσιγκτον θεωρούν σημαντική και την επισήμανση του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών για την ανάγκη επίλυσης των θαλάσσιων διαφορών με ειρηνικά μέσα και σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, το οποίο καταπατεί η κυβέρνηση του Ταγίπ Ερντογάν.
Ο Τούρκος πρόεδρος, που έχει καταπατήσει όλες τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, δεν αποδέχεται επίλυση των διαφορών στη βάση του Διεθνούς Δικαίου διότι γνωρίζει ότι η κατοχική δύναμη δεν έχει δικαιώματα στην Κύπρο.
Όλα τα παραπάνω, όπως σημείωνα και χθες, είναι εξαιρετικά νέα, αλλά στο τέλος της ημέρας είναι το αποτέλεσμα που μετρά. Και η Τουρκία δεν υποχωρεί, όπως βλέπουμε, και συνεχίζει τις προκλήσεις στην ανατολική Μεσόγειο και ειδικά στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Δεν ακούει κανένα. Και γιατί να ακούσει όταν δεν υπάρχουν συνέπειες για τις παράνομες πράξεις της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι απούσα και η Καγκελάριος της Γερμανίας κυριαρχείται από άκρατο φιλοτουρκισμό.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο πρόεδρος της Κύπρου Νίκος Αναστασιάδης πρέπει να το δουν το θέμα. Στο ίδιο κόμμα με αυτό της κ. Μέρκελ ανήκουν στην Ευρώπη η Νέα Δημοκρατία και ο Δημοκρατικός Συναγερμός (ΔΗΣΥ). Ας θέσουν το ζήτημα στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα. Αυτή είναι η αλληλεγγύη της Ευρωπαϊκής Δεξιάς στην Ελλάδα και την Κύπρο;
Αλλά και η Αμερική πρέπει να αλλάξει τακτική. Πρέπει να πάρει τη μεγάλη απόφαση και να κάνει κάτι παραπάνω από δηλώσεις, οι οποίες σίγουρα είναι ευπρόσδεκτες. Απαιτείται άλλου είδους παρέμβαση, αλλά με τον κ. Τραμπ στο Λευκό Οίκο δεν γνωρίζω αν αυτό είναι εφικτό.
Απαιτείται δουλειά. Και από τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Κύπρου. Και από την Ελληνοαμερικανική Κοινότητα...