Ο ιστορικός και συγγραφέας Σαράντος Καργάκος μιλά για την απαξίωση της ελληνικής γλώσσας, τη σχέση μας με τον αρχαίο πολιτισμό και τις προσκλήσεις για να πολιτευτεί
Σε συνέντευξή του στην «κυριακάτικη δημοκρατία» ο κ. Καργάκος κάνει μια σύντομη ιστορική αναδρομή στην ερασιτεχνική δημοσιογραφική καριέρα του, συσχετίζει το 1821 με το σήμερα, αναφέρεται στην απαξίωση της ελληνικής γλώσσας, στη σχέση των σύγχρονων Ελλήνων με τον αρχαίο πολιτισμό και στο «πείραμα» της Νέας Τάξης Πραγμάτων με θύμα τη χώρα μας. Παράλληλα, θυμάται τις προσκλήσεις που είχε από τρεις πολιτικούς αρχηγούς για συμμετοχή του στα ψηφοδέλτια των κομμάτων τους, μιλά για το… κατάντημα της Παιδείας σήμερα και εκτιμά ότι «δεν είχαμε (οικονομική και ηθική) κρίση, αλλά είχαμε κι έχουμε… ακρισία».
Κύριε Καργάκο, πότε έγινε η πρώτη παρουσία σας σε εφημερίδα;
Θα σας φανεί παράξενο. Ημουν πρωτοετής της Φιλοσοφικής Σχολής κατά το έτος 1957-1958. Εναν χρόνο πριν, ένας κρανιόκενος υπουργός της πνευματικής κακοδαιμονίας μας έβγαλε «φιρμάνι»: Ολοι οι μαθητές της τελευταίας τάξης του τότε 6ετούς Γυμνασίου να γράψουν υποχρεωτική έκθεση με θέμα τα εμφύλια πάθη. Αντέδρασε τότε ο γιος του Κ. Καραγιώργη (Γυφτοδήμου) και πήρε διά παντός αποβολή. Εγινε τότε σάλος πολύς. Η μητέρα του, άλλωστε, ήταν βουλευτής της ΕΔΑ. Τον προηγούμενο χρόνο είχα αρνηθεί να γράψω κι εγώ, αλλά έπεσα στα μαλακά χάρη στη στοργή που είχε έναντί μου ο αείμνηστος καθηγητής μου Φαραντάτος. Κατόπιν αυτού έστειλα επωνύμως μια επιστολή στην εφημερίδα «Αυγή», που δημοσιεύθηκε πολύ φρονίμως ανώνυμα στο κέντρο της πρώτης σελίδας. Στην επιστολή αυτή έθιγα τότε κάτι που θίγω πάντα: λήθη στο κακό μας παρελθόν. Η επιστολή αυτή τελείωνε με τους περίφημους ομηρικούς στίχους: «Αφρήτωρ, αθέμιστος, ανέστιος έστιν εκείνος ος πολέμου έρατ(αι) επιδημίου οκρυόεντος». Δηλαδή «χωρίς φυλή, χωρίς νομοστασία, χωρίς κατοικία είναι εκείνος που ποθεί τον φριχτό εμφύλιο πόλεμο». Εκτοτε οι στίχοι αυτοί είχαν και έχουν διάδοση πολλή. Ειδικά σήμερα.
Πότε μπήκατε στη δημοσιογραφία;
Αφού εργαζόμουν και παράλληλα σπούδαζα, κατά το τρίτο έτος, αφού είχαν ισορροπήσει τα οικονομικά του σπιτιού μου, μπήκα σαν ερασιτέχνης στην «Ελευθερία» του Κόκκα – μεγάλο σχολείο τότε της δημοσιογραφίας. Εκεί είχα την ευτυχία να γνωρίσω μεγάλα πνευματικά κεφάλαια, όπως τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο (αργότερα εργάστηκα για λίγο στο σχολείο του), τον Θεοφύλακτο Παπακωνσταντίνου και τον μακαριστό Φώτιο Κόντογλου.
Γιατί εγκαταλείψατε τότε τη δημοσιογραφία;
Δεν την εγκατέλειψα, με διώξανε! Ο αρχισυντάκτης, εκτιμώντας την αρχαιομάθειά μου (έγραψα και γράφω αρχαία ελληνικά), ήθελε να με κάνει μόνιμο συντάκτη. Αλλά παρενέβη τότε ο αείμνηστος Θανασάκης Κανελλόπουλος και απαίτησε να μείνω εραστής και όχι σύζυγος της δημοσιογραφίας. Κι έτσι έπραττα και πράττω από το 1961-1962 μέχρι σήμερα, χωρίς να ζητήσω ποτέ να γίνω μέλος της ΕΣΗΕΑ. Ο Κανελλόπουλος είναι αυτός που μου υπέδειξε να αφοσιωθώ στα κλασικά γράμματα και περισσότερο στην Ιστορία. Κρατήσαμε μια μακρά φιλία με πολλά εύθυμα περιστατικά, που κάποτε θα μνημονεύσω σε μελλοντικά άρθρα μου.
Δεν βρίσκουμε σε παλαιά έντυπα κείμενα με το όνομά σας;
Επειδή μπορούσα να μιμηθώ το ύφος του Εμμ. Ροΐδη, έγραφα τα σατιρικά πολιτικά κείμενα με τα ονόματα Χριστόδουλος Αγκάν – Ζωογδάρτης εκ Σύρου και Ιγνάτιος Βατοπεδινός! Τα ιστορικά μου φέρουν το ψευδώνυμο «Γιάννης Κουμαριώτης». Μπορείτε να τα βρείτε στην «Επιθεώρηση Τέχνης» και στην προδικτατορική «Πανσπουδαστική». Εκεί είχα καταγράψει όλα τα φοιτητικά κινήματα από το 1821 έως το 1903. Δυστυχώς, δεν τα έβγαλα σε βιβλίο και πολλοί μου τα έχουν λεηλατήσει.
Κάπου όμως… απιστήσατε από την ερωμένη σας. Γιατί;
Πρώτον, ο Στρατός, δεύτερον, η βιοπάλη. Ευτυχώς είχα ταχεία επιτυχία ως καθηγητής σε σχολεία και φροντιστήρια και έτσι επί πολλά χρόνια αρνήθηκα την ερωμένη μου. Με απορρόφησαν η διδασκαλία και η συγγραφή διδακτικών βιβλίων. Οταν έπειτα από μία 25ετία αποφορτίστηκα από τον φροντιστηριακό μόχθο, επανήλθα λάβρος στη δημοσιογραφία. Συνεργάστηκα με τον «Οικονομικό» επί ημερών Γιάννη Μαρίνου, με τα «Πολιτικά Θέματα» του Κώστα Κύρκου, με την «Απογευματινή» επί των ημερών Τίτου Αθανασιάδη, με την «Καθημερινή» επί Ελένης Βλάχου, αλλά σταθμό για την πνευματική πορεία μου απετέλεσε η 20ετής συνεργασία με το περιοδικό «Ευθύνη» του Κώστα Τσιρόπουλου και την ιστορική εφημερίδα «Εστία», με την οποία η συνεργασία συνεχίζεται μέχρι σήμερα και θα συνεχιστεί μέχρι τελευταίας μου πνοής. Ευελπιστώ ότι και η καινούργια συνεργασία μου με την «κυριακάτικη δημοκρατία» θα έχει την ίδια επιτυχία. Πάντα ονειρεύομαι μια… κυριακάτικη δημοκρατία!
Εχετε μελετήσει επί μακρόν την ιστορική πορεία του ελληνικού έθνους και, φυσικά, τον αγώνα απελευθέρωσης των Ελλήνων από τον τουρκικό ζυγό το 1821. Ηταν το αποτέλεσμα της λαχτάρας ενός ολόκληρου λαού για ελευθερία και αξιοπρέπεια. Μήπως οι δύο αυτές αξίες εκλείπουν και από τη σημερινή Ελλάδα; Μπορούν να συσχετιστούν οι δύο περίοδοι;
Ενδεκα επαναστατικά κινήματα είχαν προηγηθεί του ’21. Τι σημαίνει αυτό; Οταν ακούμε και σήμερα το «Ακόμη τούτ’ η άνοιξη, τούτο το καλοκαίρι», η ψυχή μας αναφτερά, όπως η ψυχή των τότε σκλαβωμένων Ελλήνων. Γιατί άραγε; Διότι υπό το βαρύ πάπλωμα ενός δανειακού νεοπλουτισμού ξεχάσαμε τις αξίες του ’21. Οι αγωνιστές έχυσαν αίμα για να ξαναγίνουμε Ελληνες. Κι εμείς αγωνιστήκαμε να… ξαναγίνουμε Ελληνες και γίναμε ευρωκατσίβελοι! «Των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι», όπως είχε πει προφητικά ο Παλαμάς εικονογραφώντας τη δική μας κατάσταση.
Η χώρα και οι πολίτες της βιώνουν εδώ και αρκετά χρόνια τις συνέπειες μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης, η οποία ήρθε να προστεθεί στην ήδη υπάρχουσα κρίση των ηθικών αξιών. Πόσο αισιόδοξος είστε για τη συνέχεια και δη το μέλλον των νέων γενεών;
Δεν έχουμε κρίση! Διότι, αν είχαμε κρίση, δηλαδή «νιονιό», δεν θα υφιστάμεθα τη σήμερα λεγόμενη κρίση που είναι μια οικονομική κατάρρευση, επακόλουθο μιας πνευματικής και ηθικής κατάπτωσης. Συνεπώς δεν είχαμε κρίση, είχαμε και έχουμε… ακρισία! Με ολίγη κρίση θα είχαμε βγει από την οικονομική εμπλοκή σε μια τριετία. Ως δάσκαλος και ως συγγραφέας πάντα ζω κοντά στη νέα γενιά. Τα σημερινά παιδιά εξαιτίας των «φετφάδων» του υπουργείου πνευματικής κακοδαιμονίας είναι μοιρασμένα. Σε αυτό συμβάλλουν και τα λεγόμενα «μίντια». Αν πέσει πάνω τους αγίασμα του ’21, θα δουν φως, φως αληθινό. Ο Γέρος του Μοριά είχε πει: «Η ώρα η πιο σκοτεινή της νυκτός είναι λίγο πριν ξημερώσει». Και τούτο το συννέφιασμα αυγή θα ξημερώσει!
Σε συνάντησή σας με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή πριν από χρόνια είχατε εκτιμήσει ότι θα έρθει ο καιρός που ακόμα και τα δικά του λόγια θα είναι ακατάληπτα από τις νέες γενιές. Νομίζετε ότι έφτασε αυτή η στιγμή; Πώς θα μπορέσουμε να αποφύγουμε την πλήρη απαξίωση της ελληνικής γλώσσας;
Τον στενοχώρησα τον τότε Πρόεδρο – που με εκτιμούσε και συχνά μου τηλεφωνούσε, ειδικά για το Μακεδονικό. Είχαν και αυτός και ο Ράλλης συναισθανθεί την κατιούσα πορεία της τρέχουσας ελληνικής. Το τι πρέπει να γίνει το έχω γράψει άπειρες φορές: διδασκαλία της ελληνικής στη διαχρονική εξέλιξή της από το δημοτικό. Δεν υπάρχουν στεγανά ανάμεσα στην αρχαία και τη νεότερη ελληνική γλώσσα. Οποιος δεν το πιστεύει ας διαβάσει -όχι τα δικά μου βιβλία- το πρόσφατο βιβλίο της ελληνίστριας Andrea Marcolongo με τίτλο «Ελληνική: Η υπέροχη γλώσσα»! Πώς μπορούμε να αποφύγουμε την απαξίωση των ελληνικών; Είναι απλό: απαξιώνοντας εκείνους που τα… απαξιώνουν! Πρώτη μέριμνα, η γλώσσα μας. Από αυτήν είμαστε κρεμασμένοι επί μία τετράκις χιλιοστή ζωή, όπως θα αποδειχθεί με την ανάγνωση της Γραμμικής Α.
Εξ όσων γνωρίζω, είστε από εκείνους που εισηγήθηκαν το 15% του Προϋπολογισμού για την Παιδεία, καθώς και το προσχέδιο για το πανεπιστημιακό άσυλο. Πώς κρίνετε την Παιδεία στην Ελλάδα του 2018;
Μου ξύνετε παλαιές πληγές. Ωστόσο δεν μετανοώ. Για το 15% υπό σωστή αξιοποίηση εμμένω. Οσο για το άσυλο, τότε ήταν αναγκαίο. Σήμερα το λεγόμενο άσυλο έγινε φέουδα κάποιων «ξεΐγκλοτων» που έχουν υπό κράτηση και φοιτητές και καθηγητές. Σε μένα έχει απαγορευτεί η είσοδος -εν ονόματι του ασύλου ιδεών!- πέντε φορές. Η Παιδεία του 2018 είναι η χειρότερη των τελευταίων ετών. Ωστόσο προσδοκώ μια ανάταση και ανάσταση. Αναλογικά με τον πληθυσμό μας -κυρίως στην Ιατρική- έχουμε το μεγαλύτερο ανά τη Γη πληθυσμιακό δυναμικό. Με την αξιοποίηση του δυναμικού αυτού μπορούμε να κάνουμε την Ελλάδα «υψηλίου παίδευσιν». Είναι εντροπή η χώρα μας να μην είναι παγκόσμιο κέντρο αρχαιοελληνικών και μεσαιωνικών σπουδών.
Ποια η σχέση των σύγχρονων Ελλήνων με τον αρχαίο πολιτισμό που μας κληροδότησαν οι πρόγονοί μας;
Τη σχέση αυτή μπορεί και ο πλέον αδαής να κατανοήσει, αν μόνο σκεφθεί πόθεν (από πού) οι λέξεις «τραγούδι» και «τραγουδώ», η λέξη «χορός» αλλά και «χορηγός», οι λέξεις «μουσική», «ωδείο» και «ωδική», «θέατρο», «ποίηση» και «φιλοσοφία». Τι θέλω να πω με αυτά; Οτι εμείς οι Ελληνες βυζαίνουμε τον πολιτισμό από μωρά σαν το μητρικό γάλα. Οι προαναφερθείσες λέξεις, που συνιστούν τον παγκόσμιο πολιτισμό, σε εμάς είναι «φυτευμένες» στη γλώσσα και την ψυχή από τη νηπιακή ηλικία. Μεγαλώνοντας δυστυχώς γινόμαστε… νήπιοι! Οχι όλοι, ευτυχώς. Πάντα μένει και μαγιά.
Η χώρα μας επελέγη πρώτη από τη Νέα Τάξη ως το πειραματόζωο της αποεθνικοποίησης
«Η λέξη “Ελληνας” πάει να εκμηδενιστεί» έχετε πει σε ομιλία σας. Ποιοι το θέλουν αυτό και γιατί;
Βλέπετε πουθενά ελληνική επιγραφή; Και όσες υπάρχουν αποτελούν φολκλορικό αξιοπερίεργο. Εχετε δει ασφαλώς τα τοιχογραφήματα «Ελληνας με το συμπάθειο…» και «Ελληνας δεν γεννιέσαι ούτε γίνεσαι… καταντάς»! Τα παιδιά μας ξενομιλούν, ξενοτραγουδούν, ξενοχορεύουν. Πώς και γιατί; Το έχω γράψει στο βιβλίο μου «Αλαλία, ήτοι το σύγχρονο γλωσσικό μας πανόραμα» (Gutenberg, 1987): «Η Ελλάς, λόγω μακράς πνευματικής παραδόσεως και υψηλού πατριωτικού φρονήματος, επελέγη από τη Νέα Τάξη Πραγμάτων ως πρώτο πειραματόζωο για να εφαρμοστεί το πιο εγκληματικό πείραμα: η αποεθνικοποίηση των εθνών και η αποθρησκειοποίηση των λαών». Το αποδέχτηκαν οι πνευματικοί και πολιτικοί φωστήρες του τόπου μας για να μη φαίνεται ο δικός τους νανισμός μπροστά στον γιγαντισμό των προγόνων μας. Ετσι, άφησαν τη νεολαία χωρίς πρότυπα ελληνικά. Τα μικρά παιδιά ξέρουν τον Σπάιντερμαν και όχι τον Ηρακλή, με τον οποίο δένεται όλη η αρχαία παράδοσή μας.
Στο μνήμα μου θέλω να γραφτεί «Διάβασε, έγραψε και δίδαξε»
Παρά τις δελεαστικές προτάσεις που σας έγιναν κατά καιρούς από πολιτικούς αρχηγούς να πολιτευτείτε, αρνηθήκατε. Ποιος ο λόγος; Αισθάνεστε δικαιωμένος με την επιλογή σας αυτή;
Από την προδικτατορική εποχή δήλωσα σε τρεις πολιτικούς (Μαρκεζίνης, Ανδρέας Παπανδρέου και Ηλίας Ηλιού) ότι θα προτιμήσω και θα βαδίσω την οδό της Μεγάλης Πολιτικής που για μένα είναι η διδασκαλία. Αυτό δεν με απομάκρυνε από την πολιτική, διότι δρω σαν τον Σωκράτη, ως πολίτης. Ωστόσο, ποτέ στη διδασκαλία μου -έστω κι αν στιγμάτισα κάποιες πολιτικές πράξεις- δεν εισέδωσε κομματικός λόγος. Είχα μπροστά μου Ελληνόπουλα και όχι κλακαδόρους και μελλοντικούς… κλικαδόρους. Δεν μετανόησα για την επιλογή μου. Δίδαξα, διδάσκω και ακόμα δεν έχω χορτάσει διδασκαλία. Εγραψα πάνω από 105 τόμους βιβλίων και 5.000 άρθρα και μελέτες. Δίδαξα σε 40.000 μαθητές και 3.000 ανώτερους αξιωματικούς. Τι επιθυμώ; Οταν θα έρθει η στιγμή να φύγω από τη γη, πάνω στο μνήμα μου να γραφτεί: «Διάβασε, έγραψε, δίδαξε…»