Τα «13 Περιστέρια» ήταν ο μυστικός κωδικός για τη μεγαλύτερη επιχείρηση απελευθέρωσης Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων της Κυπριακής τραγωδίας οι οποίοι ακόμα και σήμερα κρατούνται σε στρατιωτικές φυλακές της Τουρκίας.
Πρόκειται για τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες μιας επίπονης δημοσιογραφικής έρευνας του Πέτρου Κασιμάτη στην Τουρκία, της Κύπρο, τη Μέση Ανατολή, τα στρατηγεία των Κούρδων ανταρτών, τα αρχεία των μυστικών υπηρεσιών…
Στο βιβλίο περιέχονται και όλα εκείνα τα αποδεικτικά στοιχεία για το σχεδιασμό της απελευθέρωσης τριών από τους Ελλαδίτες κι Ελληνοκύπριους...!! Από τις φυλακές θα τους μετέφεραν σε νοσοκομείο κι από κει με πλαστά χαρτιά στα μικρασιατικά παράλια όπου θα τους παραλάμβαναν Έλληνες κομάντος.
Να σημειωθεί ότι στο βιβλίο γίνεται ειδική αναφορά και στην περίφημη «επιχείρηση – αρχαιολόγοι»…
Επιχείρηση «Αρχαιολόγοι»
Τέσσερις πράκτορες της ΕΥΠ αναλαμβάνουν δράση διασταυρώνοντας πληροφορίες υψηλής αξιοπιστίας για αιχμαλώτους αγνοουμένους στην Τουρκία. Με επιστημονική ευλάβεια 4 πράκτορες της ΕΥΠ εμφανίζονται ως αρχαιολόγοι. Οι Τούρκοι τους παρακολουθούν και κάθε φορά όταν ο ένας καταφέρνει να διαφεύγει της προσοχής των Τούρκων και να ψάχνει για αιχμαλώτους, ένας άλλος έπαιρνε τη θέση του. Οπότε ο αριθμός εκείνων που παρακολουθούνταν παρέμενε ο ίδιος.
Συγκλονιστική στα όσα είπε για πρώτη φορά ήταν και η τ. υφυπουργός εξωτερικών Βιργ. Τσουδερού που έκανε μια συναρπαστική περιγραφή κι αποκάλυψε για πρώτη φορά ότι «για μια χαρακτηριστική περίπτωση (ενός επιζώντα) είχε αναλάβει κι η ίδια την οργάνωση για τη διάσωσή του (μεταφορά απ’ τις φυλακές σε νοσοκομείο κλπ)». Ο κ. Ι. Χαραλαμπόπουλος μίλησε για ένα σπάνιο βιβλίο – ντοκουμέντο όπου οι ενδείξεις γίνονται αποδείξεις!!!
Με έναν κύκλο γύρω από το κεφάλι, σαν φωτοστέφανο
«Τον έβλεπα στη φωτογραφία να σηκώνει τα χέρια μπροστά στην κάννη του Τούρκου κομάντο. Και ύστερα από τόσα χρόνια τον είχα μπροστά μου: μέσα σε έγγραφα, αναφορές, ειδικές πληροφορίες.
Τότε, στην ασπρόμαυρη φωτογραφία του ’74, είχε ένα κύκλο γύρω από το κεφάλι- εντοπισμένος αιχμάλωτος με ονοματεπώνυμο, στοιχεία και λεπτομέρειες. Το κεφάλι του είχε αυτόν τον κύκλο – ένα φωτοστέφανο – μάρτυρα για όσα πέρασε-, για όσα ακολούθησαν τα χρόνια της θύελλας.
Τα επόμενα χρόνια βρέθηκε νεταρισμένος από την κάμερα των Βρετανών συναδέλφων του Τσάνελ-4, ταλαιπωρημένος σε στρατιωτικές φυλακές υψίστης σημασίας. Γυμνός, αλλά Θεέ μου, ζωντανός στην κόλαση των Αδάνων. Τα χρόνια κύλησαν σαν αστραπή και παρά τις πληροφορίες, τις φήμες, τα έγγραφα, τις αποστολές για την επιστροφή του και πολλαπλά γραμμάτια πίκρας, εκείνος ζούσε τη δική του αργοναυτική εκστρατεία.
Είναι ένας αγνοούμενος του Αττίλα – από τους λίγους εναπομείναντες- που δεν σήκωσε άσπρη σημαία στη ζωή. Παρά το αρχικό, εύλογο ρίγος – δεν είναι λίγο να κατεβαίνεις νοερά έστω, τα σκαλιά της Κόλασης-, ξέρω πως για πάντα αυτός ο άγνωστος ανώνυμος ήρωας έχει πλεγμένο στο κεφάλι ένα στεφάνι αθωότητας. Είναι ένα ολοκάθαρο κοίτασμα από άγνωστο ορυκτό. Μη λησμονείτε ότι αυτός ο άνθρωπος έχει ήδη σηκώσει το αγγελτήριο θανάτου του από το 1974, αλλά έχει ακόμα γραμμάτια ζωής… Πίνει αργά την πιο βασανιστική βροχή.
Ένα κώνειο για έναν θάνατο που έρχεται κάθε μέρα, αλλά μόλις τον αντικρύζει, αλλάζει δρόμο! Βλέπετε, η ζωή εξυφαίνει σχέδια που η φαντασία δεν δύναται να συλλάβει…. Μέχρι στιγμής γι αυτόν και για ελάχιστους άλλους επιβεβαιώθηκαν, οι πληροφορίες έγιναν στοιχεία-σοκ και οι αδιάσειστες μαρτυρίες γεγονότα, που τα αποκάλυψα και σήμερα δεν επιδέχονται αμφισβήτηση.
Τα 13 περιστέρια – Μία αληθινή ιστορία των Ελληνικών μυστικών υπηρεσιών μέσα στην Τουρκία
Έτσι το αποκάλεσαν οι διατελέσαντες υπουργοί εξωτερικών (όλων των κομμάτων) όταν το είχαν παρουσιάσει στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ πριν περίπου είκοσι χρόνια. Χωρίς όμως να διαψεύσουν τίποτα από τα αναγραφόμενα αντιθέτως τα επιβεβαίωσαν.
Θέμα του, όλες οι αποκαλύψεις του δημοσιογράφου Πέτρου Κασιμάτη, για την υπ’ αριθμό ένα Εθνική υπόθεση, τους επιζώντες αγνοούμενους (αιχμαλώτους) του Αττίλα.
Για μια πολύκροτη υπόθεση που κρατήθηκε επί χρόνια επτασφράγιστο μυστικό!!! Τα «13 Περιστέρια» ήταν ο μυστικός κωδικός για τη μεγαλύτερη επιχείρηση απελευθέρωσης Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων της Κυπριακής τραγωδίας οι οποίοι κρατούντο σε στρατιωτικές φυλακές της Τουρκίας.
Στο βιβλίο περιέχονται και όλα εκείνα τα αποδεικτικά στοιχεία για το σχεδιασμό της απελευθέρωσης τριών από τους Ελλαδίτες κι Ελληνοκύπριους….!!
Από τις φυλακές θα τους μετέφεραν σε νοσοκομείο κι από κει με πλαστά χαρτιά στα μικρασιατικά παράλια όπου θα τους παραλάμβαναν Έλληνες κομάντος. Στο βιβλίο τονίζονται όλες οι επιχειρήσεις σωτηρίας, αποκαλύπτονται συγκλονιστικά έγγραφα και εξηγείται πως και γιατί μπλοκαρίστηκαν οι αποστολές σωτηρίας. Για να μην διαταραχθούν οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις!!!
«Πρόκειται για ένα επικίνδυνο βιβλίο!»
Αυτό τον χαρακτηρισμό έδωσαν στο βιβλίο του Πέτρου Κασιμάτη «Αγνοούμενοι – Άκρως Απόρρητο» οι διατελέσαντες υπουργοί Εξωτερικών (όλων των κομμάτων) όταν μίλησαν γι αυτό, αναφερόμενοι στις αποκαλύψεις για την υπ. αριθμόν 1 εθνική υπόθεση, τους επιζώντες σήμερα αιχμαλώτους της κυπριακής τραγωδίας.
Η πολύκροτη υπόθεση κρατήθηκε τα τελευταία χρόνια επτασφράγιστο μυστικό, ενώ η δημοσιοποίησή της και τα αποκαλυπτικά ντοκουμέντα που τη συνόδευαν έδωσαν στην επίπονη δημοσιογραφική έρευνα του Π. Κασιμάτη το Α’ Βραβείο του ιδρύματος Μπότση.
Μάλιστα ο μυστικός κωδικός για τη μεγαλύτερη επιχείρηση απελευθέρωσης Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων του Αττίλα ήταν «13 περιστέρια». Πρόκειται για τουλάχιστον 13 αιχμαλώτους, οι οποίοι σύμφωνα με την έρευνα κρατούνται σε στρατιωτικές φυλακές της Τουρκίας.
Συγκεκριμένα, όπως αποκαλύπτει και επιβεβαιώνει και ο έγκυρος Αμερικανός αναλυτής του Πενταγώνου Γκρέγκορι Κόπλεϋ, Έλληνες αιχμάλωτοι βρίσκονταν στην 2η Ταξιαρχία Καταδρομών στο Μπολού της Τουρκίας (Βόρεια της Άγκυρας) και στην 11η Ταξιαρχία Πεζικού στο Ντενιζλί (ΝΔ της Άγκυρας).
Ο γνωστός ρεπόρτερ, εξαντλώντας όλα τα περιθώρια και πριν δημοσιοποιηθεί οτιδήποτε, φρόντισε να ενημερώσει τον τότε Κύπριο Πρόεδρο της Δημοκρατίας Γλαύκο Κληρίδη, ο οποίος έστειλε ειδικό απεσταλμένο τον εξ απορρήτων του πρέσβη Δώρο Πιερίδη, προκειμένου να ολοκληρώσει παράλληλη έρευνα για τη συγκλονιστική υπόθεση.
Ο Πιερίδης συγκέντρωσε το αποδεικτικό υλικό και ενημερώθηκε για την «κλειστή ομάδα» των αξιωματούχων της υπόθεσης, για τους πολιτικούς που χειρίστηκαν τις ακριβείς λεπτομέρειες του συναρπαστικού αυτού θρίλερ και όλες τις απόρρητες πτυχές των αποστολών σωτηρίας.
Τα νέα στοιχεία – φωτιά του Π. Κασιμάτη συμπληρώνονται με τις αποκαλύψεις Κόπλεϋ, ο οποίος δηλώνει πως η υπόθεση κρατήθηκε απόρρητη και ότι ορισμένοι «Έλληνες πολιτικοί γνωρίζουν, αλλά δεν μιλούν για το θέμα, για να μη δημιουργηθούν περιφερειακές εντάσεις».
Ο Αμερικανός αναλυτής επιβεβαιώνει το…εξπρές του μεσονυκτίου όσον αφορά στο που κρατούνται οι Έλληνες αιχμάλωτοι (στρατιωτικές φυλακές, κλωβοί αιχμαλώτων), ενώ στα νέα ντοκουμέντα έρχονται να προστεθούν οι έγκριτες υπογραφές αξιωματικών που χειρίστηκαν το πολύκροτο θέμα και οι οποίοι για πρώτη φορά σπάνε τη σιωπή τους.
Για τη συγκλονιστική υπόθεση που καλύφθηκε με απόλυτη μυστικότητα ο Π. Κασιμάτης συγκέντρωσε έγγραφα, ντοκουμέντα από την Ελλάδα, την Κύπρο, την Τουρκία, τη Μ. Ανατολή, τα στρατηγεία Κούρδων ανταρτών, αναζήτησε αρχεία μυστικών υπηρεσιών και μίλησε με πρωταγωνιστές.Ομαδικός τάφος.
Στο βιβλίο του Πέτρου Κασιμάτη «φωτίζεται» και μια άλλη αποστολή όταν έλληνας αξιωματικός ανακαλύπτει ομαδικό τάφο στα Άδανα, πρόσφατα και στέλνει μέσα σε διπλωματικό σάκο οστά και νεκροκεφαλές για να διαπιστωθεί η χρονική στιγμή των δολοφονιών.
Σε μια συναρπαστική αποστολή στη Τουρκία κοντά στα Άδανα ο αντισυνταγματάρχης Λ. Δερμετζόγλου της ΕΥΠ εντοπίζει έναν ομαδικό τάφο με αγνοούμενους του ’74 που οι Τούρκοι αρκετά χρόνια μετά την εισβολή τους δολοφόνησαν. Ο αποτελεσματικός αξιωματικός έβαλε μέσα στον διπλωματικό σάκο οστά και νεκροκεφαλές προκειμένου να ταξιδέψουν στην Αθήνα κι από κει σε εργαστήριο της Αυστρίας προκειμένου να διαπιστωθεί με ραδιενεργό άνθρακα 14 ο ακριβής χρόνος των δολοφονιών.
Τις επόμενες ημέρες ο Δερματζόγλου δεν πίστευε στα μάτια του. Ενώ κυκλοφορούσε στην Τουρκία με το κάλυμμα του «οδηγού», κάποιος…. αητός της ΕΥΠ έστειλε τα χαρτιά του για μια θεώρηση στις αρμόδιες Τουρκικές αρχές. Όμως αντί για μια πολιτική φωτογραφία του αντισυνταγματάρχη έστειλε μια άλλη με τη στολή του ως αξιωματικού!!! Την επομένη φυσικά ο αποτελεσματικός κι επίλεκτος αξιωματικός αναχώρησε για την Ελλάδα.
Επιχειρήσεις διάσωσης και αυτοκτονίας
Για τον εντοπισμό των αγνοούμενων της Κυπριακής τραγωδίας οργανώθηκαν πολλές αποστολές από τα γεράκια της ΕΥΠ.
Μία από τις πιο χαρακτηριστικές επιχειρήσεις σωτηρίας είναι αυτή στο στρατόπεδο Μπολού. Εκεί εντοπίστηκαν 6 από τα «περιστέρια» ενώ τα άλλα 7 εντοπίστηκαν στο Ντενισλί.
Το κωδικό όνομα για τους αγνοούμενους ήταν: «Τα περιστέρια βρίσκονται μέσα στο περιστερώνα. Θα αφήσουμε να πετάξουν τα 3″.
Αλλά υπήρχε και δεύτερος κωδικός: «Ο θησαυρός είναι μέσα στο θησαυροφυλάκιο. Βρήκαμε άθικτο το θησαυρό». Η επιχείρηση σχεδιάζεται με τη συνεργασία της Μοσσάντ αλλά ματαιώνεται την τελευταία στιγμή για να μην ανέβει το θερμόμετρο της έντασης στο Αιγαίο.
Μία άλλη αποστολή έλαβε χώρα στο Τσιακιρλί της επαρχίας Νεβσεχίρ
Η πυκνή ομίχλη τύλιγε εκείνο το ξημέρωμα το Τσιακιρλί της Τουρκίας, όπως η ομίχλη τυλίγει την Εθνική Υπηρεσία πληροφοριών και τους διάσημους αρχηγούς της. Μάλλον στην πιο συναρπαστική αποστολή στις εσχατιές της Ασιατικής γης, εκεί στο Τσιακιρλί της επαρχίας Νεβσεχίρ, τα «γεράκια» της ΕΥΠ – κάτι άγριοι ΚΥΠατζήδες σπάνιοι Κένταυροι μισοί καθάρματα και μισοί άγγελοι – κατάφεραν να βρουν Έλληνες αιχμαλώτους!!!
Να μάθουν ότι εκεί σε μια στρατιωτική φυλακή υψίστης ασφαλείας κρατούνταν ακόμα και σήμερα Έλληνες και Κύπριοι αιχμάλωτοι της τραγωδίας του Αττίλα από το ’74 οι διεισδυμένοι επίλεκτοι αντισυνταγματάρχες έβλεπαν από μακριά το στρατόπεδο, αλλά τα αυστηρά μέτρα ασφαλείας δεν τους επέτρεψαν να προσεγγίσουν. Ούτε κατά διάνοια δεν ρισκάρισαν να φωτογραφήσουν με τις ειδικές μίνι μηχανές τα κάτεργα του Τσιακιρλί.
Εκεί στην κορυφή του λόφου στο μυστικό στρατόπεδο. Και εδώ που είχαν φτάσει ήταν πολύ. Είχαν ξεπεράσει τα όρια! Οι πράκτορες της ΕΥΠ εξπέρ στα Ελληνοτουρκικά με το κάλυμμα του ιχθυεμπόρου τριγυρνούσαν την Τουρκική επικράτεια, έχοντας χτενίσει μυστικές και φανερές βάσεις, άγνωστα στρατόπεδα, φυλασσόμενες περιοχές.
Ταξίδευαν στη σκιά της απόγνωσης. Πληροφοριοδότες τους ήταν και Τούρκοι δεσμοφύλακες που είχαν ανοίξει το στόμα τους… «για έναν Νίκο αιχμάλωτο απ’ την εισβολή που έφερε τατουάζ στο ένα χέρι με τη λέξη ΕΟΚΑ κι έναν άλλο Έλληνα αιχμάλωτο που ήταν τυφλός από το ένα μάτι….»!!!
Αξιωματικοί της ΕΥΠ που βρέθηκαν σε ένα δικό τους Βιετνάμ κι έκλαψαν για τους ελάχιστους Ελληνοκύπριους που ζούσαν το δικό τους «Εξπρές του Μεσονυχτίου». Μόνο που σε αυτό το Βιετνάμ οι πράκτορες της ΕΥΠ ήταν περισσότερο σιωπηλοί… Εδώ δεν γυριζόταν ταινία. Τα πλάνα ήταν αληθινά. Οι άνθρωποι δεν ήταν κομάντος, αλλά θυελλώδεις στη μυστική δράση. Και το σπουδαιότερο δεν ήταν Αμερικάνοι.
Οι Τούρκοι πράκτορες της ΜΙΤ τους είχαν από κοντά. Κι όταν έκαναν το λάθος να πλησιάσουν περισσότερο, τα «γεράκια» της Άγκυρας άνοιξαν πυρ.
Η αποστολή σωτηρίας ματαιώθηκε, οι πληροφοριοδότες στην Κωνσταντινούπολη, την Άγκυρα και το Ντιγιαρμπακίρ έκαψαν τα χαρτιά τους, οι «σύνδεσμοι» αναγκάστηκαν να σκορπίσουν.
Ένας από τους Έλληνες πράκτορες σκοτώθηκε στην ανταλλαγή πυρών, αλλά ποτέ κανένας δεν έμαθε γι αυτόν και την προσφορά του!!! Η συγκλονιστική υπόθεση καλύφθηκε με απόλυτη μυστικότητα. Τα άκρως απόρρητα έγγραφα κυκλοφορούσαν μόνο σε ελάχιστα αντίγραφα πριν καταστραφούν με μια θλιμμένη και αινιγματική παράγραφο:
«Αν και τα αποτελέσματα της επιχείρησης δεν ήταν τα αναμενόμενα λόγω απροβλέπτων δυσχερειών κατά την εκτέλεση της αυτά σας αποστέλλονται συνημμένα για σκοπούς ενημέρωσης….».
Είναι μια από τις τελευταίες επιχειρήσεις της ΕΥΠ σε ξένο έδαφος, της υπηρεσίας με τους ομιχλώδεις αρχηγούς, τις μυστικές αποστολές, τις υποκλοπές, τις παρακολουθήσεις, το πηχτό σκοτάδι, αλλά και τις εξαιρετικές πράξεις προς την πατρίδα. Σε έναν κόσμο που οι πράκτορες διεξάγουν άγνωστες μάχες. Σε έναν μυστικό πόλεμο με υπερόπλο της συνωμοσία και το παρασκήνιο. Σε έναν πόλεμο που δεν έχει σταματήσει μέχρι και τις ημέρες μας…
Γιατί όλοι μιλούν γι αυτό το βιβλίο;
Γιατί ξέρουν καλά πως πρόκειται για ένα απαγορευμένο βιβλίο!
Για το οποίο παρακρατικοί μηχανισμοί και παραεξουσίες φρόντισαν να το συσκοτίσουν!! Να το “θάψουν”μακριά απ τις προθήκες των βιβλιοπωλείων.
Το συγκλονιστικότερο βιβλίο της τελευταίας 20ετίας στην Ελλάδα το “Αγνοούμενοι-Άκρως Απόρρητο” (εκδόσεις Λιβάνη) του σπουδαίου ρεπόρτερ Πέτρου Κασιμάτη που μιλά για τα “13 Περιστέρια” την κωδική επιχείρηση απελευθέρωσης Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων αιχμαλώτων του Αττίλα, κατάφερε να “επιβιώσει”.
Περνώντας από χέρι σε χέρι, διακινούμενο σε στρατόπεδα, σε σπίτια, σε υπηρεσίες νευραλγικές και μη, σε χώρους που κανείς δεν μπορεί να φανταστεί! Γιατί κάποιοι φρόντισαν να το “αφαιρέσουν” από ράφια και προθήκες βιβλιοπωλείων, ενώ άλλοι το “μάζεψαν” με άνωθεν εντολή προκειμένου να μην διαταραχθούν ευαίσθητες συμμαχικές υπηρεσίες!
Με συναρπαστική γραφή και συγκλονιστικά ντοκουμέντα ο δημοσιογράφος -θρύλος που έχει στο ενεργητικό του δεκάδες διακρίσεις για το ερευνητικό και συγγραφικό του έργο, ο Πέτρος Κασιμάτης, αποδεικνύει αυτό που επιβαίνουν σήμερα ερευνητές του Πενταγώνου, αναλυτές της CIA, “γεράκια” μυστικών υπηρεσιών, στρατιωτικοί και πολιτικοί κύρους, που χειρίστηκαν αυτή την υπ αριθμόν 1 Εθνική μας υπόθεση !
Αποδεικνύει αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο-ντοκουμέντο (που αποτελεί ζωντανή διαφήμιση για την ερευνητική δημοσιογραφία) ότι σήμερα ζουν τουλάχιστον 13 αιχμάλωτοι από την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, μέσα σε ανήλιαγα κάτεργα της γειτονικής χώρας!! Ότι επί σειρά ετών αφήσαμε -παρά τις αθέατες προσπάθειες ορισμένων – να “ζουν” στο σκοτάδι και σε άθλιες συνθήκες 13 Έλληνες αιχμάλωτοι των Τούρκων. Ένα εξπρές του Μεσονυχτίου!!!
Γι αυτό όλοι μιλούν για ένα βιβλίο-βόμβα! Που έκανε τέσσερις αλλεπάλληλες εκδόσεις παρά τον “πόλεμο” που δέχθηκε! Που σχεδόν ήταν απαγορευμένο!! Και που στις δημόσιες παρουσιάσεις του κάποιοι πολιτικοί που χειρίστηκαν το μέγα αυτό θρίλερ επιβεβαίωσαν μέχρι κεραίας όλα όσα γράφονται σε αυτές τις γραμμές. Κι ακόμα ότι οι ίδιοι (οι πολιτικοί) προσπάθησαν ώστε να επιστρέψουν κάποιοι επιζώντες που κρατούνταν αιχμάλωτοι απ τους Τούρκους σε στρατιωτικές φυλακές!
Σήμερα, παντού μιλούν γι αυτό το βιβλίο! Που ήταν μια από τις πιο εντυπωσιακές εκδοτικές απόπειρες του εκδοτικού οίκου Λιβάνη. Σήμερα, αρκετά χρόνια από την πρώτη του έκδοση -οι επόμενες εκδόσεις συμπληρώνονταν με νέα στοιχεία- το βιβλίο είναι πια ένας δημοσιογραφικός θρίαμβος!
Και κάποιοι όταν δυσκολεύονται να το βρουν αναζητούν πολύτιμες φωτοτυπίες για να το διαβάσουν!
Το βιβλίο του μεγάλου Έλληνα δημοσιογράφου Πέτρου Κασιμάτη με τα συγκλονιστικά ντοκουμέντα και τα απόρρητα έγγραφα, θα το διαβάσετε σε συνέχειες από αυτές τις σελίδες. Τινάζουμε στον αέρα όλους τους αποκλεισμούς και προσφέρουμε στους αναγνώστες μας αποσπάσματα από ένα βιβλίο-φωτιά που θα σας κόψει την ανάσα!!
Όσοι επιχείρησαν να το διαβάσουν νύχτα, έμειναν ξάγρυπνοι!
Ιδού η αληθινή δημοσιογραφία, μακριά απ την ηγεμονία των μετρίων!
ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΙ ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟ
ΔEKATPIA ΠEPIΣTEPIA
Oι τελευταίοι επιζώντες αγνοούμενοι της Kύπρου
Oι μυστικές αποστολές σωτηρίας τους
ΠETPOΣ KAΣIMATHΣ
Πρώτο Βραβείο Δημοσιογραφίας
Ιδρύματος Μπότση
EKΔOTIKOΣ OPΓANIΣMOΣ ΛIBANH - AΘHNA
Σειρά: IΣTOPIA – NTOKOYMENTO
Tίτλος: ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΙ – ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟ
Συγγραφέας: ΠETPOΣ KAΣIMATHΣ
Copyright © Πέτρος Kασιμάτης
Copyright © 2009:
EKΔOTIKOΣ OPΓANIΣMOΣ ΛIBANH ABE
Σόλωνος 98 – 106 80 Aθήνα. Tηλ.: 210 3661200, Fax: 210 3617791
http://www.livanis.gr
Παραγωγή: Eκδοτικός Oργανισμός Λιβάνη
Στο ακαταμάχητο εκείνων που φώτισαν την πιο άγρια υπόθεση του αιώνα.
Tους επιζώντες –σήμερα– αιχμαλώτους του «Aττίλα».
Στις στρατιές των δημοσιογράφων που έγραψαν για τις αγωνίες μιας πληροφορίας, μα κυρίως αφιερώνεται σε εκείνους που χάθηκαν από τα τουρκικά πυρά κατά τις μυστικές αποστολές σωτηρίας των αγνοουμένων.
ΠEPIEXOMENA
Εισαγωγή στην 4η έκδοση……………………………………11
Πρόλογος…………………………………………………………45
«O θησαυρός είναι μέσα στο θησαυροφυλάκιο»……49
«Έχουμε βρει ζωντανούς»……………………………………61
O νόμος της σιωπής για… το «άλλο»………………………75
Tο «άλλο» αρχίζει να παίρνει μορφή: έξι
ζωντανοί στο Mπολού, εφτά στο Nτενιζλί………………85
Aποστολές στην τουρκική απόγνωση……………………97
Tα «περιστέρια» δραπετεύουν… …………………………115
Oι επιχειρήσεις σωτηρίας……………………………………133
H στάση της πολιτικής ηγεσίας……………………………155
H συνάντηση με τον Πρόεδρο της Eλληνικής Δημοκρατίας Kωστή Στεφανόπουλο…165
Tα δημοσιεύματα………………………………………………169
Στα διεθνή ύδατα………………………………………………189
Παράρτημα εγγράφων………………………………………193
Παράρτημα φωτογραφιών…………………………………227
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ 4η ΕΚΔΟΣΗ
Τον έβλεπα στη φωτογραφία να σηκώνει τα χέρια μπροστά στην κάννη του Τούρκου κομάντο. Και ύστερα από τόσα χρόνια τον είχα μπροστά μου: μέσα σε έγγραφα, αναφορές, ειδικές πληροφορίες.
Τότε, στην ασπρόμαυρη φωτογραφία του ’74, είχε έναν κύκλο γύρω από το κεφάλι –εντοπισμένος αιχμάλωτος– με ονοματεπώνυμο, στοιχεία και λεπτομέρειες. Το κεφάλι του είχε αυτό τον κύκλο – ένα φωτοστέφανο-μάρτυρα για όσα πέρασε, για όσα ακολούθησαν τα χρόνια της θύελλας.
Τα επόμενα χρόνια βρέθηκε νεταρισμένος απ’ την κάμερα των Βρετανών συναδέλφων του Τσάνελ-4, ταλαιπωρημένος σε στρατιωτικές φυλακές υψίστης ασφαλείας. Γυμνός, αλλά, Θεέ μου, ζωντανός στην κόλαση των Αδάνων.
Τα χρόνια κύλησαν σαν αστραπή και παρά τις πληροφορίες, τις φήμες, τα έγγραφα, τις αποστολές για την επιστροφή του και τα πολλαπλά γραμμάτια πίκρας εκείνος ζούσε τη δική του Αργοναυτική εκστρατεία.
Είναι ένας αγνοούμενος του «Αττίλα» –απ’ τους λίγους εναπομείναντες– που δε σήκωσε άσπρη σημαία στη ζωή. Παρά το αρχικό, εύλογο ρίγος –δεν είναι λίγο να κατεβαίνεις, νοερά έστω, τα σκαλιά της Κόλασης– ξέρω πως για πάντα αυτός ο άγνωστος ανώνυμος ήρωας έχει πλεγμένο στο κεφάλι ένα στεφάνι αθωότητας. Είναι ένα ολοκάθαρο κοίτασμα από άγνωστο ορυκτό. Μη λησμονείτε ότι αυτός ο άνθρωπος έχει ήδη εκδώσει το αγγελτήριο θανάτου του από το 1974, αλλά έχει ακόμα γραμμάτια ζωής… Πίνει αργά την πιο βασανιστική βροχή. Ένα κώνειο για ένα θάνατο που έρχεται κάθε μέρα, αλλά, μόλις τον αντικρίζει, αλλάζει δρόμο! Βλέπετε, η ζωή εξυφαίνει σχέδια που η φαντασία δε δύναται να συλλάβει…
Μέχρι που οι φήμες γι’ αυτόν και για ελάχιστους άλλους επιβεβαιώθηκαν, οι πληροφορίες έγιναν στοιχεία-σοκ κι οι αδιάσειστες μαρτυρίες γεγονότα, που τα αποκάλυψα και σήμερα δεν επιδέχονται την παραμικρή αμφισβήτηση.
Σήμερα, τριάντα πέντε χρόνια μετά την εισβολή του «Αττίλα», η πολύχρονη δημοσιογραφική έρευνα για τους ελάχιστους επιζώντες αιχμαλώτους της κυπριακής τραγωδίας επιβεβαιώνεται με τον πλέον επίσημο τρόπο. Οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών –σύμφωνα και με όσα δήλωσε ο αξιωματούχος Gregory Copley– ανασύρουν απ’ τους φακέλους τους ό,τι στοιχεία διαθέτουν για την τουρκική θηριωδία. Η αποκάλυψη των νέων σημαντικών αυτών στοιχείων συνδέεται με τις ανησυχίες των Αμερικανών ότι η Τουρκία κατασκευάζει μυστικά βιοχημικά όπλα. Κι αν δεν «αυθαδίαζε» η Άγκυρα απέναντι στα νέα αμερικανικά σχέδια για δημιουργία στο Βόρειο Ιράκ ανεξάρτητου κουρδικού κράτους, ακόμα θα περιμέναμε την επιβεβαίωση των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών. Αυτή τη φορά η ειδική πληροφόρηση ήρθε από το Αμερικανικό Πεντάγωνο και τις ειδικές πηγές πληροφόρησης που διαθέτει μέσα από εκμυστηρεύσεις Τούρκων αξιωματούχων που χειρίστηκαν την κρίσιμη υπόθεση.
Αυτός ο τρομακτικός ισχυρισμός επιβεβαίωσε όσα υποστήριζα τόσα χρόνια. Και απέδειξε ακόμα και στους πιο δύσπιστους ότι η πολύχρονη, μεθοδική και σύνθετη δημοσιογραφική έρευνα μπορεί να καρποφορήσει, να έχει αποτελεσματικό έργο, να δώσει την ελπίδα στους ανθρώπους και να διακόψει τον ύπνο εκείνων που συστηματικά υπονόμευαν την αλήθεια.
Η ανατριχιαστική πληροφορία ήρθε στο φως μέσα από μια έκθεση της Defense and Foreign Affairs Strategic Policy, ότι οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν Έλληνες και Ελληνοκύπριους αγνοουμένους από την εισβολή του «Αττίλα» ως πειραματόζωα στα χημικά εργοστάσια που διαθέτουν σε περιοχή έξω απ’ την Άγκυρα.
Τα συγκεκριμένα μυστικά βιοχημικά εργοστάσια ελέγχονται απόλυτα από την ηγεσία των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων και υπάγονται στην GMMA (Gulhane Military Medical Academy). Στις προηγούμενες εκδόσεις του βιβλίου μου –Δεκατρία Περιστέρια – Οι τελευταίοι επιζώντες αγνοούμενοι της Κύπρου. Οι μυστικές αποστολές σωτηρίας τους– είχα παραθέσει σειρά απόρρητων εγγράφων για τον εγκλωβισμό των αγνοουμένων σε κέντρο εκπαίδευσης της ΜΙΤ, για τη συχνή μεταφορά τους σε στρατιωτικές φυλακές, σε συγκεκριμένες περιοχές που βρίσκονται υπό διαρκή στρατιωτικό έλεγχο. Τα απόρρητα έγγραφα και οι αποστολές που πραγματοποιήθηκαν από ελληνικές και ξένες μυστικές υπηρεσίες επιβεβαιώνονται τώρα με τη συγκλονιστική έκθεση της Εταιρείας Στρατηγικών Αναλύσεων.
Την πολύκροτη έκθεση υπογράφει ένας άνθρωπος που δύσκολα αμφισβητείται. Ο Αμερικανός αναλυτής Gregory Copley, ένα υψηλόβαθμο στέλεχος του Κέντρου Αμυντικών Αναλύσεων των ΗΠΑ (με έδρα την Αλεξάνδρεια της πολιτείας Βιρτζίνια).
Εκεί, στην ίδια πολιτεία που βρίσκεται και η έδρα της CIA, ο Copley συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία που διαθέτει και μιλά στους έκπληκτους Έλληνες ανταποκριτές στην Ουάσινγκτον για συγκλονιστικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του (και μαζί με αυτόν οι στρατιωτικές υπηρεσίες πληροφοριών του Αμερικανικού Πενταγώνου), ότι δηλαδή οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν τους αιχμαλώτους απ’ την εισβολή του 1974 –τουλάχιστον μέχρι το 1988– ως πειραματόζωα σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις της ΜΙΤ. Κι ακόμα, όπως δηλώνει ο ίδιος σε συνεντεύξεις του, ότι «οι Τούρκοι δεν είχαν πρόθεση να επιστρέψουν αυτούς τους αιχμαλώτους ή να παραδεχτούν ότι τους έχουν».
Το συνταρακτικό είναι ότι τα στοιχεία-σοκ του Αμερικανού αναλυτή (που είναι υψηλόβαθμος αξιωματούχος σε κέντρα ειδικής πληροφόρησης για θέματα μείζονος σημασίας) προέρχονται, όπως δηλώνει ο ίδιος, «από ανθρώπινες πηγές σχετιζόμενες με υπηρεσίες πληροφοριών που βρίσκονται μέσα στην Τουρκία («it’s coming from human intelligence sources inside Turkey»). Και παραθέτει φυσικά τα ελάχιστα από όσα γνωρίζει και από όσα χειρίζονται τα γεράκια των υπηρεσιών πληροφοριών με τα οποία ο Αμερικανός αναλυτής φαίνεται να έχει ειδική σχέση!
Aσχέτως αν οι Τούρκοι μέχρι το 1988 κρατούσαν εν ζωή πολλούς από τους αγνοουμένους του «Αττίλα» χρησιμοποιώντας τους είτε ως πειραματόζωα για τα χημικά τους εναντίον των Κούρδων είτε για να κρατούν ένα διαπραγματευτικό χαρτί το οποίο μπορεί κάποια στιγμή να χρησιμοποιούσαν, είτε γιατί είναι πάγια στρατιωτική αρχή να κρατείται εν ζωή ένας αριθμός αιχμαλώτων, σαφέστατα επιβεβαιώνονται τα έγγραφα-φωτιά των ελληνικών και κυπριακών υπηρεσιών που δημοσιεύονται σε αυτό το βιβλίο. Έγγραφα ειδικού χειρισμού που αποκαλύπτουν τις μυστικές επιχειρήσεις που διενεργήθηκαν, τα μυστικά στρατόπεδα όπου κρατούνται οι αιχμάλωτοι Ελλαδίτες κι Ελληνοκύπριοι, τις αγωνιώδεις προσπάθειες που κατέβαλαν αξιωματούχοι ελληνικών υπηρεσιών, πολιτικά πρόσωπα και στρατιωτικοί που δεν ήθελαν να συσκοτιστεί η μεγάλη αυτή εθνική προτεραιότητα.
Ιδού τι εκμυστηρεύτηκε ο κ. Copley, ο αξιωματούχος που δε διαψεύδεται ποτέ, σε συνέντευξή του στον εξαίρετο Λάμπρο Παπαντωνίου, ανταποκριτή της εφημερίδας Ελεύθερος Τύπος στην Ουάσινγκτον:
Ελεύθερος Τύπος: Κ. Copley, διαβάσαμε πολύ προσεκτικά την τελευταία έκθεσή σας που υποστηρίζει ότι Έλληνες και Ελληνοκύπριοι αγνοούμενοι χρησιμοποιήθηκαν ως πειραματόζωα σε μυστικά τουρκικά εργοστάσια παραγωγής χημικών όπλων. Θα σχολιάσετε αυτό το καίριο σημείο;
Gregory R. Copley: Έχουμε πολλές πληροφορίες για τη χρησιμοποίηση Κύπριων αιχμαλώτων από το 1974, ως πειραματόζωων, για την κατασκευή χημικών και βιολογικών όπλων από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις. Προσπαθώ να συγκεντρώσω ακόμη περισσότερες πληροφορίες. Πρόκειται για ένα πολύ καυτό ζήτημα για τις τουρκικές στρατιωτικές Αρχές, οι οποίες έκαναν συστηματική παραπληροφόρηση για πάρα πολλά χρόνια. Και καθημερινώς φτάνουν όλο και περισσότερες πληροφορίες για το τουρκικό πρόγραμμα κατασκευής χημικών και βιολογικών όπλων μαζικής καταστροφής, το οποίο παρακολουθούμε πολύ στενά, όσο το δυνατόν καλύτερα.
Ε.Τ.: Πότε εσείς, για πρώτη φορά, λάβατε γνώση ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο μέσα στην Τουρκία;
G.C.: Εμείς για ένα χρονικό διάστημα ακούγαμε φήμες, αλλά τους τελευταίους μήνες αρχίσαμε να συλλέγουμε συγκεκριμένες πληροφορίες, τις οποίες ήδη δημοσιεύσαμε. Και τώρα, όμως, ψάχνουμε για πιο εξειδικευμένες πληροφορίες.
Ε.Τ.: Για τα όσα γράφετε στο δελτίο σας, γι’ αυτό το σοβαρό θέμα, από πού εξασφαλίσατε τις πληροφορίες αυτές;
G.C.: Προέρχονται από ανθρώπινες πηγές, σχετιζόμενες με υπηρεσίες πληροφοριών που βρίσκονται μέσα στην Τουρκία («it’s coming from human intelligence sources inside Turkey»!).
Ε.Τ.: Μήπως γνωρίζετε πόσοι έχουν εξαφανιστεί με αυτόν τον τρόπο των πειραμάτων;
G.C.: Όχι! Σε αυτή τη φάση δεν έχω καμία ιδέα γύρω από τους αριθμούς.
Ε.Τ.: Πώς εσείς καταλήξατε στην απόφαση να φέρετε σήμερα στη δημοσιότητα αυτό το θέμα ύστερα από 32 χρόνια;
G.C.: Οι πληροφορίες αυτές είχαν αγνοηθεί. Πιστεύω ότι από τη στιγμή που είχαν αυτούς τους αιχμαλώτους μετά την εισβολή στην Κύπρο ήταν ξεκάθαρο ότι οι Τούρκοι δεν είχαν πρόθεση να επιστρέψουν αυτούς τους αιχμαλώτους ή να παραδεχθούν ότι τους έχουν. Έτσι, ήσαν ελεύθεροι να τους χρησιμοποιήσουν όπως αυτοί επιθυμούσαν. Όπως σας είπα, εμείς δεν συλλέξαμε ακόμη τις συγκεκριμένες νέες πληροφορίες που θα θέλαμε. Αλλά εκείνο που εμείς έχουμε είναι πολλές πληροφορίες, από διάφορες πηγές, μέσα στην Τουρκία.
Ε.Τ.: Δηλαδή, ό,τι έχετε σήμερα στη δική σας κατοχή προέρχεται από ανθρώπινες πηγές, προσκείμενες στο Intelligence.
G.C.: Έτσι ακριβώς. Και εμείς πληροφορούμεθα, όλο και περισσότερο, κάθε εβδομάδα που περνάει, για το τουρκικό πρόγραμμα χημικών όπλων. Και ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να δουν το φως της δημοσιότητας οι πληροφορίες αυτές. Και νομίζω ότι θα υπάρξουν ακόμη πιο συγκεκριμένες πληροφορίες διαθέσιμες γι’ αυτό το θέμα.
Ε.Τ.: Νομίζετε ότι η αμερικανική κυβέρνηση ανησυχεί για το χημικό και βιολογικό αυτό πρόγραμμα της Τουρκίας κατασκευής όπλων μαζικής καταστροφής, στο οποίο αναφέρεσθε;
G.C.: Νομίζω ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ανησυχούν για το πρόγραμμα κατασκευής χημικών και βιολογικών όπλων από την Τουρκία και το Ιράν. Και τώρα μάλιστα οι ΗΠΑ άρχισαν να ανησυχούν πάρα πολύ και για το πρόγραμμα του Ιράν κατασκευής πυρηνικών όπλων. Το Ιράν έχει ήδη αναπτυγμένα 12-15 πυρηνικά όπλα που απέκτησε από το Καζακστάν, την Ουκρανία και τη Βόρειο Κορέα. Και όλα αυτά τα όπλα μαζικής καταστροφής, βιολογικά και χημικά και σε ελάχιστο βαθμό τα πυρηνικά, παρουσιάζουν πάρα πολύ ενδιαφέρον. Ειδικότερα, όταν έλθουν σε αντιπαράθεση αμερικανικά και τουρκικά στρατεύματα στο εγγύς μέλλον.
Ε.Τ.: Συζητήσατε τις πληροφορίες αυτές, που έχετε στην κατοχή σας, με οποιονδήποτε επίσημο της αμερικανικής κυβέρνησης ή το Πεντάγωνο; Διαπιστώσατε να δείχνουν ενδιαφέρον;
G.C.: Mάλιστα! Η αμερικανική κυβέρνηση είναι μία από αυτές που χρησιμοποιούν το δικό μας σύστημα συλλογής πληροφοριών και συγκεκριμένα άτομα που πρόσκεινται στην Υπηρεσία Πληροφοριών του Πενταγώνου (Defense Intelligence Agency), η οποία έχει αυτήν την πληροφορία τώρα και θα κάνει αυτό που πρέπει να κάνει.
Ε.Τ.: Ποια ήταν η αντίδρασή τους όταν τους δώσατε τις πληροφορίες αυτές;
G.C.: Δεν είχαν άμεση αντίδραση και ούτε αναμένουμε να έχουν άμεση αντίδραση. Απλώς πήραν την πληροφορία αυτή, την οποία και θα χρησιμοποιήσουν όπως αυτοί κρίνουν. Έχουν δώσει σημασία σε αυτήν την πληροφορία.
Ε.Τ.: Γνωρίζετε ότι οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν την ίδια ακριβώς μέθοδο και εναντίον Κούρδων της οργάνωσης ΡΚΚ;
G.C.: Αυτή είναι η άποψή μου. Και φυσικά αυτή τη στιγμή οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις είναι έτοιμες να αναλάβουν μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση εναντίον Κούρδων του ΡΚΚ, καθώς και εναντίον άλλων κουρδικών ομάδων που έχουν σχέση με το ΡΚΚ, που κάνουν επιχειρήσεις κατά της Τουρκίας μέσα από το Βόρειο Ιράκ.
Ε.Τ.: Για να καταλάβουμε καλύτερα, μιλάτε για τις βάσεις των Κούρδων του ΡΚΚ που βρίσκονται μέσα στο Βόρειο Ιράκ;
G.C.: Ακριβώς!
Ε.Τ.: Μια και αναφέρεστε σε αυτό το θέμα, φοβάστε την ανάληψη από πλευράς Τουρκίας οποιασδήποτε στρατιωτικής επιχείρησης, τώρα, εναντίον βάσεων του ΡΚΚ μέσα στο Βόρειο Ιράκ;
G.C.: Μάλιστα! Εμείς γνωρίζουμε ότι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις και το Τουρκικό Γενικό Μικτό Επιτελείο (ΓΕΕΘΑ) το έχουν σχεδιάσει αυτό διεξοδικά και ήδη κάνουν αυτού του είδους τις επιχειρήσεις, για αρκετό καιρό τώρα, μέσα στο Βόρειο Ιράκ. Και εκείνο που μπορώ να σας πω σήμερα είναι ότι η αμερικανική κυβέρνηση πιέζει πάρα πολύ σκληρά προκειμένου να αποτρέψει την Τουρκία να επέμβει στο Ιράκ, γνωρίζοντας πως κάτι τέτοιο θα αποσταθεροποιούσε τελείως το Ιράκ αυτή τη συγκεκριμένη περίοδο. Αλλά το ενδιαφέρον σημείο είναι ότι η τουρκική κυβέρνηση τώρα όλο και ακούει λιγότερο την Ουάσιγκτον, διότι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις γνωρίζουν ότι το παιχνίδι με την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει τελειώσει. Και έτσι δεν υπάρχει πλέον μοχλός πίεσης ούτε από πλευράς Ηνωμένων Πολιτειών ούτε από πλευράς Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να συγκρατηθεί η τουρκική κυβέρνηση.
Στις μέρες μας η καλή εφημερίδα Το Παρόν μιλά για τη δικαίωση του συγγραφέα αυτού του βιβλίου.
Απόσπασμα από Το Παρόν:
Δικαιώνεται ο Π. Κασιμάτης
Συγκλονιστικές οι αποκαλύψεις από την έκθεση του αμερικανικού Ινστιτούτου Αμυντικών Αναλύσεων για τους αγνοούμενους της Κύπρου με στοιχεία-σοκ που επιβεβαιώνουν περίτρανα τη συναρπαστική, πολύχρονη δημοσιογραφική έρευνα του δημοσιογράφου του Ελεύθερου Τύπου, Πέτρου Κασιμάτη.
Ο Κασιμάτης, «βαρύ πυροβολικό» στα μεγάλα θέματα της εφημερίδας του, κατάφερε πριν από μερικά χρόνια να φέρει στο φως με έγγραφα-ντοκουμέντα ότι υπάρχει ένας μικρός αριθμός επιζώντων αιχμαλώτων του «Αττίλα» σε φυλακές της Τουρκίας, μια πολύκροτη υπόθεση την οποία συνέχισε να ερευνά και καρπός της ήταν το βιβλίο Δεκατρία Περιστέρια από τις εκδόσεις Λιβάνη, που σημείωσε επανεκδόσεις κι οι αποκαλύψεις του έκαναν τον γύρο του κόσμου.
Σήμερα, ο γνωστός ρεπόρτερ επιβεβαιώνεται πανηγυρικά από όσα εξομολογείται στις συνεντεύξεις του ο συντάκτης της πολύκροτης έκθεσης, ο Αμερικανός Gregory Copley, ο οποίος τονίζει πως πηγές του ήταν και οι τουρκικές υπηρεσίες πληροφοριών, αλλά και αμερικανικές υπηρεσίες. Ήδη στην Κύπρο έχει προκληθεί σάλος και ξεκίνησε έρευνα που θα εξετάσει και πολλά από τα στοιχεία του Κασιμάτη. Τον καλό ρεπόρτερ τον επιβεβαιώνει και ο πρέσβης εξ απορρήτων του Γλ. Κληρίδη, Δώρος Πιερίδης. Ένα μεγάλο μπράβο!
Το βιβλίο έκανε επανεκδόσεις, έκανε το γύρο του κόσμου, προκάλεσε διεθνή σάλο, πήρε το Πρώτο Βραβείο Δημοσιογραφίας του Ιδρύματος Μπότση, όσο κι αν κάποιοι προσπάθησαν συστηματικά να συσκοτίσουν αυτό το μείζον ζήτημα των επιζώντων αγνοουμένων: Δεν έδιναν συνέχεια στα αποκαλυπτικά ρεπορτάζ που δημοσιεύονταν στον Ελεύθερο Τύπο, δεν απαντούσαν μετά τα νέα στοιχεία που αναφέρονταν σε τηλεοπτικές εκπομπές. Ήθελαν να κλείσουν ξανά ερμητικά την υπόθεση σε σκονισμένα συρτάρια γραφείων. Και παρά τις φήμες, τις πληροφορίες που δε θέλω να πιστέψω και που έφταναν στα αφτιά μου ότι… στην Κύπρο σε κάποια αποστολή, σε κάποιο ταξίδι, εκεί θα ήταν εύκολη η εξόντωσή μου… Μπούρδες! Αν σε στοχοποιήσουν σοβαρές υπηρεσίες, τότε το τέλος σου δε θα το μάθεις ποτέ.
Παρά τα νέα αποκαλυπτικά ντοκουμέντα που έβλεπαν κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας και το σάλο που είχε ξεσπάσει στην παρουσίαση του βιβλίου στη Νέα Υόρκη και στο Μόντρεαλ του Καναδά, όπου υπάρχει σοβαρή παρουσία του κυπριακού ελληνισμού, στην Αθήνα… κάποιοι περίμεναν να στείλουν οι ίδιοι οι επιζώντες υπεύθυνη δήλωση ότι βρίσκονται εν ζωή… Ας είναι…
Θυμάμαι την ασφυκτική –δημοσιογραφικά– πίεση που ασκήθηκε στην τότε υφυπουργό Εξωτερικών, αρμόδια για θέματα Κύπρου, κυρία Βιργινία Τσουδερού, κατά την παρουσίαση του βιβλίου στην κατάμεστη αίθουσα της Ένωσης Συντακτών. Και η οποία αποκάλυψε σε όλους τους παρευρισκομένους ότι επί των ημερών της στο ΥΠΕΞ βρέθηκε εν ζωή ένας μικρός αριθμός αιχμαλώτων που ήταν σε φυλακές της Τουρκίας και ότι η ίδια έκανε συστηματική προσπάθεια για έναν τριαντάχρονο –τότε– αιχμάλωτο (για τον οποίο είχαν ενδιαφερθεί και Γερμανοί αξιωματούχοι) προκειμένου να επιστρέψει πίσω στην Ελλάδα. Oι μυστικές επαφές είχαν δρομολογηθεί προς το τέλος της κυβέρνησης Μητσοτάκη και χρονικά δεν κατέστη δυνατό να ολοκληρωθεί ευνοϊκά αυτή η Αργοναυτική εκστρατεία για τη δραστήρια υφυπουργό. Ήταν μια εκμυστήρευση-βόμβα μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες, μπροστά στους έκπληκτους συγγενείς των αγνοουμένων, μπροστά στην πολιτική ηγεσία και στους διατελέσαντες υπουργούς Εξωτερικών που παρουσίασαν το βιβλίο.
Κάποιοι από αυτούς που βρίσκονταν στην αίθουσα γνώριζαν κι ορισμένες άλλες ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Ο ειδικός απεσταλμένος του τότε Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο πρέσβης Δώρος Πιερίδης, είχε συντάξει μιαν άκρως απόρρητη αναφορά για την ύπαρξη επιζώντων κι είχε πείσει τον Πρόεδρο Γλαύκο Κληρίδη ότι υπήρχαν ζωντανοί αιχμάλωτοι στο Μπολού και στο Ντενιζλί της Τουρκίας. Μάλιστα, στην παράλληλη έρευνα που κάναμε με το δραστήριο διπλωμάτη και εξ απορρήτων του Προέδρου Κληρίδη, είχε συγκεντρώσει κι ο ίδιος στοιχεία-σοκ που αργότερα δυστυχώς δε βρέθηκαν σε κανένα επίσημο αρχείο!!! Εκείνοι που ήθελαν να αποσιωπηθεί αυτή η εθνική προτεραιότητα είχαν κάνει καλά τη δουλειά τους…
Ο πρέσβης Δώρος Πιερίδης ύστερα από εντολή του κ. Κληρίδη είχε αναλάβει μυστική αποστολή να ερευνήσει την υπόθεση, παίρνοντας άδεια άνευ αποδοχών για να μη γνωρίζει κανείς τι στοιχεία θα αναζητούσε και πού θα βρισκόταν. Αλλάξαμε αυτοκίνητα, δρομολόγια, πραγματοποιήσαμε επαφές, είδαμε αξιωματούχους, πολιτικούς, στρατηγούς, συνταγματάρχες, συνδέσμους μεταξύ υπηρεσιών, που ήταν όλοι τους χειριστές της συγκλονιστικής αυτής υπόθεσης, χωρίς να μας περιμένει κανείς. Χωρίς να έχουμε κάνει την παραμικρή συνεννόηση. Ο πρέσβης Δώρος Πιερίδης συνέταξε απόρρητα σημειώματα και εμπιστευτικές εκθέσεις. Στην πρώτη του συνέντευξη σε εφημερίδα (στον Ελεύθερο Τύπο) ο Δώρος Πιερίδης έσπασε την πολύχρονη σιωπή του και αποκάλυψε πώς πείστηκε ο κ. Γλαύκος Κληρίδης ότι υπάρχουν ακόμα και σήμερα ζωντανοί αιχμάλωτοι του «Αττίλα». Κι ακόμα, μίλησε για την ενημέρωση που είχε σχετικά με τον πανίσχυρο πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερμανικής Βουλής και τις αποκαλύψεις των Γερμανών για ύπαρξη αιχμαλώτων σε φυλακές έξω απ’ την Άγκυρα.
Ο πρέσβης Δώρος Πιερίδης, που αυτή η πρώτη συνέντευξή του δημιούργησε αίσθηση σε ανώτατο επίπεδο στο αμερικανικό Στέιτ Ντιπάρτμεντ, στο Πεντάγωνο και στις υπηρεσίες του Λευκού Οίκου, άνοιξε τα χαρτιά του στο συγγραφέα και μίλησε για πρώτη φορά:
Ο κ. Γκρ. Κόπλεϊ φέρνει στο φως ντοκουμέντα όχι από έγγραφα, αλλά από πρόσωπα, από πηγές που δεν αμφισβητούνται μέσα από τον τουρκικό στρατό και τις παντοδύναμες μυστικές υπηρεσίες του…
Ναι, όλα όσα υπογραμμίζει για τους αιχμαλώτους του «Αττίλα» –που τους κρατούσαν ως πειραματόζωα σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις– είναι φανερό πως συμπλέουν με αυτά που μου είχαν εκμυστηρευτεί Έλληνες αξιωματούχοι και πολιτικοί για την τύχη των αιχμαλώτων. Χειριστές αυτών των αποκαλύψεων ήταν στρατηγοί και συνταγματάρχες του ελληνικού στρατού, στελέχη της ΕΥΠ, αλλά και πολιτικά πρόσωπα σε κρίσιμα πόστα. Γι’ αυτό που είχα πειστεί ήταν πως βρίσκονταν εν ζωή κάποιοι, λίγοι, από τους αγνοουμένους. Αλλά αυτό που δεν γνώριζα και το μαθαίνω τώρα από τις αποκαλύψεις των Αμερικανών ήταν πως τους είχαν ως πειραματόζωα, για να δοκιμάζουν τα χημικά που προόριζαν κατά των Κούρδων ανταρτών.
Κύριε πρέσβη, ένα μέρος των ερωτημάτων σας απαντήθηκε με τις αποκαλύψεις του κ. Γκρ. Κόπλεϊ…
Είχα επιπλέον και μια άλλη απάντηση από την κυρία Βιργινία Τσουδερού – αρμόδια τότε υφυπουργό Εξωτερικών για θέματα Κύπρου. Είχε ζητήσει να μείνουμε οι δυο μας μόνοι στο γραφείο της. Βρισκόμουν εκεί ως ειδικός απεσταλμένος του Κύπριου Προέδρου κ. Γλ. Κληρίδη για τη διερεύνηση αυτού του σκοτεινού θέματος. Είχα την εξουσιοδότηση του Προέδρου γι’ αυτή τη λεπτή και φυσικά άκρως απόρρητη αποστολή. Συνεπώς, οι πληροφορίες που θα μου έδιδε θα διαβιβάζονταν απευθείας στον Κύπριο ηγέτη, ο οποίος είχε δείξει τεράστιο ενδιαφέρον.
Ο κ. Γλ. Κληρίδης σάς προέτρεψε να εμπλακείτε στην υπόθεση με ένα σχεδόν συνωμοτικό τρόπο…
Πείστηκε ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και μου ζήτησε να ξεκινήσω ένα οδοιπορικό έρευνας γι’ αυτό το θέμα χωρίς να το γνωρίζει κανείς άλλος εκτός από τον ίδιο και τον υφυπουργό παρά τω Προέδρω κ. Παντελή Κούρο. Πράγματι για να μην αντιληφθεί κανείς στο Yπουργείο Εξωτερικών –κατόπιν εγκρίσεως του κ. Γλ. Κληρίδη– έλαβα άδεια άνευ αποδοχών από το ΥΠΕΞ και ξεκίνησα παράλληλη έρευνα μαζί με τη δική σας, κ. Κασιμάτη. Όπως θυμάστε, χρησιμοποιήσαμε πλοία, αυτοκίνητα και άλλα μεταφορικά μέσα, για να υπάρχει ασφάλεια στην υπόθεση που διερευνούσαμε. Μάλιστα, αλλάξαμε και αυτοκίνητα στη διαδρομή για ευνόητους λόγους.
Οι συναντήσεις αφορούσαν πρόσωπα υψηλού κύρους και εγνωσμένης αξίας στο αντικείμενό τους –χειριστές αυτής της πολύκροτης υπόθεσης– οι οποίοι ούτε βρίσκονταν στην ίδια περιοχή ούτε γνώριζε ο ένας τον άλλον. Ούτε φυσικά γνώριζαν εκ των προτέρων την άφιξή μας. Απλούστατα είχαν χειριστεί ένα άκρως απόρρητο ζήτημα, αγγίζοντας ο καθένας τις διαφορετικές πτυχές του. Μάλιστα, μας είπαν ορισμένα από αυτά που περιγράφετε στο βιβλίο σας, ότι δηλαδή βρίσκονταν 7 Ελλαδίτες ή Ελληνοκύπριοι στο Ντενιζλί κοντά στο σιδηροδρομικό κόμβο της πόλης της νοτιοδυτικής Τουρκίας και 6 στο Μπολού βορείως της Άγκυρας, όπου είναι εγκατεστημένη η περίφημη Ταξιαρχία Καταδρομών του τουρκικού στρατού. Οι αιχμάλωτοι βρίσκονταν σε στρατιωτικούς κλωβούς, σε στρατιωτικές φυλακές υψίστης ασφαλείας. Μάλιστα, είχαν τονίσει ότι βρίσκονται στη διάθεση της κυπριακής κυβέρνησης προκειμένου να καταθέσουν αρμοδίως και να αποκαλύψουν και άλλες συνταρακτικές λεπτομέρειες, για να μη συσκοτιστεί αυτή η υπόθεση.
Ποιοι άλλοι γνώριζαν αυτές τις εξελίξεις;
Είπαν, ακόμη, πως είχε ενημερωθεί προφορικά ο αρχηγός του ελληνικού ΓΕΣ για την ύπαρξη επιζώντων κι ότι απέφευγαν τα έγγραφα, γιατί η υπόθεση, αν αποκαλυπτόταν, θα δημιουργούσε εντάσεις στο Αιγαίο, και αλλού.
Τόνισαν τη συνεργασία με την Ισραηλινή Μοσάντ για τον απεγκλωβισμό τριών αιχμαλώτων από τις φυλακές της Τουρκίας με πλαστά διαβατήρια και τη μεταφορά τους σε νοσοκομείο, αλλά και την παραλαβή των αιχμαλώτων αγνοουμένων από ελληνικές δυνάμεις από τα μικρασιατικά παράλια.
Η υφυπουργός Εξωτερικών κυρία Βιργινία Τσουδερού με ενημέρωσε πως είχε ειδική πληροφόρηση από τον πανίσχυρο πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερμανικής Βουλής, ότι είχαν επισημάνει οι μυστικές υπηρεσίες της Γερμανίας Ελλαδίτη ή Ελληνοκύπριο κρατούμενο εν ζωή στις φυλακές της Άγκυρας. Οι Γερμανοί είχαν εξαιρετικά σημαντικά στοιχεία και πρόσβαση σε αυτά τα ακριβά μυστικά. Η ίδια μού είχε πει να το αναφέρω αυτό το συγκλονιστικό στοιχείο μόνον στον Πρόεδρο Κληρίδη και σε κανέναν άλλον υπουργό. Ο κ. Γλ. Κληρίδης έμεινε κατάπληκτος όταν το άκουσε. Πείστηκε απόλυτα πως υπάρχουν ζωντανοί.
Η υπόθεση, όμως, δεν προχώρησε παρά τις συγκλονιστικές αποκαλύψεις…
Μετά χάθηκε πολύτιμος χρόνος, συνέπεσε και το γεγονός ότι ήταν ασθενής ο εκλιπών πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος ενημερώθηκε με απόρρητη συνοπτική έκθεση που στείλαμε μέσω του κ. Τηλέμαχου Χυτήρη.
Αυτό το θέμα με συντάραξε και μου κόστισε. Κι ο ίδιος ο κ. Γλ. Κληρίδης πείστηκε απόλυτα. Στην Κύπρο και στην Αθήνα κάποιοι προσπάθησαν να συσκοτίσουν την υπόθεση. Τώρα, που επιβεβαιώνεται πανηγυρικά με έναν αξιωματούχο όπως ο κ. Γκρ. Κόπλεϊ, ο οποίος δεν αμφισβητείται, τι έχουν να πουν…
Επιπλέον επιβεβαιώνεται η εφημερίδα σας και εσείς προσωπικά με το βιβλίο σας Δεκατρία Περιστέρια.
«Δωρεάν η όραση, δωρεάν η τυφλότητα», είπε κάποτε εύστοχα ο ποιητής Νίκος Καρούζος. Στους καιρούς της καταιγίδας ας αφουγκραστούμε τις κραυγές αυτών των ανθρώπων. Κι ας αφήσουμε στην άκρη την αιώνια σιωπή της σκοπιμότητας.
Όσοι πολέμησαν αυτό το βιβλίο ας ξεφυλλίσουν αργά αργά τις σελίδες με την πλημμυρίδα των αποκαλύψεων. Σπάνια μια τέτοια υπόθεση είχε τόσους διάσημους εχθρούς.
Όμως κι ο κατάλογος των φίλων είναι εξίσου μακρύς και ισχυρός. Σε αυτή την καταιγίδα των γεγονότων που επιβεβαιώνουν το συγγραφέα ας σταθούμε στο ξεχωριστό ένστικτο δύο ανθρώπων οι οποίοι τίμησαν με μια αδιατίμητη ευαισθησία το πνεύμα αυτού του βιβλίου. Aναφέρομαι στον Ηλία και στη Γιώτα Λιβάνη, που κατάφεραν να φτάσει αυτό το βιβλίο ως το Λευκό Οίκο, να ξεσηκώσει θύελλα, να προκαλέσει σάλο στο Ευρωκοινοβούλιο, να τιμηθεί με βραβεία, όχι για να δρέψει εύκολες δημοσιογραφικές δάφνες ο συγγραφέας, αλλά για να τονίσει ξανά και ξανά το πόσο συναρπαστικό γίνεται το ρεπορτάζ όταν βρίσκει κανείς κλειστές πόρτες και σιγά σιγά συνθέτει τον ιστό μιας συγκλονιστικής περιπέτειας· που μοιάζει με εκδοχή παραμυθιού, αλλά είναι πέρα για πέρα μια αληθινή πολιτική ιστορία αγγέλων που παλεύουν με δυνάμεις ανθρώπων.
Αλλά και στην εφημερίδα Tο Παρόν έγινε εκτενής αναφορά σε ορισμένα από τα στοιχεία-σοκ που αποκάλυψε ο Κόπλεϊ προς το συγγραφέα:
Συνταρακτικές νέες αποκαλύψεις περιλαμβάνονται στην επανέκδοση του βιβλίου του καλού δημοσιογράφου Πέτρου Κασιμάτη Αγνοούμενοι – Άκρως Απόρρητο, Δεκατρία Περιστέρια, το οποίο κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες από τις εκδόσεις Λιβάνη. Ο δημοσιογράφος, που έχει τιμηθεί και με το βραβείο Μπότση για τις αποκαλύψεις του, περιλαμβάνει στο βιβλίο νέα ντοκουμέντα-φωτιά (απόρρητες εκθέσεις για επιζώντες αιχμαλώτους του «Αττίλα», πληροφορίες, καθώς και μια πολύκροτη συνέντευξη του Αμερικανού αναλυτή Γκρ. Κόπλεϊ). Σε αυτή τη συνέντευξη ο διεθνούς φήμης αναλυτής του Πενταγώνου μιλά για ορισμένους επιζώντες που κρατήθηκαν στην Τουρκία για διαπραγματεύσεις, επιβεβαιώνει τον Έλληνα ρεπόρτερ για τις φυλακές κράτησης των Ελλήνων αιχμαλώτων κι αποκαλύπτει ότι οι ελάχιστοι Έλληνες πολιτικοί που γνωρίζουν για το ζήτημα των αγνοουμένων δε μιλούν για να μην πυροδοτηθούν περιφερειακές εντάσεις!!!
Ο Αμερικανός έγκριτος αναλυτής, που είναι εγνωσμένης αξίας και κύρους και δε διαψεύδεται, απαντά σε όλες τις ερωτήσεις.
«Όλες οι αναφορές από τις πηγές μας υποδεικνύουν ότι στα 1976-1977 οι αγνοούμενοι Έλληνες και Ελληνοκύπριοι που συνελήφθησαν αιχμάλωτοι το 1974 χωρίστηκαν σε ομάδες και μεταφέρθηκαν απ’ τη μια άκρη της Τουρκίας στην άλλη με μεγάλη μυστικότητα» – λέει ο κ. Κόπλεϊ.
«Οι περισσότεροι μεταφέρθηκαν σε μια τοποθεσία κοντά στην πόλη Ερζερούμ, στην ανατολική Τουρκία, για πολλούς λόγους –στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν η πιθανότητα δραπέτευσης ή οι προσπάθειες διάσωσης–, αυτή η τοποθεσία ήταν όσο το δυνατόν πιο μακριά από την Ελλάδα.
»Από τους σχεδόν 1.500 αγνοουμένους Κυπρίους πιστεύουμε ότι στην Τουρκία κρατήθηκαν περίπου μόνο 200, το πολύ. Οι υπόλοιποι πιστεύεται ότι θανατώθηκαν τόσο στη βόρεια Κύπρο όσο και στην Τουρκία, πολλοί δε από αυτούς σκοτώθηκαν στο πεδίο της μάχης και δε βρέθηκαν. Δεν είναι γνωστός ο ακριβής αριθμός των αιχμαλώτων που μεταφέρθηκαν στην Τουρκία και είναι δύσκολο να βρεθεί. Μπορούμε απλώς να μιλούμε με πιθανότητες. Το πιθανότερο είναι ότι εκείνοι που μεταφέρθηκαν στην Τουρκία μυστικά επιλέχθηκαν για το ενδεχόμενο που θα χρειάζονταν σε διαπραγματεύσεις ή για να ανταλλαγούν με κάποιους Τούρκους αιχμαλώτους. Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι εκείνη την περίοδο θα μπορούσε εύκολα να αρχίσει ένας νέος πόλεμος μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Τουρκίας. Αλλά με την πάροδο των ετών και καθώς δε συνέβη τίποτε, πολλοί αιχμάλωτοι πρέπει να πέθαναν λόγω των αντίξοων συνθηκών της ζωής στη φυλακή. Οι εναπομείναντες ζωντανοί χρησιμοποιήθηκαν από την Τουρκία προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων της ή δολοφονήθηκαν».
Oλόκληρη η συνέντευξη-φωτιά του Kόπλεϊ που ακολουθεί είναι ανατριχιαστική:
Στο βιβλίο μου Δεκατρία Περιστέρια. Οι τελευταίοι επιζώντες αγνοούμενοι της Κύπρου – Οι μυστικές αποστολές σωτηρίας τους παρέθεσα κάποια ντοκουμέντα για τους φυλακισμένους Ελληνοκύπριους και Έλληνες στη στρατιωτική φυλακή της Ταξιαρχίας Καταδρομών στο Μπολού της Τουρκίας.
Η 2η Ταξιαρχία Καταδρομών του τουρκικού στρατού βρίσκεται κοντά στο Μπολού. Εκεί βρίσκονται επίσης στρατιωτικές φυλακές υψίστης ασφαλείας μαζί με τη στρατιωτική βάση και συνήθως σ’ αυτές τις εγκαταστάσεις εγκλείονται υψηλόβαθμοι Κούρδοι κρατούμενοι. Έχουμε πληροφορίες ότι σ’ αυτή τη φυλακή κρατήθηκαν Ελληνοκύπριοι και Έλληνε
Τα ντοκουμέντα αναφέρουν επίσης τη δολοφονία φυλακισμένων υπό κράτηση σε εγκαταστάσεις κοντά στο Ντενιζλί, της δυτικής Τουρκίας.
Στην περιοχή της πόλης Ντενιζλί της Τουρκίας, όπου είναι εγκατεστημένη η 11η Ταξιαρχία Πεζικού, υπάρχει ένας αριθμός στρατιωτικών φυλακών, αλλά δεν είναι υψίστης ασφαλείας. Ωστόσο, η τουρκική κυβέρνηση κρατά εκεί Κούρδους. Πράγματι, εκεί μεταφέρθηκαν Ελληνοκύπριοι και Έλληνες.
Στο βιβλίο μου μιλώ για τις προσπάθειες που έγιναν προκειμένου να απελευθερωθούν οι αιχμάλωτοι. Ένα συγκεκριμένο ντοκουμέντο (σελίδα 201) αναφέρεται στην αποστολή «Τσιακιρλί». Επίσης αναφέρω ότι οι Έλληνες είχαν ζητήσει βοήθεια από τους Ισραηλινούς, που έχουν πολύ μεγάλη εμπειρία στην απελευθέρωση κρατουμένων. Έγινε μια αποστολή, χωρίς αποτέλεσμα.
Είναι εις γνώσιν μου ότι η Ελλάδα ζήτησε βοήθεια για μια αποστολή διάσωσης από τους Ισραηλινούς, αλλά δε δόθηκε.
Σε ένα άλλο εμπιστευτικό ντοκουμέντο (σελίδα 197) αναφέρεται ότι στο Μπαλικεσίρ και στο Σιντιργκί ιδίως υπάρχει ένα αγρόκτημα 100 στρεμμάτων που χρησιμοποιούνταν συνήθως ως κέντρο εκπαίδευσης της ΜΙΤ και ότι κρατήθηκαν εκεί Έλληνες αιχμάλωτοι.
Η ΜΙΤ έχει τέσσερα κέντρα εκπαίδευσης σε όλη την Τουρκία, στα οποία συμπεριλαμβάνονται οι εγκαταστάσεις στο Μπαλικεσίρ και στο Σιντιργκί. Είναι πιο πιθανό οι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί –αιχμάλωτοι του ελληνικού και κυπριακού στρατού– να μεταφέρθηκαν εκεί για ανάκριση. Αλλά είναι γνωστό ότι, κατά τη διάρκεια της εισβολής, συνελήφθησαν από τους Τούρκους Έλληνες και Κύπριοι αξιωματικοί των υπηρεσιών πληροφοριών και ότι υποβλήθηκαν σε ανάκριση από αξιωματικούς της ΜΙΤ. Κατά τη γνώμη μας όμως οι αγνοούμενοι Ελληνοκύπριοι και Έλληνες δε μεταφέρθηκαν σε αυτές τις εγκαταστάσεις εκπαίδευσης της ΜΙΤ.
Η πρώην υφυπουργός Εξωτερικών, αρμόδια για τις κυπριακές υποθέσεις, κ. Βιργινία Τσουδερού, μου αποκάλυψε ότι υπάρχει ένας μικρός αριθμός αιχμαλώτων που είτε δέχτηκαν να προσηλυτιστούν στο Ισλάμ είτε διατηρήθηκαν εν ζωή για διαφόρους λόγους. Η ίδια είχε προσπαθήσει πολύ για να επιτύχει την επιστροφή του νεαρότερου προσώπου που συνελήφθη κατά τη διάρκεια του πολέμου, ενός πεντάχρονου αγοριού με το όνομα Χριστάκης Λοΐζου. Γνωρίζουν οι Έλληνες πολιτικοί κάτι γι’ αυτή την περίπτωση;
Η κυρία Βιργινία Τσουδερού είναι μια εξαιρετική προσωπικότητα και πολύ καλή πολιτικός. Γνωρίζω πως, όταν ήταν υφυπουργός Εξωτερικών, συνεργάστηκε πολύ με την ελληνική μυστική υπηρεσία και το στρατό. Γνωρίζω ότι είχε την πρωτοβουλία τουλάχιστον για τρεις ή τέσσερις επιχειρήσεις στην Αλβανία, στην Τουρκία και στη FYROM. Η κυρία Τσουδερού διατηρούσε στενές σχέσεις με τη Βρετανίδα πρωθυπουργό Μάργκαρετ Θάτσερ. Όπως είχε πει η ίδια, οι πληροφορίες που είχε για τους αγνοουμένους τής δόθηκαν από πηγές στη Γερμανία. Το πιθανότερο είναι όμως να είχε πάρει πληροφορίες από τους Βρετανούς, αλλά, εάν αυτό ισχύει, δεν ήθελε να το πει. Βεβαίως, οι Βρετανοί ενδιαφέρονται πολύ για οτιδήποτε σχετίζεται με την Κύπρο.
Η κυρία Τσουδερού, σε συνεργασία με τους Κύπριους, είχε πληρώσει εκατομμύρια δολάρια σε ιδιωτικές βρετανικές εταιρείες ερευνών, προκειμένου να διεξαγάγουν έρευνα για τους αγνοουμένους στην Τουρκία. Αυτό το γεγονός στηρίζει την άποψή μας ότι οι πληροφορίες προέρχονταν από το Ηνωμένο Βασίλειο και όχι από τη Γερμανία.
Φαίνεται βέβαιο ότι κάποιοι, ελάχιστοι, Έλληνες πολιτικοί γνωρίζουν όλα όσα σχετίζονται με το ζήτημα των αγνοουμένων, αλλά δε μιλούν γι’ αυτό, δεδομένης της προφανούς ευαισθησίας του και του ότι θα μπορούσε να πυροδοτήσει περιφερειακές εντάσεις.
Άλλες πληροφορίες που αναφέρω είναι πως κάποιοι κρατούμενοι υποχρεώθηκαν να εργαστούν σε φυτείες ηρωίνης, σε ορυχεία ή να κάνουν καταναγκαστική εργασία.
Στην Τουρκία η καλλιέργεια του οπίου δε συνιστά εγκληματική πράξη, αλλά το ζήτημα των ναρκωτικών και της ηρωίνης στην Τουρκία είναι πολυσύνθετο. Ο τουρκικός στρατός και η μυστική υπηρεσία υποστηρίζουν [την παραγωγή ναρκωτικών] και με τα χρήματα που παίρνουν μπορούν να διεξάγουν τις σκοτεινές επιχειρήσεις τους. Πιστεύουμε ότι δε θα χρησιμοποιούσαν κανέναν εκτός των δικών τους συστημάτων για να εργαστεί σ’ αυτές τις περιοχές.
Είχα γράψει ότι κάποιοι αιχμάλωτοι είχαν χρησιμοποιηθεί ως πολεμιστές της πρώτης γραμμής, κατά τη διάρκεια του πρώτου πολέμου στο Αφγανιστάν, το 1979, μαζί με τους Αφγανούς πολέμαρχους εναντίον των Ρώσων.
Αυτό κατά τη γνώμη μου δεν είναι δυνατό. Η Τουρκία δε θα άφηνε ποτέ αιχμάλωτο να φύγει από τη χώρα και βεβαίως δε θα επέτρεπε να μεταβούν αιχμάλωτοι στο Αφγανιστάν. Ακόμα κι αν, επί παραδείγματι, Τούρκοι αξιωματικοί συνεργάζονται διακριτικά με τα κινήματα της τζιχάντ στο λαθρεμπόριο ναρκωτικών –κυρίως χωρίς την επίσημη ιδιότητά τους, για να κερδίσουν χρήματα, ορισμένες φορές δε ημιεπίσημα για να αποκτήσουν προσβάσεις στα ισλαμιστικά κινήματα–, θα απέφευγαν να αυτοϋπονομευθούν τοποθετώντας ανθρώπους, και μάλιστα αιχμαλώτους, σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις όπως είναι αυτές του Αφγανιστάν.
Κύριε Κόπλεϊ, πιστεύετε ότι υπάρχει οποιαδήποτε πιθανότητα να ζουν σήμερα κάποιοι από τους αιχμαλώτους του «Αττίλα»; Εάν ζουν, ποιες, πιθανώς, είναι οι συνθήκες διαβίωσής τους;
Η Τουρκία δε θα είχε κανένα λόγο να κρατά ζωντανούς αιχμαλώτους από το 1974 και όντως θα ήταν πολιτικά επικίνδυνο γι’ αυτή να το κάνει. Οποιαδήποτε πληροφορία για κάποιον αιχμάλωτο που πιθανώς ζει θα της προκαλούσε τεράστια προβλήματα. Σύμφωνα με την ισλαμική πρακτική, που αντιμετωπίζεται σοβαρά τουλάχιστον από ορισμένους στρατιωτικούς (αν και σε μικρότερο βαθμό κατά τη δεκαετία του 1970), στο ένα τρίτο των αιχμαλώτων θα είχε προσφερθεί η ευκαιρία να προσηλυτιστούν στο Ισλάμ. Ως εκ τούτου, ενδεχομένως επιχείρησαν να προσηλυτίσουν κάποιους αιχμαλώτους στο Ισλάμ.
Μια άλλη πληροφορία λέει ότι ορισμένοι απ’ αυτούς αναγκάστηκαν από τους Τούρκους να κάνουν επιγαμίες, ότι άλλοι υιοθετήθηκαν και ότι όσοι αρνήθηκαν βασανίστηκαν άγρια. Επίσης λέει ότι οι Τούρκοι σκότωσαν όλους όσοι συμμετείχαν στον πόλεμο ανεξαρτησίας της ΕΟΚΑ.
Οι τουρκικές υπηρεσίες γνώριζαν, μέσω των Τουρκοκύπριων, την ταυτότητα εκείνων που συμμετείχαν στον πόλεμο ανεξαρτησίας της ΕΟΚΑ. Αυτοί δολοφονήθηκαν όλοι, μαζί τους δε και πολλοί τους οποίους οι Τούρκοι υποπτεύονταν, λανθασμένα ή σωστά, ότι είχαν σχέση με την ΕΟΚΑ. Και πάλι δεν έχω τεκμήρια αναγκαστικής επιγαμίας μεταξύ Ελλήνων ή Ελληνοκύπριων αιχμαλώτων με Τουρκάλες νύφες ή για τις όποιες υιοθεσίες Ελληνοκύπριων αιχμαλώτων παιδιών από τουρκικές οικογένειες. Αυτές οι ενέργειες συνεπάγονταν την προοπτική της μεταγενέστερης αποκάλυψης, κάτι που οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις θα θεωρούσαν απαράδεκτο.
Για πρώτη φορά ένας αξιωματούχος που γνωρίζει δίνει μία νέα διάσταση στην υπόθεση.
Ο στρατηγός Δημήτρης Νταλιάνης δεν είναι ένας τυχαίος αξιωματικός. Υπηρέτησε σε νευραλγικές μονάδες ως αξιωματικός του πεζικού: στον Έβρο, στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, στην Κύπρο, στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, στη Σχολή Ευελπίδων, στη Σχολή Πολέμου, στη Σχολή Εθνικής Άμυνας. Σήμερα σπάει την πολύχρονη σιωπή του κι ανοίγει τα χαρτιά του:
Στην ΕΥΠ, στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, όταν υπηρετούσα, έγιναν σημαντικά πράγματα. Βρήκαμε Κύπριους αγνοούμενους ζωντανούς. Ήταν η κορυφαία στιγμή της στρατιωτικής μου καριέρας. Έξι ζωντανούς στο Μπολού κι εφτά στο Ντενιζλί της Τουρκίας. Ζωντανούς! Τους είδαν! Τα στοιχεία αυτά τα μεταφέραμε στον αρχηγό της υπηρεσίας πληροφοριών και στη συνέχεια αυτός τα διαβίβασε στον πρωθυπουργό της χώρας!!! Ήταν πολύ μεγάλη η συγκίνηση. Οι πληροφορίες αυτές ήταν ανακοινώσιμες σε εξαιρετικά μικρό αριθμό χειριστών. Διασταυρώθηκαν, αναλύθηκαν, διαπιστώθηκε η υψηλή τους αξιοπιστία και μετά αρμοδίως ενημερώθηκε ο τότε πρωθυπουργός.
Τέλος, για όσους παραμένουν δύσπιστοι σχετικά με αυτή τη συγκλονιστική εθνική μας υπόθεση, ας πληροφορηθούν μία εξίσου απίστευτη –αλλά αποδεδειγμένα αληθινή– ανθρώπινη περιπέτεια όπως την κατέγραψαν –με αφορμή την πρώτη έκδοση του βιβλίου– τα διεθνή πρακτορεία ειδήσεων:
Ο Κορεάτης λοχίας Τσανγκ Μου-Χουάν, που είχε συλληφθεί αιχμάλωτος το 1953 από δυνάμεις της Βορείου Κορέας, δραπέτευσε φέτος ύστερα από 45 ολόκληρα χρόνια και κατέφυγε στην Κίνα. Όταν συνελήφθη αιχμάλωτος ήταν 27 ετών και τώρα είναι 72!!!
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
«Εντοπίσαμε περιστερώνα· είχε μέσα δύο περιστέρια…» Ήταν ο κωδικός για την πιο συγκλονιστική περιπέτεια της ζωής μου. Φράση που επανέλαβε συνωμοτικά, με σταθερή και βαθιά φωνή, ένα «γεράκι» των μυστικών υπηρεσιών. Όχι κάποιος χαρτογιακάς, κάποιος θλιμμένος λαπάς που έχασε το «εν ανθρώποις ευδοκία…», αλλά κάποιος που υπακούει σ’ εκείνο που δε γνωρίζει· που ’ναι γενναίος με θαυμαστή τρέλα και για τούτο αθάνατος· που τόσα χρόνια ζούσε αθέατος, σχεδόν χωρίς όνομα· που ’χε ξεχάσει ότι είναι αξιωματικός πληροφοριών και είχε καταφέρει να συνηθίσει στην ιδέα ότι ήταν και ψαράς και Τούρκος και άξεστος. Μα ό,τι κι αν ήταν αυτός ο αρχάγγελος με το μουστάκι και το μελαψό δέρμα, αυτός ο ταπεινός ψαράς είχε πιάσει τα πιο μεγάλα ψάρια της ζωής του. Μ’ εκείνο το ρίγος της μοναξιάς που νιώθουν οι άντρες όταν οι περιπέτειες φυσούν πάνω τους τα κύματα της αγωνίας. Γιατί υπερασπιζόταν τις πληροφορίες για το «τιμιώτερον» και «αγιώτερον» που είναι η πατρίς… Κι εκείνη η φράση του, κοφτή, απέριττη, χωρίς λεπτομέρειες, γεμάτη αποστάγματα συγκίνησης: «Εντοπίσαμε περιστερώνα· είχε μέσα δύο περιστέρια…» Πού ήταν ο περιστερώνας και πώς εντοπίστηκε; Ποια περιστέρια ήταν μέσα;
Ο παπα-Χριστόφορος είναι ένας εσταυρωμένος πεισματάρης, πρόεδρος των Συγγενών των Αγνοουμένων της Κύπρου, και ψάχνει κι αυτός το δικό Αλέξανδρο. Γιατί η Κύπρος είναι νησί, οι αγνοούμενοι χίλιοι εξακόσιοι δεκαεννιά κι η απόγνωση, η πιο θλιμμένη πινελιά, βάφει αργά αλλά σταθερά τη Μεγαλόνησο… Σ’ αυτό τον παπά μίλησαν πρώτα για τα δύο «περιστέρια», για τους δύο αγνοουμένους που βρήκαν ζωντανούς. Γιατί υπάρχουν ζωντανοί που αιχμαλωτίστηκαν στην καταιγίδα της εισβολής και κατάφεραν να επιζήσουν στην Τουρκία παρά τις απάνθρωπες συνθήκες κράτησης. Γιατί τα κατάφεραν κι έγιναν για λίγο αθάνατοι, για κάποια διαστήματα πρίγκιπες στη σκέψη μας κι αναμφίβολα ήρωες μιας θαυμαστής θεωρίας για το χαμένο Παράδεισο· γι’ αυτόν που δε θα ζήσουν ποτέ… Γιατί όλα ήταν αλήθεια. Γιατί το κροκί της αδυναμίας ήταν το μόνο έντονο ανάμεσα από τα δόντια εκείνου που φώναζε κι έκλαιγε: «Είμαι ζωντανός. Αιχμάλωτος από την εισβολή. Σώστε με…», κι έκανε ένα «τσαφ» κι ανέβαινε σαν προσευχή, σαν θυμίαμα, η κραυγή. Γιατί όλα ήταν αλήθεια. Γιατί υπήρχε και δεύτερος κωδικός: «Ο θησαυρός είναι μέσα στο θησαυροφυλάκιο. Βρήκαμε άθικτο το θησαυρό…»
«Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΘΗΣΑΥΡΟΦΥΛΑΚΙΟ»
Στην Κύπρο έχουν τη συνήθεια στο οικογενειακό τραπέζι, στα σπίτια των αγνοουμένων, να κρατούν τη θέση εκείνου που χάθηκε. Εκείνου που χάθηκε και θα ξανάρθει. Ο ποιητής έλεγε «χάθηκε εδώ για να σωθεί μακριά». Αλλά μακριά ήταν ζωντανός. Και στην Κύπρο υπάρχει μόνο η ελπίδα, αυτή η κρούστα που προστατεύει τη φλόγα. Υπάρχει κι η άδεια καρέκλα του στο τραπέζι και βάζουν κάθε μέρα φαγητό στο πιάτο του. Αν, δηλαδή, ολόγυρα είναι μαζεμένη η οικογένεια, στο δικό της μυστικό δείπνο, και τρώνε όλοι μαζί, είναι εκεί η θέση του αγνοουμένου, ανάμεσά τους· υπάρχει στο στρωμένο τραπέζι με το αχνιστό φαΐ η καρέκλα του και το πιάτο του· υπάρχει κι αυτός εκεί σαν να τρώει πλάι τους…
Χίλιες εξακόσιες δεκαεννιά οικογένειες ακολουθούν πιστά αυτή την τελετουργία που θυμίζει σκηνή από τους ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης: η θέση του βασιλιά Αρθούρου μένει πάντα κενή…
Έχουν περάσει τριάντα πέντε χρόνια από τότε που άρχισε η κυπριακή τραγωδία. Οι περισσότεροι από τους χίλιους εξακόσιους δεκαεννιά δεν υπάρχουν πια. Ωστόσο, τα δεκατρία «περιστέρια» ζουν. Και γυρεύουν να πετάξουν στην ελευθερία, να γυρίσουν στη ζωή.
Είμαι ένας δημοσιογράφος με ορισμένες από τις εμπειρίες που αποκτούν οι ρεπόρτερ όταν γυρίζουν από αποστολές στις εύφλεκτες ζώνες αυτού του πλανήτη. Έχω δει βασανιστήρια να γίνονται μπροστά στα μάτια μου στην Κεντρική Αμερική, όταν κάλυπτα τον πόλεμο των Κόντρας με τους Σαντινίστας· εκτελέσεις στο Αφγανιστάν· πτώματα στον πόλεμο της Βοσνίας· πτήσεις θανάτου στον κυνηγότοπο του Κουρδιστάν, αλλά ήμουν σχεδόν πάντα «under control» – δοκίμαζα τα όρια των συναισθημάτων μου… Τα κατέγραφα και τα μετέδιδα όσο πιο αντικειμενικά μπορούσα. Είναι η γνώση που αποκτούν οι ρεπόρτερ αιχμής των ειδικών αποστολών. Εκείνοι που, για να πειστούν και να υπογράψουν δυο αράδες, αφήνουν πρώτα να κοπάσει ο άνεμος της καχυποψίας…
Η πεντάχρονη όμως έρευνά μου για τους αγνοουμένους της κυπριακής τραγωδίας, που βρίσκονται εν ζωή στις απίθανες κρυψώνες της αχανούς Τουρκίας, ήταν κάτι διαφορετικό. Δεν ήμουν ο Πέτρος, ο επαγγελματίας, ο θεατής και καταγραφέας των γεγονότων, είχα ξεφύγει από την ιδέα αυτού του ρόλου. Ήμουν ένας απλός άνθρωπος. Ζούσα την ίδια περιπέτεια με τους συγγενείς των αγνοουμένων και με συγκλόνιζε η άγια αγωνία τους. Μαύριζε η ψυχή μου για το μαντίλι που φορούν και για το βάσανο των δακρύων. Τριάντα πέντε χρόνια τώρα. Τριάντα πέντε χρόνια σιωπής, τριάντα πέντε χρόνια μιας ταραγμένης ελπίδας.
Στην έρευνα αυτή που ξεκίνησα από κάποιο τυχαίο γεγονός, άσχετο με το θέμα των αγνοουμένων, συνάντησα πολλούς ανθρώπους και μίλησα μαζί τους: πολιτικούς ηγέτες, όπως ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, στελέχη της κυπριακής κυβέρνησης, όπως ο πρώην Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Γλαύκος Κληρίδης, υψηλόβαθμα στελέχη μυστικών υπηρεσιών κι αξιωματούχους οι οποίοι χειρίστηκαν την πιο συνταρακτική ίσως αποστολή έρευνας και διάσωσης Ελλήνων αιχμαλώτων, την πιο πικρή μα, αλίμονο, και την περισσότερο καταδικασμένη σε πλήρη σιωπή…
Τα δημοσιεύματά μου, με διασταυρωμένα στοιχεία από κάθε είδους πηγές, έκαναν το γύρο του κόσμου, αναμεταδόθηκαν από ελληνικούς, κυπριακούς και ξένους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς, απασχόλησαν τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Κύπρου, αναστάτωσαν το Ευρωκοινοβούλιο. Για πρώτη φορά ήρθαν στο φως στοιχεία και ντοκουμέντα. Τουλάχιστον δεκατρείς Έλληνες και Ελληνοκύπριοι αγνοούμενοι βρίσκονται εν ζωή σε συγκεκριμένα τουρκικά στρατόπεδα και, σύμφωνα με πιο πρόσφατες πληροφορίες, σε φυτείες παπαρούνας και σε εργαστήρια ηρωίνης στα βάθη της Τουρκίας. Βλέπω τους ανθρώπους αυτούς, έρμαια της άλογης μοίρας αλλά κυρίως έρμαια των γραναζιών της σκοπιμότητας, ζωντανούς-νεκρούς, «presumed dead», όπως αναφέρεται σε ένα έγγραφο του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών· χαμένους, αρρώστους, ψυχικά και σωματικά ράκη, από τα βασανιστήρια αρχικά και τις κακουχίες, την απώλεια της ψυχής, καθώς και της προσωπικότητάς τους στη συνέχεια· πιόνια, λάφυρα πολέμου· αντικείμενα προς ανταλλαγή και χρυσοφόρους άσους στο μανίκι κάθε κυβέρνησης.
Οι μηχανισμοί δεν έχουν μάτια να δουν τη ζωή, δεν έχουν αισθητήρια όργανα να νιώσουν τον πόνο, τη χαρά ή την ελπίδα. Λειτουργούν τυφλά για την εξυπηρέτηση της προκαθορισμένης σκοπιμότητας. Κι όταν αυτή η σκοπιμότητα ακυρωθεί ή η αδράνεια πολυκαιρίσει, τότε οι άνθρωποι ξεχνιούνται. Η γραφειοκρατία δε φημίζεται για τις έγκαιρες αποφάσεις της και τις προσαρμοστικές αλλαγές της. «Μια ανθρώπινη ζωή δεν αξίζει τίποτε, αλλά και τίποτε δεν αξίζει όσο μια ανθρώπινη ζωή», είπε ο Αντρέ Μαλρό.
Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στο Βιετνάμ, οι Αμερικανοί αιχμάλωτοι πολέμου, που εντοπίστηκαν στα βάθη της ζούγκλας, ανταλλάχτηκαν μετά το διεθνή σάλο που ξέσπασε με την ήττα της υπερδύναμης. Στην περίπτωση των εν ζωή αιχμαλώτων της κυπριακής τραγωδίας ισχύει ο νόμος της σιωπής –τον οποίο αντιμετώπισα πάρα πολλές φορές στην πορεία της έρευνάς μου–, του οχαδερφισμού, της λήθης. Σχεδόν κανένας πολιτικός δεν αποτόλμησε να αναλάβει την ευθύνη για τη σωτηρία αυτών των ζωντανών-νεκρών. Eλάχιστοι αποτόλμησαν να διαμορφώσουν την πολιτική με επίκεντρο την αξία της ανθρώπινης ζωής. Υπήρξαν, ωστόσο, κάποιοι με θάρρος και ψυχή· τόλμησαν να μιλήσουν γι’ αυτούς και να πουν: «Ναι, ξέρουμε πως είναι ζωντανοί. Ξέρουμε ότι βρίσκονται σε στρατόπεδα της Τουρκίας και είμαστε διατεθειμένοι, αν μας ζητηθεί, να μιλήσουμε για όσα ξέρουμε επωνύμως». Άνθρωποι που πήραν μέρος στις προσπάθειες για να σωθούν τρία από τα «περιστέρια» και σκόνταψαν στο νόμο της σιωπής και των σκοπιμοτήτων.
Η βαρύτητα των στοιχείων που συγκέντρωσα κατά τη διάρκεια αυτής της έρευνας με οδήγησε στην απόφαση να σπάσω αυτό το νόμο της αδικαιολόγητης σιωπής. Όχι για να δρέψω εύκολες δημοσιογραφικές δάφνες, αλλά για να κινήσω νήματα ευαισθησίας και, κατά κάποιο τρόπο, για να αποτίσω φόρο τιμής στην αξία της ανθρώπινης ζωής. Δεν έκανα τίποτε άλλο από το να συνεχίζω να λειτουργώ ως δημοσιογράφος. Δεν ξέχασα τους κανόνες της δουλειάς: να βρω την άκρη του νήματος μέσα στον ορυμαγδό και στη σκόνη του ρεπορτάζ. Δεν είμαι ντετέκτιβ ούτε είχα ποτέ τη διάθεση να φανταστώ τον εαυτό μου κατάσκοπο ή πράκτορα ειδικών υπηρεσιών, που θα μπορούσε να αναλάβει τέτοιους περίεργους ρόλους. Κατέγραψα όλα αυτά τα γεγονότα θέλοντας να δείξω το πραγματικό πρόσωπο αυτής της θλιβερής ιστορίας. Πίστεψα ότι δεν εξυπηρετούν κανένα σκοπό αυτά τα τριάντα πέντε χρόνια σιωπής. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί επί τριάντα πέντε χρόνια μένει αυτή η ιστορία στα συρτάρια, γιατί γνωρίζουν γι’ αυτή πέντε ή δέκα (δεν είναι περισσότεροι) επώνυμοι άντρες της χώρας, γιατί την αναλύουν μεταξύ τους και γιατί δε γίνεται τίποτα.
Οι άνθρωποι αυτοί, τα δεκατρία «περιστέρια», ζουν. Δεν έχει σημασία αν θα πετάξουν μόνο τρία απ’ αυτά, δεν έχουν σημασία οι αριθμοί, αν οι ζωντανοί είναι δεκατρείς ή πενήντα ή εκατόν πενήντα – η ζωή δε μετράει αριθμούς αλλά μόνο τη θέληση να υπάρχει.
Έχω φανταστεί πολλές φορές ότι συναντώ κάποιον αιχμάλωτο στο στρατόπεδο του Μπολού ή του Ντενιζλί, ρακένδυτο, και καταφέρνω, λέει, να τον φέρω πίσω μαζί μου. Όμως πρέπει να διευκρινίσω το εξής: δε θα ’θελα να επισκεφτεί την Ελλάδα για να στηθεί στα δύο μέτρα η Τουρκία. Δε θα λειτουργούσα με τη λογική της αθηναϊκής χωματερής. Θα τον έφερνα εδώ ακόμα κι αν ήταν ανάγκη να εξαφανιστεί από προσώπου γης, να μην πει τίποτα σε κανέναν για να μη βρεθεί στη δίνη των σκοπιμοτήτων. Και οφείλω να ξεκαθαρίσω κάτι: κάποια στιγμή η Τουρκία δεν τους χρειαζόταν αυτούς τους ανθρώπους, ήταν βάρος περιττό γι’ αυτή. Ήταν όμως οι ζωντανές και οι επικίνδυνες αποδείξεις μιας θηριωδίας. Τη στιγμή αυτή δεν την επισήμανε η ελληνική πολιτική. Και δεν «αντάλλαξε» πολύτιμες ανθρώπινες ζωές με την εγγύηση της σιωπής και της διακριτικότητας. Αν τουλάχιστον είχε «αξιοποιήσει» αυτές τις ζωές που χάθηκαν…
Πρέπει να εξομολογηθώ στον αναγνώστη που διαβάζει τούτο το βιβλίο πως δεν ένιωσα τον κίνδυνο κατά τη διάρκεια αυτής της περιπέτειας. Μόνο μία φορά ο εξ απορρήτων του τότε Προέδρου Κληρίδη –ένας γενναίος Έλληνας, ο πρέσβης Δώρος Πιερίδης, που είχε έρθει στην Αθήνα για να διερευνήσει κι εκείνος μαζί μου τα συνταρακτικά στοιχεία για τους εν ζωή Ελληνοκύπριους αιχμαλώτους και να ενημερώσει γι’ αυτό το θέμα τον Πρόεδρο Κληρίδη–, πριν δημοσιεύσω το ρεπορτάζ, μου μίλησε για τους κινδύνους της αποστολής.
Τον συνάντησα στο παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού. Σκοπεύαμε να διατρέξουμε όλη την Ελλάδα, να βρούμε συγκεκριμένα πρόσωπα, αξιωματούχους που είχαν αποφασίσει να ανοίξουν το στόμα τους.
«Δεν πρέπει να πάρεις το αυτοκίνητό σου», μου είπε. «Θα νοικιάσουμε εμείς ένα και θα το αλλάξουμε στη μέση της διαδρομής, γιατί υπάρχουν κίνδυνοι. Μη σου φανεί παράξενο ότι μπορεί να ’μαστε στο στόχαστρο…»
Δεν ένιωσα όμως τον κίνδυνο ούτε τότε… Ένιωσα μόνο πολύ «μικρός» για να μπορώ να σηκώσω το βάρος αυτής της συγκλονιστικής πληροφόρησης που είχα, ότι δηλαδή βρίσκονται εν ζωή κάποιοι Έλληνες αιχμάλωτοι από την κυπριακή τραγωδία, ότι βρίσκονται σε συγκεκριμένα στρατόπεδα στην Τουρκία και ότι έγιναν δύο επιχειρήσεις απεγκλωβισμού τους επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη το 1992-1993, οι οποίες μπλοκαρίστηκαν από τις ξένες δυνάμεις.
Όταν επιστρέφαμε, ο Δώρος Πιερίδης είχε συγκλονιστεί από τις πληροφορίες που είχε ακούσει από τους πρωταγωνιστές…
«Κοίταξε, ανατρίχιασα…» είπε. Κι ακόμα: «Πέτρο, είμαι πεπεισμένος ότι ζουν αυτοί οι άνθρωποι…»
Η έρευνα δε σταματά σ’ αυτό το βιβλίο. Συνεχίζεται και από άλλους πρωταγωνιστές αυτής της υπόθεσης οι οποίοι εμπλουτίζουν αυτή την έρευνα με νέα στοιχεία. Δεν είμαι ήρωας ούτε μ’ αρέσει να βρίσκομαι στο ημίφως της μετριοφροσύνης, αλλά στον προβολέα της πραγματικότητας και της αλήθειας. Δε θέλω να είμαι υπερβολικός, θέλω να είμαι ακριβής, και δε θέλω να είμαι ευχάριστος, όταν μπορώ να είμαι χρήσιμος.
Δεν υπάρχουν πατριώτες και μη πατριώτες. Πιστεύω όμως ότι παντού, σε όλες τις κυβερνήσεις, σε όλα τα στρατόπεδα, σε όλα τα πολιτικά κόμματα, σε όλα τα κομματικά επιτελεία, σε όλα τα πρωθυπουργικά γραφεία, υπάρχει μια ξεχωριστή κάστα ανθρώπων, αυτοί που έχουν μέσα τους αποστάγματα λεβεντιάς, περηφάνιας, ανθρωπισμού και που στις φλέβες τους κυλάει κάτι εξαιρετικό. Κάποιοι απ’ αυτούς τους ανθρώπους, λοιπόν, μου μίλησαν, μου άνοιξαν την καρδιά τους, δε φοβήθηκαν, δεν μπλοκαρίστηκαν από σκοπιμότητες, και σ’ αυτούς οφείλεται η έρευνά μου και το βιβλίο αυτό. Αλλά οφείλεται και στις οικογένειες των αγνοουμένων, που με αγκάλιασαν με πολλή θέρμη στην Κύπρο, όσες φορές τους επισκέφτηκα, κι αναγνώρισαν τις προσπάθειες όλων των γενναίων συναδέλφων δημοσιογράφων που δούλεψαν με ζήλο για την αποκάλυψη αυτής της θηριωδίας τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα, στη Γαλλία, στα υψώματα της Μέσης Ανατολής, στις εσχατιές της Κεντρικής Ασίας.
Είμαι σίγουρος ότι οι αγνοούμενοι που στην έρευνά μου ανακάλυψα πως βρίσκονται εν ζωή είναι προστατευμένοι και δεν απειλείται η ζωή τους εξαιτίας των δημοσιευμάτων μου. Οι πηγές μου φρόντισαν να διαρρεύσει προς την τουρκική πλευρά ότι η ελληνική πλευρά γνωρίζει πως βρίσκονται τόσοι άνθρωποι εν ζωή και τις περιοχές όπου έχουν εντοπιστεί, σε ανεπίσημο, φυσικά, επίπεδο. Και ότι, αν πάθουν κάτι, θα εκτεθεί ανεπανόρθωτα η Τουρκία.
Αυτό το βιβλίο θα μπορούσε να είναι ένα μυθιστόρημα ή μια ταινία θρίλερ. Έτσι θέλω να το διαβάσει ο αναγνώστης. Η ίδια η ζωή, λένε, είναι το καλύτερο μυθιστόρημα. Ας θυμηθούμε όμως ότι διαβάζουμε την ίδια την πραγματικότητα για το πιο σημαντικό εθνικό θέμα της πρόσφατης ιστορίας μας. Ο αναγνώστης ας μη σταθεί μόνο στα ντοκουμέντα και στα έγγραφα που παραθέτω. Ας σταθεί κυρίως στην ανθρώπινη ιστορία, στο ανθρώπινο δράμα, που θα μπορούσε να είναι και δικό του. Κι ας θυμηθεί ότι έστω και μία ζωή αν σωθεί, είναι σαν να σώζεται ο κόσμος όλος…
«ΕΧΟΥΜΕ ΒΡΕΙ ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ»
Η κυπριακή τραγωδία, τα τραύματα και οι πληγές από τον «Αττίλα», δε με είχε αφήσει ασυγκίνητο. Αχνές στη μνήμη μου οι σειρήνες της επιστράτευσης στην Αθήνα. Πιο κοντινά μου τα επετειακά αφιερώματα στην τηλεόραση, που, όσο περνά ο καιρός, ξεθωριάζουν. Όχι πως είχα καμιά ιδιαίτερη σχέση με το Κυπριακό. Ποτέ δεν είχα εξαιρετικό κέφι να ασχοληθώ με τις θλιμμένες πορείες, τα δακρυσμένα μάτια, τις υποσχέσεις και τα παχιά λόγια… Πού να το ’ξερα ότι, ανοίγοντας στη μέση τα πλευρά αυτού του βιασμένου κορμιού που λέγεται Κύπρος, θα ’βλεπα κάτι που θα γινόταν η εμμονή μου… Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που έχουν εμμονές· που υπερασπίζονται έμμονες ιδέες· που έχουν τρέλα με κάτι· που νιώθουν την περιπέτεια και το ταξίδι, το απόσταγμα της συγκίνησης, τη μάχη να υπερασπίζεσαι κάτι. Κι εγώ είχα κληθεί να υπερασπιστώ μια πληροφορία! Μια πληροφορία υψηλού κινδύνου. Το μάτι του ρεπόρτερ είχε κλείσει μέσα του καρέ καρέ ένα θρίλερ. Μια βόμβα που έπρεπε απαραιτήτως να κάνει το γύρο του κόσμου. Ή τουλάχιστον να φύγει απ’ τα χέρια μου. Γιατί η πληροφορία για ένα δημοσιογράφο είναι μια βόμβα που, αν δεν την πετάξει από τα χέρια του, κινδυνεύει να εκραγεί.
Δεν είχα, λοιπόν, ποτέ καμιά ιδιαίτερη εμμονή με το Κυπριακό, καμιά ιδιαίτερη σχέση. Εκτός από μια τυπική επαγγελματική σχέση, που με άφηνε μέχρι το πεδίο της ομίχλης. Μέχρι το ντεκόρ και τα ασπρόμαυρα πλάνα μιας κυπριακής μελαγχολικής βροχής.
Ολόκληρη αυτή η αλυσίδα των αποκαλύψεων, που με οδήγησε προοδευτικά στη σχεδόν απίστευτη αλήθεια, ξεκίνησε από μια έρευνα για μια συνταρακτική ιστορία κατασκοπίας. Για μια υπόθεση που είχε διαταράξει τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Ήταν φυσικό η υπόθεση του Στίβεν Λάλας να μου κεντρίσει το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Υπόθεση κατασκοπίας για λογαριασμό της Ελλάδας κι ο Ελληνοαμερικανός να βρίσκεται στα τάρταρα της φυλακής με ποινή δεκατεσσάρων χρόνων…
Έψαχνα να βρω στοιχεία γι’ αυτή την ιστορία που έριξε έναν άνθρωπο στη φυλακή κι ίσως έριξε και μια κυβέρνηση στην ομίχλη της αντιπολίτευσης. Χρειάστηκε, λοιπόν, να ζητήσω πληροφορίες από κάποιους αξιωματικούς του Επιτελείου αλλά και της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, της περιβόητης ΕΥΠ. Έμαθα πως την υπόθεση χειριζόταν ένας αξιωματικός πληροφοριών, ο Αναξαγόρας Σπιτάς. Αποφάσισα να τον βρω και να του μιλήσω. Φυσικά, αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο. Οι άνθρωποι των μυστικών υπηρεσιών έχουν μάθει να κρατούν το στόμα τους κλειστό, είναι μέσα στη δουλειά τους αυτό, μέσα στη νοοτροπία τους.
Οι πηγές μου από το Πεντάγωνο με είχαν ενημερώσει ότι ο Σπιτάς υπηρετούσε στην Καβάλα ως υποδιοικητής της εκεί μεραρχίας. Είχε φάει «σουτ» –μου έλεγαν– για την αποκάλυψη του Λάλα. Δεν του συγχώρησαν ότι αυτός και τα κόλπα του στον κλάδο κατασκοπίας των μυστικών μας υπηρεσιών –ο Σπιτάς ήταν ο προϊστάμενος του νευραλγικού ΑΔ Κλάδου Kατασκοπίας– είχαν δημιουργήσει εντάσεις με τους Αμερικανούς.
«Αν θέλεις να του μιλήσεις, πρέπει να πας να τον βρεις απευθείας», με προειδοποίησαν, «χωρίς ραντεβού και τέτοια…»
Φυσικά, ήταν ένα θέμα υψίστης εθνικής ασφαλείας και η επαφή έπρεπε να γίνει με τη μυστικότητα που καλύπτει τα ρεπορτάζ. Δεν τον πήρα τηλέφωνο για να του ζητήσω ραντεβού, όπως συνηθίζεται στη δουλειά μας. Πήγα κατευθείαν στην Καβάλα, στο στρατόπεδο όπου υπηρετούσε ως υποδιοικητής.
Ήταν νύχτα, εννιά η ώρα. Η ομίχλη σκέπαζε τα πάντα. Η υγρασία της βόρειας Ελλάδας με περόνιαζε ως το κόκαλο. Το δημοσιογραφικό θάρρος, ανακατεμένο με μπόλικο θράσος, κι όλα αυτά πασπαλισμένα με εξαιρετική ευγένεια, βοηθά πάντα να περάσει κανείς από τους σκοπέλους ενός τυπικού ελέγχου στην πύλη. Πλησιάζω κι εξηγώ στο φρουρό του στρατοπέδου ποιον θέλω. Ο φρουρός μιλά με τον ίδιο τον Σπιτά. Ο ταξίαρχος αιφνιδιάζεται, αλλά αστραπιαία αντιλαμβάνεται ποιον θα ’χει σε λίγα λεπτά απέναντί του. Μου τον δίνουν στο τηλέφωνο, στην παγωμένη πύλη του στρατοπέδου.
«Γεια σας», του λέω.
«Πέτρο, μην αφήσεις την ταυτότητά σου στο φρουρό», μου απαντά. «Έλα πάνω, θα σε συνοδέψει ο στρατιώτης».
Είχε καταλάβει ποιος ήμουν από το επώνυμό μου, που του το είχε πει πριν από λίγο ο στρατιώτης.
Πήγα και τον βρήκα στο γραφείο του. Απέξω βρισκόταν μια ξανθιά αρχιλοχίας με στολή εκστρατείας. Ήμουν τυχερός: το επόμενο πρωί θα έκαναν περιπολία στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα.
«Είσαι τυχερός που με βρήκες εδώ αυτό το βράδυ… Ήρθες λοιπόν από την Αθήνα, Πέτρο…»
Μου απηύθυνε το λόγο χρησιμοποιώντας το μικρό μου όνομα, κι όμως δεν είχαμε καν συστηθεί. Χωρίς να με περιμένει, θυμόταν λεπτομέρειες από τα ρεπορτάζ μου· ήξερε για στοιχεία που προκάλεσαν αναστάτωση στην υπηρεσία του· γνώριζε ότι, για να φτάσω ως την Καβάλα, κάτι σημαντικό συνέβαινε… Τον είδα ανήσυχο και φρόντισα να τον καθησυχάσω. Του εξήγησα ότι θα σεβαστώ την υστεροφημία του. Προσπάθησα να τον πείσω ότι είμαι φιλικός.
«Ξέρω για τις επιτυχίες που είχες ως αρχηγός του ΑΔ Kλάδου. Kάνω μια έρευνα για την υπόθεση Λάλα. Έχουμε κοινούς γνωστούς», του πέταξα –κι ήταν αλήθεια–, «που μου ’χουν πει σχεδόν τα πάντα… Όμως, να, ήθελα μερικές λεπτομέρειες…»
Ο Σπιτάς ήταν Σφίγγα. Δεν ήταν αξιωματικός- χαρτογιακάς, αν και τελευταίος της τάξης του στην Ευελπίδων, όπως έλεγαν οι κακές γλώσσες εκείνων που συνυπηρέτησαν μ’ αυτόν και που ξέρουν να θάβουν εκ του ασφαλούς. Γούσταρε όμως την προκεχωρημένη δράση. Του άρεσαν τα παιχνίδια των κατασκόπων, τα θρίλερ της πραγματικότητας, που πολλές φορές είχαν δυσμενή εξέλιξη για τη χώρα λόγω των διεθνών παρεμβάσεων, αλλά στο τέλος ευμενή κατάληξη χάρη στις εξαιρετικές του πράξεις προς την πατρίδα. Κι ίσως γι’ αυτό ο ταξίαρχος Σπιτάς ήταν πάντα το «αγκάθι» για κάποιους ξένους· τους στρίμωχνε άγρια και συντόνιζε όλες τις υποθέσεις κατασκοπίας, αφού σε αυτόν έδιναν λογαριασμό οι Έλληνες πράκτορες, που ήταν διασκορπισμένοι σε αποστολές υψηλού κινδύνου.
Η συζήτηση στράφηκε γύρω από τη δραστηριότητα της ΕΥΠ.
«Ξέρεις τι έργο κάναμε, που μπορεί να μη φαίνεται», μου είπε σφίγγοντας λίγο τα χείλη και γυρνώντας το βλέμμα σε ένα απροσδιόριστο σημείο του παραθύρου δίπλα του. «Ξέρεις τι είναι να αγνοεί κανείς τα σημαντικά βήματα που κάνει μια υπηρεσία πληροφοριών, ξέρεις τι υποθέσεις βγήκαν σε πέρας από την υπηρεσία για το καλό της πατρίδας!»
Ήταν φανερό ότι ο ταξίαρχος Σπιτάς δε με παραμύθιαζε. Η κουβέντα κράτησε αρκετή ώρα, ενώ οι απαντήσεις που έπαιρνα στις ερωτήσεις μου, που πολλές φορές επαναλαμβάνονταν για θέματα που ήδη γνώριζα, αποδείκνυαν ότι ο Σπιτάς, με τα γκρίζα μαλλιά, που για χάρη αυτής της συνάντησης είχε διώξει ακόμα και τη φρουρά του από την είσοδο του γραφείου του, έλεγε την αλήθεια. Και πάνω στις αλλεπάλληλες ερωταπαντήσεις, ήρθε η στιχομυθία που με έκανε να μην κοιμηθώ εκείνη την αστροφώτιστη νύχτα στην Καβάλα – καθώς και να μην κοιμηθούν πολλοί από αυτούς που θα διάβαζαν τις αποκαλύψεις τα επόμενα χρόνια στον Ελεύθερο Τύπο, μαθαίνοντας τα συνταρακτικά στοιχεία αυτού του θρίλερ.
Ο καφές, τα τσιγάρα, η κουβέντα που είχε ανάψει, η εμπιστοσύνη, που σιγά σιγά έδιωξε τους αρχικούς φόβους, όλα αυτά βοήθησαν για την ιστορία της ζωής μου. Γιατί κάθε δημοσιογράφος έχει μια δική του ιστορία, μια υπόθεση που έχει γίνει ένα με αυτή. Κι εκεί που συζητούσαμε κι η κουβέντα είχε πάρει πια άλλους δρόμους, του ξέφυγε από τα χείλη σε υψηλούς τόνους το κορυφαίο θρίλερ της ελληνικής ψυχής, που παίζεται ακόμα και τώρα με πρωταγωνιστές αλλά χωρίς κάμερες, χωρίς σκηνοθέτη, χωρίς σενάριο, χωρίς θεατές… Ο Σπιτάς, με το επιχειρησιακό κυπαρισσί πουλόβερ εκστρατείας, μου λέει:
«Μη νομίζεις ότι η υπόθεση Λάλα είναι το πιο σημαντικό πράγμα που έχουμε κάνει. Έχουμε πετύχει και πιο σπουδαία πράγματα. Έχουμε βρει Ελληνοκύπριους αγνοουμένους ζωντανούς…»
Εκείνη την άγια στιγμή –γιατί υπάρχουν στιγμές αγιοσύνης σε μια κουβέντα για σπουδαίους ήρωες– μου πέφτει το στιλό απ’ το χέρι!
«Δηλαδή, τι εννοείς;» τον ρωτώ.
«Εννοώ ότι έχουμε ανακαλύψει πως υπάρχουν επιζώντες αιχμάλωτοι Ελληνοκύπριοι…»
Σοκ…
Η κουβέντα πήγε πάλι στα άλλα θέματα, που φάνταζαν τώρα μακρινά, σχεδόν αδιάφορα. Φύγαμε από το στρατόπεδο για να δειπνήσουμε παρέα. Eίχε φροντίσει όμως να μου πει πως στο υπηρεσιακό αυτοκίνητο του στρατού και μπροστά στον οδηγό του «θα μιλάμε περί ανέμων και υδάτων…».
Η Καβάλα τη νύχτα είναι πανέμορφη. Φεγγάρι, ιδιαίτεροι τόνοι στην αρχιτεκτονική των σπιτιών, λιμάνι με καΐκια και μαύρα νερά εκείνη τη χειμωνιάτικη βραδιά που, σχεδόν αμίλητοι, αφεθήκαμε στη γνώση του οδηγού του για ένα γραφικό ουζερί της βορειοελλαδίτικης πόλης. Εκεί ήταν πιο ζεστή η ατμόσφαιρα μεταξύ ποτού και φαγητού. Αλλά τα περιθώρια για κουβέντα ήταν πια περιορισμένα. Είχα καταλάβει ότι αυτό που μου είχε πει ήταν άκρως σημαντικό. Είχα ανατριχιάσει. Σκέφτηκα ότι προφανώς δε μου το είπε για να μου πουλήσει κάποια εκδούλευση, δεν τον είχα ρωτήσει άλλωστε, κι ο ίδιος μετά δεν έδωσε συνέχεια, κάτι που θα μπορούσε να επιχειρήσει, αν επιδίωκε να με αποπροσανατολίσει. Του ξέφυγε μάλλον πάνω στη ροή της κουβέντας.
Προσπάθησα να του αποσπάσω περισσότερες πληροφορίες για το θέμα αυτό, αλλά κατάλαβα ότι δεν ήθελε να ανοίξει τον ασκό του Αιόλου γι’ αυτή την υπ’ αριθμό ένα εθνική υπόθεση. Δε θέλησε να μου πει πρόσθετες λεπτομέρειες. Αν και προσπάθησα να εκμαιεύσω περισσότερα, η επιμονή μου έσπασε τα μούτρα της στη δική του ασπίδα, το μπετόν αρμέ της άρνησής του. Ωστόσο, μου είπε ότι επί θητείας του στις μυστικές υπηρεσίες, επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη δηλαδή, βρέθηκαν Ελληνοκύπριοι αγνοούμενοι ζωντανοί. Όταν τον ρώτησα για τον αριθμό, μου είπε «μικρός αριθμός», χωρίς να θέλει να αποκαλύψει συγκεκριμένα στοιχεία.
Αυτή τη συνταρακτική πληροφορία, που μου έπεσε ουρανοκατέβατη, την κράτησα στο μυαλό μου. Τη ζέστανα. Ξαγρύπνησα πλάι της. Ήταν σαν γυναίκα που τη σκέπαζα ζεστά να κοιμηθεί, να μ’ αγαπήσει… Εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ στο ξενοδοχείο της παγωμένης Καβάλας… Εκείνη η αγρύπνια… Να βλέπω από το δωμάτιο το χιονόνερο. Και στ’ ασημένια μονοπάτια της θάλασσας να λάμνει μια αρχαία θεά, μια θεότητα αστροφώτιστη που κανείς δε σκέφτηκε να τη χαρίσει στην αιωνιότητα με τ’ όνομά της: η αγία πληροφορία. Αποφάσισα να ψάξω περισσότερο το θέμα.
Έτσι ξεκίνησε αυτή η έρευνα, που η πρώτη φάση της κράτησε πέντε χρόνια και που συνεχίζεται όσο ζουν τα «περιστέρια». Αυτή ήταν η κωδική ονομασία που είχε δώσει στην αποστολή ο αρχηγός του ΑΔ Kλάδου Kατασκοπίας.
Σήμερα, όταν ανατρέχω σε όλο αυτό το υλικό, στα έγγραφα, στα βιβλία, στις φωτογραφίες από τη συγκλονιστική ιστορία που έζησα, όταν θυμάμαι τις εμπειρίες που είχα και τις συγκινήσεις που με είχαν συνεπάρει, νομίζω πως το μυαλό μου μετατρέπεται σε μια κάμερα και βλέπω να παίζεται ένα έργο. Όταν κλείνω τα κιτάπια μου το βράδυ, λίγο πριν κοιμηθώ, έχω την εντύπωση πως αυτή η κάμερα αρχίζει να παίζει. Ανάβει το «πλέι» και ξετυλίγεται η ταινία που μοιάζει με θρίλερ. Σκηνή σκηνή, καρέ καρέ, ξεδιπλώνεται σε σλόου μόσιον: γεγονότα τυχαία, έγγραφα και σκόρπιες πληροφορίες, που μάζεψα με την υπομονή και την επιμονή του μυρμηγκιού, περισσότερο χάρη στο πείσμα να αποκαλύψω την αλήθεια. Aυτό το πείσμα που είναι η κινητήρια δύναμη όχι μόνο της δημοσιογραφίας, αλλά και της ανθρώπινης εξέλιξης.
Όλα τα κομμάτια του παζλ αρχίζουν να ενώνονται. Και είδα κι εγώ, μαζί με όλους τους άλλους που τα είχαν δει, τα δεκατρία «περιστέρια». Φυλακισμένα στον… περιστερώνα. Είχα δει το «θησαυρό μες στο θησαυροφυλάκιο…»
Θυμάμαι την πρώτη μαρτυρία που είχα για τους αγνοουμένους –ότι βρίσκονται εν ζωή–, που μου ήρθε κι αυτή εντελώς ουρανοκατέβατη, όπως η αποκάλυψη του Σπιτά:
Είχα πάει στην Κύπρο για μια άλλη αποστολή, άσχετη με το θέμα των αγνοουμένων. Εκεί συνάντησα έναν ηρωικό Ελληνοκύπριο, τον Γιώργο Ιωαννίδη, ο οποίος, μιλώντας μου για τα τραύματα του Κυπριακού, με παρέσυρε στην ομίχλη των σκοτεινών σημείων για το θέμα των αγνοουμένων.
«Οι μαρτυρίες είναι πια τόσες πολλές, που δεν είναι δυνατό να τις αγνοούμε…» επανέλαβε με τη διάθεση ανθρώπου που δεν εγκαταλείπει τον αγώνα. Και μου διηγήθηκε μια ιστορία:
Το 1981-1982 εστάλη στη Θεσσαλονίκη ένα φορτίο με λεμόνια, εισαγόμενα από την Τουρκία. Την ώρα που οι συσκευάστριες τα συσκεύαζαν, βρήκαν ένα σημείωμα που έγραφε: «Σώστε με, είμαι ο… αιχμάλωτος εκ της τουρκικής εισβολής…»
Οι συσκευάστριες το κράτησαν, το παρέδωσαν στην αστυνομία, κι από κει, χέρι με χέρι, το στείλανε στην Κύπρο. Βρήκαν ότι ο γράφων όχι μόνο ήταν υπαρκτό πρόσωπο, αλλά ότι ήταν ένας από τους αγνοουμένους. Πήγαν στην οικογένειά του στην Κύπρο και έκαναν σύγκριση του γραφικού του χαρακτήρα από τα τετράδιά του στο σχολείο.
Υπήρχαν και άλλες πολλές μαρτυρίες γι’ αυτή την υπόθεση με τα λεμόνια, και λένε μάλιστα ότι αυτό το συγκεκριμένο τύπο λεμονιών τον καλλιεργούν και στη βόρεια Κύπρο. Συγκλονίστηκα. Φανταζόμουν αυτό το χαρτί, αυτό το μήνυμα που το στέλνει αυτός ο άνθρωπος και λέει: «Σώστε με, είμαι ο τάδε…» Μπήκα στη θέση αυτού του ανθρώπου, που είναι κρατούμενος εκεί, έγκλειστος, αναρωτήθηκα πώς θα νιώθει, πώς θα σκιρτάει η ψυχή του κάθε φορά που θα βλέπει πως υπάρχουν δυνατότητες διεξόδου, πως μπορεί να φτάσει ένα μήνυμά του κάπου, σαν το ναυαγό που πετάει ένα μπουκάλι στον ωκεανό, κι αυτό φτάνει σε κάποια ακτή…
Ήταν μία από τις λίγες φορές που κατάλαβα πόσο βαθιά μπορούν να φτάσουν οι παλμοί της συγκίνησης κι ότι το απόσταγμά της έχει μέσα του κάτι εξαιρετικό: την αθανασία της ανθρώπινης περιπέτειας.
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ ΓΙΑ… ΤΟ «ΑΛΛΟ»
Οι μέρες περνούσαν, αλλά η γνώση των στοιχείων που, σκόρπια, σχημάτιζαν το πρώτο αινιγματικό παζλ δε με άφηνε να ησυχάσω. Οι Έλληνες και οι Κύπριοι αιχμάλωτοι κι η σκιά της απόγνωσής τους ήταν ένα θέμα κυρίαρχο στο μυαλό μου, σε κάθε σκέψη που παραμόνευε στις σκιές του νου μου και που η παραμικρή αναφορά στην Κύπρο το επανέφερε. Με βασάνιζε μια πιεστική σκέψη: ένιωθα την ανάγκη να ανακαλύψω αν κάποιοι έπαιζαν μαζί μου, με την Iστορία ή αν οι πληροφορίες, αχνές και ελάχιστες, είχαν ίχνη αλήθειας, αν ήταν ακριβείς, αν υπήρχαν κι άλλα στοιχεία επαρκή, αξιόπιστα. Έψαξα να μάθω ποιοι αξιωματικοί μπορεί να είχαν πάει στην Τουρκία, ποιοι μπορεί να είχαν λάβει μέρος σε ειδικές αποστολές. Ήταν επίπονο έργο, γιατί τέτοιες υποθέσεις δε γίνονται γνωστές, μένουν στο σκοτάδι, αθέατες και μοναχικές. Οι άνθρωποι που τις αναλαμβάνουν τις κρατούν επτασφράγιστα μυστικά. Τις έχουν σαν ένα σπάνιο, πολύτιμο υλικό στο θησαυροφυλάκιο ενός εξαιρετικού έργου. Ούτε ανακοινώνονται ούτε γνωρίζει κανείς συνολικά τις ακριβείς πτυχές τους. Κατάφερα όμως να βρω τα πρώτα εντυπωσιακά στοιχεία και να έρθω σε επαφή με τους ανθρώπους που τα χειρίστηκαν.
Ξεκίνησα από μια πηγή πληροφοριών μου στο πρωθυπουργικό γραφείο: έναν άνθρωπο που από τα χέρια του πέρασαν πολλά απόρρητα έγγραφα γι’ αυτή την υπόθεση. Κι εκεί διασταυρώνεται η πληροφορία! Α, ρε Σπιτά, έλεγες την αλήθεια…
Εγώ από την αρχή της κουβέντας μου ζητούσα μόνο ένα ξερό «ναι» ή ένα ξερό «όχι». Ο άνθρωπός μου επιβεβαιώνει την πληροφορία και μου λέει:
«Έτσι είναι, αλλά μην προχωρήσεις…»
Τον άκουγα με προσήλωση, σαν πιτσιρικάς που μένει με ανοιχτό το στόμα απέναντι στο θαύμα που αντικρίζει.
«Τα στοιχεία είναι βάσιμα… Έχουν γίνει συγκεκριμένες αποστολές για τη διάσωση και τον απεγκλωβισμό ενός αριθμού αγνοουμένων αιχμαλώτων…»
Θυμόταν έγγραφα που πέρασαν απ’ τα χέρια του που ανέφεραν και ονόματα, αλλά…
«Δεν τα θυμάμαι όλα… Το μόνο που μου έρχεται τώρα στο μυαλό είναι ότι μιλούσαν για έναν αριθμό έξι ατόμων σε κάποια περιοχή και εφτά ατόμων σε κάποια άλλη περιοχή…»
«Και τα ονόματα; Τα μικρά ονόματα; Κάτι που να σου θυμίζει…»
«Δεν μπορώ να θυμηθώ άλλες λεπτομέρειες. Να ξέρεις, πάντως, ότι υπάρχουν. Κι είναι ζωντανοί…»
Επομένως, τώρα ήξερα ότι υπήρχαν και συγκεκριμένα ονόματα. Και ήταν λογικό. Γιατί, όταν αναλαμβάνεις μια τέτοια αποστολή και συγκεντρώνεις ορισμένα στοιχεία για να τη διεκπεραιώσεις, δε δικαιολογείται να μην έχεις ονόματα, έστω τα μικρά. Η πηγή αυτή μου είπε, λοιπόν, ότι υπήρχαν αυτά τα ονόματα στα έγγραφα που πέρασαν από τα χέρια της, και μάλιστα ότι έστειλαν στην Κύπρο ορισμένα απ’ αυτά τα ονόματα και είχε ενημερωθεί η κυπριακή πλευρά σε ανώτατο επίπεδο… Σοκ!… Μιλούσε για την περίοδο 1991-1992.
«Τότε, ο Πρόεδρος της Kυπριακής Δημοκρατίας, ο κύριος Βασιλείου, ήταν ενήμερος;»
«Φυσικά. Είχαν λάβει γνώση σε υψηλότατο επίπεδο… Δεν έκαναν χρήση όμως…»
«Μα γιατί;»
Γιατί μπορεί να κρίθηκε ότι δεν είναι σκόπιμο; Σε μεταγενέστερη συνάντησή μας –γιατί ακολούθησαν πολλές συναντήσεις μας από τότε– του είπα πως συγκεκριμένος φάκελος για το θέμα δεν υπάρχει στην Κύπρο, δεν υπάρχουν στοιχεία.
«Προφανώς κάποιοι τα πήραν μαζί τους…» απάντησε για να με αφήσει κατάπληκτο. Μου είπε, μάλιστα, ότι έστειλαν στην κυπριακή Υπηρεσία Πληροφοριών «όχι τα ακριβή ονόματα, αλλά κάποια άλλα μικρά», ψάχνοντας λεπτομέρειες χωρίς να τους υποψιαστεί κανείς. Κι αυτό για να μη διαταράξουν τα πράγματα, για να μη δημιουργηθεί σάλος και διαρρεύσει ότι έχουν βρεθεί κάποιοι και έτσι δώσουμε φρούδες ελπίδες και μετά γίνει κάτι και δεν μπορούμε να τους φέρουμε πίσω…
Πράγματι, ένα τέτοιο συγκλονιστικό θέμα θα προκαλούσε τριγμούς στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και ήταν φυσικό να περιβάλλεται από ομίχλη, να ’ναι πασπαλισμένο με το νόμο της σιωπής. Και δεν ήταν λίγοι αυτοί που προσπάθησαν σε αυτή τη φάση να με αποτρέψουν από μια βαθύτερη, ενδελεχή έρευνα. Όπως ο πρώην αρχηγός της ΕΥΠ, ο πτέραρχος Παναγιώτης Μπαλές, ένας λαμπρός αξιωματικός της αεροπορίας, που κατέβαλλε φιλότιμες προσπάθειες για να με αποτρέψει να ασχοληθώ με το θέμα «γιατί επρόκειτο για ψευδή στοιχεία… που δεν έχουν βάση… μα ποιος τα λέει αυτά…» κ.λπ., κ.λπ. Η σπουδή του πτεράρχου με έβαλε σε υποψίες.
«Μην ψάχνεις… δεν υπάρχει τίποτα… θα εκτεθείς…»
Μια άλλη πηγή πληροφοριών μου, ένας αξιωματικός υψηλού κύρους με ειδική γνώση στα ελληνοτουρκικά, που χειρίστηκε τη μεγάλη υπόθεση, μου είπε:
«Θα προσπαθήσουν να σε διαψεύσουν. Να το θυμάσαι. Θα νιώθεις ισχυρός μόνο όταν θα ’χεις στα χέρια σου συγκεκριμένα στοιχεία. Ονόματα, αριθμό, στρατόπεδα, κλωβούς αιχμαλώτων, ονόματα Τούρκων διοικητών, αξιωματικούς δικούς μας, Έλληνες μέχρι το κόκαλο, με ψυχή, που έφτασαν κοντά, που μίλησαν με αγνοουμένους!»
Κάθε φορά που τον συναντούσα, μου έδινε και νέα στοιχεία. Δεν πουλούσε εκδούλευση. Δεν ήθελε ανταλλάγματα. Μετά τις πρώτες μας επαφές μού είπε:
«Ψάξε να βρεις τον Καπραβέλο…»
Ο αντιστράτηγος Ευστάθιος Καπραβέλος ήταν ο αρχηγός του ΓΕΣ το 1993. Σήμερα είναι επίτιμος αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Αξιωματικός επίλεκτος, με υποθήκες ήθους.
«Η ενημέρωση για το θέμα είχε γίνει σε έναν πολύ στενό κύκλο αξιωματούχων. Απ’ ό,τι θυμάμαι, το 1991, όταν ήμουν αρχηγός στρατιάς, μου είχαν κάνει μεταξύ άλλων προφορική ενημέρωση και μου είπαν ότι βρήκαν κάποιους αγνοουμένους ζωντανούς…»
Σοκ!!! Η ζωή εξυφαίνει σχέδια που η φαντασία δε δύναται να συλλάβει…
Αντιφατικές πληροφορίες, αλλά από χείλη ανθρώπων που ξέρουν. Αποφάσισα να βουτήξω στα πιο «βαθιά νερά». Έπρεπε να δω τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, τον πρωθυπουργό της χώρας εκείνη την περίοδο που εντοπίστηκαν οι αιχμάλωτοι αγνοούμενοι. Έναν πολιτικό που θα τον ενδιέφερε να δρέψει τις δάφνες για μια τέτοια πρωτοβουλία σωτηρίας, αφού επί των ημερών της πρωθυπουργίας του είχαν οργανωθεί ακόμα και αποστολές απεγκλωβισμού…
Ήταν ένα ζεστό ανοιξιάτικο πρωινό, όταν κατευθυνόμουν προς την οδό Αραβαντινού, στο πολιτικό του γραφείο, φορτωμένος σκέψεις, υπολογισμούς, πιθανολογώντας τις απαντήσεις που θα άκουγα… Θυμήθηκα όσα μου είχαν πει οι άλλοι:
«Θα προσπαθήσουν να σε διαψεύσουν. Θα γυρίσουν το θέμα αλλού. Αν είσαι συγκεκριμένος και με ειδικές πληροφορίες, θα σταθεί δύσκολο να βρουν απάντηση… Δε μιλούν, γιατί ξέρουν πως έτσι θα διαταραχθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις…»
Ε, ας διαταραχθούν!
Για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, έναν πολιτικό που έχει περάσει διά πυρός και σιδήρου, δεν ήταν και πολύ δύσκολο, με εκείνο το γνωστό, ψύχραιμο ύφος του, το συγκρατημένο και κυρίαρχο, να μου πει σε ένα διάδρομο της Αραβαντινού –ενώπιον ενός εξ απορρήτων συνεργάτη του– ό,τι χρειαζόμουν για να επιβεβαιώσω τη μεγάλη αποκάλυψη:
«Είναι ολισθηρό το θέμα, μην το ψάχνεις. Eίναι καλύτερα να ασχοληθείς με τους εγκλωβισμένους της Καρπασίας…»
«Μα εδώ», του λέω, «κύριε πρόεδρε, το θέμα το οποίο ερευνώ είναι συγκεκριμένο, δεν είναι οι εγκλωβισμένοι της Καρπασίας, που ζουν τη δική τους περιπέτεια. Εδώ μιλάμε για ζωντανούς Ελληνοκύπριους αγνοουμένους, που βρίσκονται στην Τουρκία…»
«Το θέμα είναι ολισθηρό…» Αυτή ήταν η απάντηση του πρώην πρωθυπουργού. Ξερά και κοφτά. Με τελεία και παύλα.
Την ίδια μέρα σκέφτηκα πως θα ’ταν χρήσιμο να συναντήσω για δεύτερη φορά τον πρώην αρχηγό της ΕΥΠ, τον πτέραρχο Μπαλέ. Ένας άλλος αξιωματικός θα οργάνωνε το ραντεβού.
«Θέλει να σας συναντήσει ο Πέτρος Κασιμάτης, ο δημοσιογράφος», του είπε.
«Για ποιο θέμα;» ήρθε η ερώτηση του «γερακιού» των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών.
«Νομίζω για τους εγκλωβισμένους της Καρπασίας…»
«Για τους εγκλωβισμένους της Καρπασίας ή για το “άλλο”;» αντιγυρίζει ο Μπαλές.
«Για το “άλλο”…» ήταν η σχεδόν ψιθυριστή απάντηση του φίλου.
Κι από τότε είχα πλάι μου αυτό το «άλλο», το αλλόφρον, να με καταδιώκει. Η σκιά μου. Το «άλλο». Όπως ο Μπόρχες κυνηγούσε μες στην απόγνωσή του τον άλλο Μπόρχες, έτσι και για μένα ήταν μοιραίο να κυνηγώ όχι φαντάσματα, αλλά ζωντανούς ανθρώπους. Έπρεπε να κυνηγώ το «άλλο». Σαν ένας πεπλοφόρος προφήτης που θα ’ψαχνε στις σκιές της Τουρκίας τα τριμμένα κουρέλια μιας ελληνικής ψυχής, που δεν το ’βαζε κάτω στη νοητή Πύλη του Ρωμανού…
Το «άλλο» είχε γίνει λοιπόν η σκιά μου. Κραύγαζα, ωρυόμουν, ταξίδευα, μαχόμουν, χαλούσα τον κόσμο, έπιανα απ’ το γιακά τους πολιτικούς για να ανοίξουν το στόμα τους, κατακεραύνωνα τη θαλπωρή της σαμπάνιας, σχεδίαζα τις αποκαλύψεις του ρεπορτάζ με ταχύτητα αστραπής, έτρεχα, αλλά το «άλλο», σκιά πάνω στο σώμα μου, έμενε ακίνητο και γύρω η ερημιά…
«Αυτά είναι παραμύθια, μην τα πιστεύεις, δεν υπάρχει τέτοιο θέμα…» μου είπε ο ψηλός και σκοτεινός πρώην αρχηγός της Yπηρεσίας Πληροφοριών. Αλλά η προσπάθειά του να πειστώ με υποψίασε αρκετά. Ήταν μια επιβεβαίωση για μένα ότι προσπαθούσε να με πείσει για το αντίθετο… Αγνοούσε φυσικά πως εγώ γνώριζα συγκλονιστικές λεπτομέρειες για την ενημέρωση που έκανε στο Πρωθυπουργικό Γραφείο, αγνοούσε ότι είχα έγγραφα στα χέρια μου, αγνοούσε, ακόμα, πως γνώριζα το παρασκήνιο των επεμβάσεων της Yπηρεσίας Πληροφοριών προς διάφορες κατευθύνσεις για να κρατήσει μυστική την ακριβή αλήθεια…
Αυτοί που μου εμπιστεύτηκαν την πιο απόρρητη πληροφόρηση, την πιο πολύτιμη, αγιότερη και συνάμα πιο συναρπαστική, επέμεναν, με εκείνο τον ιερό τρόπο που ’χουν οι μάρτυρες της ρωμιοσύνης, να υπερασπίζονται τα άγια των αγίων τους. Ορισμένοι από αυτούς είναι εν αποστρατεία σήμερα, άλλοι έχουν αναλάβει διαφορετικά αξιώματα. Κάποιοι μπορεί να ασχολούνται με το λαβύρινθο της πολιτικής ή άλλοι να έχουν δραστηριότητα τέτοια που μπορεί να τους προσφέρει ασπίδα προστασίας και να μην είναι ευάλωτοι στους θυμούς της εξουσίας. Φρόντιζαν να με ενημερώνουν για ό,τι συμβαίνει στο όνομα μιας γενναίας αφοσίωσης, μιας συγκλονιστικής εμπιστοσύνης. Και μάθαινα για τις πιέσεις που δέχονταν:
«Μου τηλεφώνησε ο υπαρχηγός, πήρε κι άλλους για να φτάσει σ’ εμένα. Του απάντησα: “Γιατί; Δεν είναι αλήθεια; Είναι έντιμο να κρύβετε στο σκοτάδι τα πάντα;”»
Ήταν αναμενόμενο που οι άνθρωποι των μυστικών μας υπηρεσιών είχαν κινήσει γη και ουρανό για να ανακαλύψουν ποιοι μίλησαν.
«Δεν πρέπει να μιλάτε, υπάρχουν εθνικά συμφέροντα…»
Και οι άλλοι, οι δικοί μου, οι δικοί σας:
«Είναι όλα αληθινά. Μέχρι κεραίας. Και το ξέρετε ότι όλα είναι πραγματικά γεγονότα…»
TO «ΑΛΛΟ» ΑΡΧΙΖΕΙ ΝΑ ΠΑΙΡΝΕΙ ΜΟΡΦΗ: ΕΞΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΣΤΟ ΜΠΟΛΟΥ, ΕΦΤΑ ΣΤΟ ΝΤΕΝΙΖΛΙ…
Οι ελληνικές Αρχές αλλά και οι κυπριακές, όπως διαπίστωσα στη συνέχεια της έρευνάς μου, δεν είχαν εμπιστοσύνη στους Αμερικανούς. Είχαν όμως εμπιστοσύνη στους Γερμανούς και στους Άγγλους σε ό,τι αφορά την πληροφόρηση. Γι’ αυτό το λόγο οι συγγενείς των αγνοουμένων απευθύνθηκαν σε μια ιδιωτική βρετανική υπηρεσία πληροφοριών και ασφαλείας, ονόματι «Γκραντ», για να συμβάλει στην επιχείρηση απεγκλωβισμού και να συγκεντρώσει πληροφορίες για τους αγνοουμένους. Η υπηρεσία αυτή έστειλε το Σεπτέμβρη του 1984 απαντητική επιστολή προς την Παγκύπρια Επιτροπή Συγγενών Αγνοουμένων ότι μπορεί να αναλάβει ένα τέτοιο έργο.
Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1984 έγινε συνάντηση στα γραφεία της Διεθνούς Υπηρεσίας Πληροφοριών και Ασφαλείας «Γκραντ» με τρεις εκπροσώπους της επιτροπής. Ο σκοπός της συνάντησης ήταν να παρουσιάσουν τα μέλη της επιτροπής στον εκπρόσωπο της υπηρεσίας τα πλαίσια μέσα στα οποία επιθυμούσαν να ερευνηθεί η πιθανότητα να αναζητηθούν τα ίχνη των χιλίων εξακοσίων δεκαεννιά προσώπων, τα οποία φέρονται ως αγνοούμενα είτε κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974 είτε ύστερα από αυτή. H επιτροπή αγνοουμένων ζήτησε από την «Γκραντ» να υποβάλει πρόταση για την έρευνα και να εξακριβώσει την τύχη τριών συγκεκριμένων αγνοουμένων που είναι συγγενείς των μελών της επιτροπής.
«Αποτελεί ιστορικό γεγονός το ότι κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής οι τουρκικές στρατιωτικές και πολιτικές Αρχές συνέλαβαν αιχμαλώτους πολέμου, μερικοί από τους οποίους μεταφέρθηκαν διά θαλάσσης στην ηπειρωτική Τουρκία και ορισμένοι απ’ αυτούς απολύθηκαν…» αναφέρει η επιστολή της «Γκραντ». Η εταιρεία εισηγείται στη συνέχεια την εξής μέθοδο για τη διερεύνηση του θέματος:
«Να αναπτύξουμε τους υπάρχοντες και τους νέους πληροφοριοδότες στα υψηλά αξιώματα, τόσο κυβερνητικά όσο και στρατιωτικά, στην ηπειρωτική Τουρκία και, αν χρειάζεται, στην κατεχόμενη από τους Τούρκους περιοχή, για να συλλέξουμε πληροφορίες ως προς το πιθανό μέρος όπου βρίσκονται οι αιχμάλωτοι πολέμου στην ηπειρωτική Τουρκία ή στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου.
»Να αναγνωρίσουμε πρόσωπα τα οποία απολύθηκαν πρόσφατα από τις φυλακές στην ηπειρωτική Τουρκία και, αν χρειάζεται, και στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου.
»Να αναπτύξουμε σχέσεις και να ανακρίνουμε σε βάθος τους νυν συγκαταδίκους τους στις φυλακές τόσο τις στρατιωτικές όσο και τις πολιτικές.
»Να αναπτύξουμε σχέσεις και να ανακρίνουμε αφυπηρετήσαντες δεσμοφύλακες, τόσο στρατιωτικούς όσο και πολίτες, στην ηπειρωτική Τουρκία και στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, με τον ίδιο αντικειμενικό σκοπό.
»Να αναπτύξουμε σχέσεις και να ανακρίνουμε πρόσωπα χαμηλού στρατιωτικού βαθμού, ιδιαίτερα αυτούς που έλαβαν μέρος στην εισβολή της Κύπρου το 1974, αντιφρονούντες, τόσο εντός όσο και εκτός της ηπειρωτικής Τουρκίας, με τον ίδιο αντικειμενικό σκοπό.
»Να αναπτύξουμε σχέσεις και να ανακρίνουμε οποιοδήποτε άλλο υψηλά ιστάμενο πρόσωπο του τουρκικού κατεστημένου, ιδιαίτερα αυτούς με προσωπική αδυναμία, οι οποίοι μπορεί να είναι σε θέση να βοηθήσουν στις έρευνες.
»Η εταιρεία μας θα εισέλθει σε μια περίοδο προετοιμασίας, η οποία εγγυόμαστε ότι δε θα υπερβαίνει τις δέκα ημέρες.
»Η εταιρεία μας αναλαμβάνει να υποβάλει γραπτή έκθεση για το διάστημα το οποίο θα μεσολαβήσει μετά την παρέλευση δεκατεσσάρων ημερών, η οποία θα καταγράφει λεπτομερώς την επιτελεσθείσα πρόοδο της έρευνας, όλα τα πορίσματα με μαρτυρίες, καθώς επίσης και αποδείξεις ότι οι έρευνες διεξήχθησαν τόσο στην Τουρκία όσο και αλλού».
Πράγματι, γίνονται οι έρευνες και φτάνουν σε συγκεκριμένα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία ως το 1984 υπήρχαν στις φυλακές Αδάνων και Αμάσειας είκοσι έξι επιζώντες αγνοούμενοι. Η «Γκραντ» καταγράφει τον έφεδρο Ανδρέα Παφίτη ως έγκλειστο και στις δύο φυλακές, που σημαίνει ότι μετακινήθηκε από τα κάτεργα των Αδάνων στην Αμάσεια. Τα ονόματα των είκοσι έξι επιζώντων αγνοουμένων είναι τα εξής:
ΦΥΛΑΚΕΣ ΑΔΑΝΩΝ:
Αλεξάνδρου Νίκος – 1944 – έφεδρος
Αποστολίδης Σάββας – 1955 – στρατιώτης
Βαρνάβα Ανδρέας – 1947 – έφεδρος
Γεωργίου Κωστάκης – 1951 – έφεδρος
Γιαλουρίδης Σωτήριος – 1924 – πολίτης
Θεοχαρίδης Δημήτριος – 1953 – έφεδρος
Θεράποντος Κυριάκος – 1933 – πολίτης
Κορέλης Αντωνάκης – 1944 – έφεδρος
Κυριάκου Κώστας – 1954 – έφεδρος
Λοϊζίδης Ανδρέας – 1954 – στρατιώτης
Λουλουδής Αντώνης – 1955 – στρατιώτης
Μιχαήλ Γεώργιος – 1944 – έφεδρος
Παφίτης Ανδρέας – 1944 – έφεδρος
Πελοπίδα Πορφύριος – 1955 – έφεδρος
Φουλής Σοφοκλής – 1953 – στρατιώτης
Φρίξου Κυριάκος – 1955 – στρατιώτης
Χαραλάμπους Πανίκος – 1955 – στρατιώτης
Χατζηλόης Σωτήρης – 1949 – έφεδρος
ΦΥΛΑΚΕΣ ΑΜΑΣΕΙΑΣ:
Βύρας Βάσος – 1938 – έφεδρος
Γιατρού Σωτήρης – 1951 – έφεδρος
Δράκος Γρηγόριος – 1911 – πολίτης
Λούμπας Νίκος – 1952 – έφεδρος
Πασιάς Στέλιος – 1945 – έφεδρος
Παφίτης Ανδρέας – 1944 – έφεδρος
Σκαλιστής Ιωάννης – 1954 – στρατιώτης
Σκουρίδης Αλέξανδρος – 1952 – πολίτης
Στυλιανού Στέλιος – 1952 – έφεδρος.
Φαίνεται πως την υπόθεση αυτή την είχε υπόψη του, στη δεκαετία του ’90, ο Χανς Στέρκεν, ο πανίσχυρος πρόεδρος της Eπιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της γερμανικής Βουλής. Σε μια από τις σπάνιες εκμυστηρεύσεις του προς κυβερνητικό στέλεχος της τότε κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας εξομολογήθηκε:
«Ένας δικός σας αγνοούμενος βρίσκεται στις τουρκικές φυλακές. Υπάρχουν κι άλλοι».
Ο Στέρκεν συναντήθηκε με την τότε υφυπουργό Εξωτερικών Βιργινία Τσουδερού και την ενημέρωσε για το θέμα αυτό.
«Υπάρχει φως», της είπε. «Ψάξτε το θέμα».
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο ίδιος μπορούσε να έχει επαφές ανωτάτου επιπέδου. Eίχε στη διάθεσή του αεροπλάνο με το οποίο ταξίδευε σε όλες τις γωνιές του πλανήτη, θωρακίζοντας τη γερμανική εξωτερική πολιτική. Είχε επαφές και με τον Ντεμιρέλ, και μάλιστα απευθυνόταν στον Τούρκο ηγέτη με το μικρό του όνομα. Σε συνάντηση που είχε μαζί του, ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ τού ομολόγησε ότι «…πράγματι, κάτι υπάρχει…».
Ξεκίνησα να συναντήσω τους Έλληνες αξιωματικούς που πραγματοποίησαν αποστολές στην Τουρκία. Δύσκολο και επίπονο το κυνήγι του ανέφικτου, σκληρή η αναζήτηση, όταν οι πιθανότητες επιτυχίας είναι ελάχιστες, όταν τα ποσοστά να βρεις κάτι για να τροφοδοτήσεις την ελπίδα είναι ασήμαντα. Τότε χρειάζεσαι ρίσκο, επιμονή και δημοσιογραφική στρατηγική. Όχι μόνο για να τους εντοπίσεις, αλλά και για να σε εμπιστευτούν. Τους βρήκα και να το ηλεκτροσόκ, να οι ελπίδες που αναπτερώνονται, να η αποστολή που παίρνει μορφή πάνω στο χάρτη, με δρόμους που είναι πια συγκεκριμένοι – όπως και οι κίνδυνοι…
Μου είπαν ότι στην ταξιαρχία των Τούρκων καταδρομέων στο Μπολού βρίσκονται έξι Ελληνοκύπριοι ή Ελλαδίτες και στο Ντενιζλί, στην ευρύτερη ζώνη του Ντενιζλί, βρίσκονται άλλοι εφτά…
Για έναν δημοσιογράφο μια μεγάλη αποκάλυψη είναι όπως βλέπει ένας μουσουλμάνος πιστός το φτερωτό άλογο του Μωάμεθ να πετά πάνω από το τέμενος του Ομάρ στην Αγία Ιερουσαλήμ ή όπως ένας μοναχός του Πατριαρχείου κρύβει στα υπόγεια της μονής του τα οστά των αγιοταφιτών, που σφαγιάστηκαν απ’ τους Πέρσες γιατί υπερασπίστηκαν τον Θεό τους…
Η μεγάλη μου απορία από την αρχή ήταν γιατί τους άφησαν ζωντανούς.
«Αν αποκαλυπτόταν κάτι τέτοιο», σκέφτηκα, «η Ελλάδα θα στρίμωχνε την Τουρκία στη γωνία…»
Μου είπαν, λοιπόν, οι πηγές μου, και το ίδιο υποστήριξε και η κυρία Τσουδερού, ότι στο Κοράνι ένα εδάφιο ερμηνεύεται ως εξής: «Το ένα τρίτο των αλλόθρησκων αιχμαλώτων τους δεν πρέπει να το εξολοθρέψουν, αλλά να του αλλάξουν πίστη, να συνάψουν μεικτούς γάμους, με σκοπό να υπηρετήσουν έτσι τον Αλλάχ».
Η δική μου άποψη είναι ότι, εκτός απ’ αυτό, ίσχυσε μια πάγια στρατιωτική αρχή, σύμφωνα με την οποία κάθε φορά οι νικητές σε έναν πόλεμο κρατούν ένα μικρό αριθμό αιχμαλώτων. Αυτό γίνεται πάντα, σε όλους τους πολέμους. Το παράδειγμα του Βιετνάμ είναι γνωστό. Οι Βιετναμέζοι είχαν κρατήσει Αμερικανούς στρατιώτες κι αξιωματικούς σε κλωβούς αιχμαλώτων μέσα σε συνθήκες φρίκης και βασανισμών, στην ομίχλη της αιχμαλωσίας, ακόμα κι όταν τελείωσε ο πόλεμος.
«Έτσι γίνεται πάντα…» μου εξηγούσαν οι αξιωματικοί που μου εμπιστεύτηκαν τα αινίγματα του θρίλερ. «Είναι μια πάγια στρατιωτική αρχή που δεν είναι εύκολο να την κατανοήσεις εσύ όπως και κανένας άλλος που δεν είναι αξιωματικός. Τα πρώτα χρόνια ο λόγος ήταν σίγουρα αυτός. Μετά η θέση τους ήταν αφάνταστα δύσκολη. Τι θα έλεγαν στη διεθνή κοινότητα, αν αποφάσιζαν να τους ελευθερώσουν; Μετά είδαν ότι μπορούν να ’χουν στα χέρια τους κάτι για να ρυθμίζουν τις εντάσεις… Το 1988 θα τους άφηναν, αν προχωρούσαν οι συνομιλίες για κάποια ανταλλάγματα…»
Ήταν αλήθεια λοιπόν. Η εξήγηση είναι ένα ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα – το αγγίζεις και καίγεσαι, καίγεσαι εδώ για να σωθείς μακριά…
Τους κρατούν, λοιπόν, στη ζωή για διάφορους λόγους, είτε για να τους ανταλλάξουν είτε για κάποια στιγμή που θα προσπαθήσουν να καταφέρουν κάτι –να κερδίσουν στα σημεία, να επιτύχουν να χωρίσουν το Αιγαίο, να μπουν χωρίς βέτο στην ευρωπαϊκή οικογένεια–, ώστε να έχουν τους αγνοουμένους ως διαπραγματευτικό ατού.
Αυτό το πολύτιμο μυστικό χαρτί της Τουρκίας, ένα προεκλογικό «δώρο» στα γόνατα του εκάστοτε πρωθυπουργού, θα μπορούσε να λυγίσει εύκολα την ελληνική διπλωματία…
Σιγά σιγά, με πολύ κόπο και προφυλάξεις, προσεγγίζω λοιπόν τους αξιωματούχους για τους οποίους μαθαίνω ότι μπορεί να είχαν πληροφορίες για τους αγνοουμένους.
Συναντώ επίσης κι αυτούς που είχαν πάρει μέρος σε αντίστοιχες έρευνες. Κι αρχίζει τότε να ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μου ένα παζλ πληροφοριών, εγγράφων, στοιχείων και ντοκουμέντων που ξεκινά από τα χρόνια της εισβολής του «Αττίλα» και φτάνει μέχρι σήμερα και που πέρα από κάθε αμφιβολία πιστοποιεί ότι υπάρχουν ζωντανοί Ελληνοκύπριοι αιχμάλωτοι σε τουρκικές φυλακές και στρατόπεδα.
Το «άλλο» αρχίζει να παίρνει συγκεκριμένη μορφή, μορφή ανθρώπινη. Γίνεται ταυτότητα με ονόματα, ψυχή, σάρκα και οστά.
ΑΠΟΣΤΟΛΕΣ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΑΠΟΓΝΩΣΗ
Θυμάμαι όταν μελέτησα τις λεπτομέρειες σ’ ένα κυπριακό χαρτονόμισμα των πεντακοσίων μιλς… Πάνω του ήταν γραμμένο με στιλό Mπικ ένα όνομα κι ένα τηλέφωνο. Τα γράμματα, τρεμουλιαστά και δυσανάγνωστα, γράφουν: «Ο αγνοούμενος Μιχαλάκης Θεοδούλου ευρίσκεται εν ζωή» και δίπλα ένα τηλέφωνο. Προσπάθησα να το αποκωδικοποιήσω: 009910 ή 007910 ή 001910. Είναι το πρώτο δείγμα ότι κάποιο από τα «περιστέρια» ζει και στέλνει το πρώτο μήνυμα.
Το χαρτονόμισμα βρίσκεται σήμερα στα χέρια της επιτροπής αγνοουμένων. Ύστερα από έρευνα στο αρχείο της πιστοποιείται ότι ο Μιχαλάκης Θεοδούλου του Ανδρέα εξ Αυγόρου είναι πράγματι αγνοούμενος. Το πού βρίσκεται είναι ακόμα άγνωστο. Αλλά το ταξίδι στα αχανή άδυτα της Τουρκίας έχει αρχίσει.
Η Αλεξανδρέττα λέγεται στα τουρκικά Ισκεντερούν, «μικρή Αλεξάνδρεια». Απέχει 133 χιλιόμετρα από τα Άδανα. Χτισμένη στο μυχό ενός κόλπου, με φόντο την επιβλητική οροσειρά του Ταύρου και το αρχαίο όρος Αμανό, δεν έχει σχεδόν κανένα αξιοθέατο να επισκεφτεί κανείς. Όμως κάθε τόπος έχει τα μυστικά του. Τα ψηλαφώ νοερά, καθώς έχω μπροστά μου έγγραφα, χάρτες και τουριστικούς οδηγούς. Εδώ μετέφεραν τους χίλιους οχτακόσιους Ελληνοκύπριους αγνοουμένους και τους κρατούσαν αιχμαλώτους. Απ’ αυτούς κάποιοι πέθαναν από κακομεταχείριση και ασιτία και οι χίλιοι εξακόσιοι δεκαεννιά εναπομείναντες μετακινήθηκαν στην περιοχή Μαράς της Τουρκίας.
Τα Άδανα είναι η πρωτεύουσα της Κιλικίας. Εδώ έρχονται βιομήχανοι απ’ όλο τον κόσμο. Πολυάνθρωπη, χωρίς σημαντική αρχιτεκτονική· απ’ αυτή την πόλη πέρασαν οι Ρωμαίοι, οι Άραβες και οι Βυζαντινοί. Ύστερα οι Σελτζούκοι Τούρκοι και οι Αρμένιοι. Αργότερα οι Γάλλοι. Τουρκική πόλη έγινε το 1922. Γύρω της εκτείνονται χωματόδρομοι και μια μεγάλη κεντρική αρτηρία που ενώνει τα Άδανα με την Ταρσό.
Ένας από τους παράπλευρους αγροτικούς δρόμους οδηγεί στις φυλακές Χασάν Καρακάς. Πενήντα Έλληνες αγνοούμενοι βρίσκονταν εδώ αιχμάλωτοι, σε χωριστό χώρο κράτησης από τους Τούρκους ποινικούς καταδίκους, και εργάζονταν καθημερινά σε κοντινά αγροκτήματα. Απ’ αυτούς ο ένας ονομάζεται Πέτρος, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Είναι το δεύτερο «περιστέρι» που αφήνει ίχνη απ’ το απελπισμένο φτερούγισμά του…
Στην περιοχή Τσιουκούροβα των Αδάνων βρισκόταν άγνωστος αριθμός αιχμαλώτων Ελλήνων και Kυπρίων αγνοουμένων… Ένας Έλληνας οδηγός φορτηγού TIP συνάντησε έναν απ’ αυτούς σε περιοχή έξω από τα Άδανα. Eίναι ο Eλλαδίτης αγνοούμενος Kώστας Σούρλας. Ο Σούρλας ήταν στρατιώτης του πεζικού, υπηρετούσε στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ και τα ίχνη του εξαφανίστηκαν στις 16 Αυγούστου του 1974. Κανείς δεν είπε ποτέ ότι βρέθηκε νεκρός. Κανείς από τους συνυπηρετούντες του δεν είχε την παραμικρή πληροφορία για την τύχη του. Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι οι αθάνατοι της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου στην καταιγίδα της εισβολής πολέμησαν σαν λιοντάρια. Ακόμα κι οι μάγειροι του στρατοπέδου, που δεν είχαν ειδική εκπαίδευση όπως οι άλλοι, έδωσαν φοβερές μάχες και ξεκλήρισαν τάγματα ετοιμοπόλεμων Τούρκων κομάντος. Τέτοιο πάθος…
Η Μαλάτια ονομάζεται στα ελληνικά Μελιτηνή. Είναι η πόλη του βερίκοκου. Τα αποξηραμένα φρούτα της καταλαμβάνουν τη δεύτερη θέση στην αγορά ξηρών καρπών της Δύσης. Αυτό είναι το μοναδικό ενδιαφέρον της πόλης. Η Μαλάτια απέχει 259 χιλιόμετρα από το Ντιγιαρμπακίρ.
Ο Ραμαζάν Ντενιζχάν είναι Κούρδος αγωνιστής και κατάγεται από το Αντιγιαμάν, ένα μικρό χωριό που απέχει 187 χιλιόμετρα από τη Μαλάτια. Ήταν φυλακισμένος στις φυλακές της το 1987. Εκεί γνώρισε έναν Κύπριο ιερέα και παρέμεινε μαζί του στις φυλακές περίπου ενάμιση χρόνο. Ποιος θα μπορούσε να ήταν αυτός ο ιερέας;
Η επιτροπή αγνοουμένων ψάχνει τα κιτάπια της και διαπιστώνει ότι υπάρχουν δύο αγνοούμενοι ιερείς, ο ιερέας Παπαεπιφάνης Ιωάννης του Λαμπριανού από το χωριό Αγκαστινά στην περιοχή ανάμεσα στη Λευκωσία και στην Αμμόχωστο, στα κατεχόμενα εδάφη, ο οποίος συνελήφθη στις 17 Αυγούστου του 1974, και ο Παπαχρισοστόμης Καραγεώργης Χριστοφής από το χωριό Δαυλός στην επαρχία Κυρήνειας, ο οποίος συνελήφθη στις 4 Σεπτεμβρίου του 1974. Βρίσκεται, λοιπόν, εν ζωή ακόμα ένα «περιστέρι»;
Η πόλη Μους, 15.000 κατοίκων, σε απόσταση 262 χιλιομέτρων από το Ερζερούμ, δοκιμάστηκε το 1966 από τους σεισμούς. Σε μισή ώρα ο επισκέπτης βρίσκεται σε ένα χωριουδάκι, το Αράκ, όπου συναντάει τα ερείπια ενός αρμενικού μοναστηριού του Αγίου Λαζάρου. Εκεί κοντά υψώνεται μια μεγάλη μάντρα με διπλό συρματόπλεγμα. Είναι το στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου μεταφέρθηκαν εβδομήντα έξι Έλληνες αγνοούμενοι από την τουρκική εισβολή. Απ’ αυτούς έντεκα πέθαναν από λοιμώδη ασθένεια και τους υπόλοιπους τους μετέφεραν το Δεκέμβριο του 1984 στην Αλμυρή λίμνη της Τουρκίας.
Πενήντα Ελληνοκύπριοι και Eλλαδίτες αγνοούμενοι αιχμάλωτοι εντοπίζονται στα ορυχεία της περιοχής Μπαϊμπούρτ, όπου δουλεύουν στα καταναγκαστικά έργα. Πόσοι απ’ αυτούς, άραγε, παραμένουν ζωντανοί; Είναι η περιοχή της λίμνης Βαν. Eίναι μια περιοχή απρόσιτη και κακοτράχαλη. Οι αξιωματικοί που έφτασαν σε αυτή την εσχατιά της τουρκικής γης μιλούν για ελάχιστη βλάστηση θάμνων και για μια περιοχή όπου το έδαφος παρουσιάζει ένα παράξενο γκριζοπράσινο χρώμα.
Ιρανοτουρκικά σύνορα. Περιοχή Μπαϊμπούρτ. Οι αιχμάλωτοι κοιμούνται στο έδαφος ή στα τοιχώματα των βράχων, τα οποία έχουν σκάψει σαν κουκέτες. Όταν κάποιος ασθενήσει βαριά, συνήθως πεθαίνει. Η σκιά του θανάτου είναι παρούσα. Έχουν απομείνει εκεί πενήντα Ελληνοκύπριοι και Ελλαδίτες. Από τότε που τους είδαν οι πληροφοριοδότες… Όσο περνούν οι μήνες, τα χρόνια, λιγοστεύουν…
Είναι, λοιπόν, πολύ δύσκολο να μάθουμε αν και ποιοι έχουν επιβιώσει από αυτούς τους αρχικά πενήντα κακότυχους Έλληνες… Κι αν έχει γίνει κάτι τέτοιο, οφείλεται σίγουρα στο θαύμα της ελπίδας για επιστροφή…
Ο Κύπριος δημοσιογράφος Αντώνης Μακρίδης στο βιβλίο του Κραυγή από τα Mπουντρούμια αναφέρει συγκλονιστικές μαρτυρίες για Έλληνες και Ελληνοκύπριους που εντοπίστηκαν σε τουρκικές φυλακές:
«Έφευγα από τις φυλακές Αμάσειας της Τουρκίας στις 23 Οκτωβρίου 1974. Στη δεύτερη πύλη των φυλακών και ενώ προχωρούσαμε προς την έξοδο, άκουσα να βγαίνει μια σπαρακτική φωνή:
»“Eίμαι ο Λεόντιος Λεοντίου, ρε παιδιά… Δε μας παίρνουν μαζί σας στην Κύπρο… Είμαι ο Λεόντιος Λεοντίου από την Άσσια, μαζί μου είναι ο κουνιάδος μου…”»
Η μαρτυρία ανήκει στον Γιώργο Παπαλεοντίου, έναν τριαντατριάχρονο ταξιτζή, που άκουσε και μετέφερε στην Κύπρο τη σπαρακτική φωνή του αγνοουμένου Λεόντιου Λεοντίου. Πέρασαν από τότε είκοσι τρία χρόνια, αλλά ο Γιώργος δεν μπορεί να ξεχάσει τη σπαρακτική αυτή φωνή, αλλά ούτε και τους δυόμισι μήνες της αιχμαλωσίας του.
Ένας άλλος πρώην αιχμάλωτος Ελληνοκύπριος, ο Χαράλαμπος Παναγιώτου, κατέθεσε μετά την απελευθέρωσή του:
«Στις φυλακές της Αμάσειας μου έκοψε τα μαλλιά ο αιχμάλωτος Νίκος Αριστοτέλους. Στις ίδιες φυλακές ήταν ακόμα ένας κουρέας, ο Κώστας Κωνσταντίνου».
Οι δύο κουρείς ουδέποτε επέστρεψαν από τις φυλακές της Αμάσειας.
Κανείς δεν ξέρει αν αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται ακόμα εν ζωή ή όχι. Τα στοιχεία αυτά είναι σχετικά παλιά, αλλά βέβαια διατηρούν την αξία τους.
Όμως εγώ έψαχνα για το «άλλο». Ήθελα να ανακαλύψω τη μορφή του, ήθελα να βρω πού βρίσκονται σήμερα τα «περιστέρια», να τους δώσω τη ζωή που τους αφαίρεσαν. Βέβαια, εγώ δεν μπορούσα αυτό το «άλλο» να το δω με τα μάτια μου. Υπήρξαν όμως πολλοί που το είδαν με τα μάτια τους και το άκουσαν με τα αφτιά τους. Η ιστορία τους ταξίδεψε από στόμα σε στόμα, από γραφείο σε γραφείο, από συρτάρι σε συρτάρι. Η αλήθεια τους καταγράφηκε σε απόρρητα ανεπίσημα έγγραφα, έφτασε και στα χέρια μου, κι από τότε ταξιδεύει όχι μόνο στην Ελλάδα και στην Κύπρο, αλλά σε όλο τον κόσμο…
Ένας από αυτούς που είδαν το «άλλο» ήταν ο Δαμιανός Αργυρόπουλος. Εβδομήντα εννέα ετών, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και υπηρέτησε ως αξιωματικός στο Α2. Είχε εταιρεία εισαγωγής και εμπορίας ρολογιών στη Θεσσαλονίκη. Τόσο ο ίδιος όσο και οι γιοι του, που ήταν στην εταιρεία, έκαναν συχνά στην Τουρκία επαγγελματικά και εμπορικά ταξίδια αλλά και ταξίδια αναψυχής. Το 1982, στη διάρκεια έκθεσης φωτογραφίας που διοργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη για τους αγνοουμένους, ο Δαμιανός Αργυρόπουλος πλησίασε τον αιδεσιμότατο Οικονόμου Χριστόφορο, γνωστό και ως παπα-Χριστόφορο, κινητήρια δύναμη της επιτροπής αγνοουμένων, και του είπε ότι γνώριζε κάτι για το θέμα.
Ο Δαμιανός μιλάει τα τουρκικά άπταιστα. Ο πατέρας του ήταν ένας από τους σαράντα Έλληνες πρόκριτους της Πόλης που οδηγήθηκαν και χάθηκαν στα βάθη της Ανατολίας το 1922. Γνωρίζει, λοιπόν, τον πόνο των χαμένων.
Το 1974, μετά την εισβολή στην Κύπρο, βρέθηκε για δουλειές στη Μερσίνα. Σ’ ένα καφενείο, πίνοντας τον καφέ του με ντόπιους, άκουσε ότι υπήρχε κάποιο στρατόπεδο αιχμαλώτων στις παρυφές της πόλης και ότι εκεί βρίσκονταν Έλληνες αιχμάλωτοι που δεν είχαν γυρίσει. Αποφάσισε να πάει επιτόπου και να πλησιάσει όσο μπορεί στο στρατόπεδο για να δει τι συμβαίνει. Στην απόρρητη κατάθεσή του τόνισε ότι το στρατόπεδο βρισκόταν σε ανοιχτό χώρο, περιφραγμένο με συρματοπλέγματα. Στο κέντρο του υπήρχαν δυο τρία λυόμενα. Στην αυλή διέκρινε κάποιους που του φάνηκαν σαν αιχμάλωτοι. Ο περίγυρος φρουρούνταν από στρατιώτες. Πλησίασε έναν από τους φρουρούς και, δήθεν αδιάφορα, τον ρώτησε:
«Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Είναι φυλακισμένοι; Τι έχουν κάνει;»
«Είναι γκιαούρηδες», του απάντησε ο φρουρός, «που τόλμησαν να σηκώσουν τα όπλα εναντίον της Τουρκίας».
Ο Δαμιανός ταράχτηκε, αλλά δεν το έδειξε. Έδωσε ένα πακέτο τσιγάρα στο φρουρό και πλησίασε ένα άλλο σημείο, κοντά στα συρματοπλέγματα. Εκεί στεκόταν ένας άντρας. Ήταν ρακένδυτος και φαινόταν πολύ ταλαιπωρημένος.
Ο Δαμιανός τον ρώτησε:
«Από πού είσαι; Πόσοι είναι στο στρατόπεδο;»
«Eίναι γύρω στους εφτακόσιους με οχτακόσιους από την Κύπρο», του απάντησε ο αιχμάλωτος. Η προφορά του ήταν κυπριακή. Ο φρουρός, όμως, τον είδε να συζητάει και πλησίασε. Ο Δαμιανός απομακρύνθηκε επιφυλακτικά. Τον έζωσε ο φόβος, αλλά ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει.
Το 1981 βρέθηκε στην Αμάσεια. Εκεί γνωρίστηκε με δύο Κούρδους. Έφαγε μαζί τους, έκανε παρέα, τους φίλεψε. Και αυτοί του αποκάλυψαν, αφού κέρδισε την εμπιστοσύνη τους, πως υπάρχουν Ελλαδίτες και Κύπριοι αξιωματικοί που δραπέτευσαν από τον τόπο κράτησής τους και οι οποίοι εκπαιδεύουν Κούρδους αντάρτες… Μια φήμη που μπορεί να μην είναι αληθινή. Στην Τουρκία τα νέα ταξιδεύουν με έναν περίεργο τρόπο κι είναι δύσκολο να διαπιστώσεις την πραγματικότητα, αφού η φήμη, πολλές φορές, συμπλέει με την υπερβολή, το φόβο του Θεού, τα παραμύθια και τα χρώματα της Ανατολής. Βέβαια, ο δρόμος για την αλήθεια είναι μακρύς αν στηριχτούμε στις κουβέντες από ταξιδιώτη σε ταξιδιώτη ή από κάποιον που άκουσε κάτι. Αλλά ακόμα και μια τέτοια αφήγηση μπορεί να εμπεριέχει και στοιχεία που τροφοδοτούν την ελπίδα!
Οι Κούρδοι τον πληροφόρησαν, επίσης, ότι στα κρατικά τσιφλίκια της πόλης κρατούνταν Έλληνες.
Στις βόρειες παρυφές της πόλης βρίσκονται οι στρατιωτικές φυλακές. Ο Δαμιανός τις επισκέφτηκε. Πλησίασε στα συρματοπλέγματα, κέρασε τσιγάρο το φρουρό και μίλησε μαζί του. Απομακρύνθηκε και πήγε με μεγάλες προφυλάξεις σε ένα άλλο σημείο.
Είδε μέσα ένα ρακένδυτο άντρα. Κατάλαβε από την προφορά ότι ήταν Κύπριος. Ήταν ψηλός, με γένια, μαύρα μαλλιά σχεδόν ίσια, και εμφανώς ταλαιπωρημένος. Αυτός του είπε ότι όλοι οι κρατούμενοι εκεί ήταν περίπου χίλιοι διακόσιοι και του έδειξε ένα χαρτάκι με πέντε ονόματα. Κατόπιν τον συμβούλεψε να απομακρυνθεί, γιατί οι Τούρκοι είχαν βαλτούς δικούς τους ανάμεσα στους κρατουμένους. Πράγματι, ο Δαμιανός είδε έναν απ’ αυτούς να πλησιάζει. Πήρε γρήγορα το χαρτάκι και έφυγε. Αργότερα, στην έκθεση της Θεσσαλονίκης, ο Δαμιανός αποκάλυψε στον παπα-Χριστόφορο ότι δε δρούσε τυχαία.
«Έκαμα όλες αυτές τις προσπάθειες μόνος μου, ξοδεύοντας αρκετά λεφτά», του εξομολογήθηκε με πικρία. «Έφερνα πληροφορίες και άλλης φύσης, τις οποίες διαβίβαζα σε αξιωματικό του ΓΔ Σώματος Στρατού.
»Απογοητεύτηκα», είπε, «γιατί κανένας δεν έδειξε ενδιαφέρον για τις πληροφορίες μου. Τέλη ’75 αρχές ’76 είχα στείλει σχετική επιστολή στον πρέσβη Κρανιδιώτη, από τον οποίο δεν πήρα απάντηση…»
Πολλοί Τούρκοι φυγάδες δίνουν κατά καιρούς πληροφορίες για Έλληνες αγνοουμένους, τις οποίες συγκεντρώνει η ΕΥΠ και τις διαβιβάζει επιλεκτικά (!!!) σε απόρρητα ενημερωτικά της έγγραφα προς την Κυπριακή Υπηρεσία Πληροφοριών.
Ο κουρδικής καταγωγής φυγάδας Ταμπικουλού Σεβκέτ φυλακίστηκε στις στρατιωτικές φυλακές της Αντάκιας, από το 1982 ως το Μάιο του 1984, για πολιτικούς λόγους. Εκεί συνάντησε και δύο Ελληνοκύπριους κρατουμένους, έναν άντρα και μια γυναίκα, ηλικίας τριάντα πέντε περίπου ετών. Ο Σεβκέτ μπήκε στην Ελλάδα λαθραία στις 29 Σεπτεμβρίου του 1989 και ζήτησε πολιτικό άσυλο.
Οι πράκτορες των ελληνικών υπηρεσιών έφτασαν στη βραχώδη κορυφή του Σιλπίου όρους μέσα στο εντυπωσιακό φρούριο της Αντιόχειας (ή Αντάκιας) έχοντας μια πανοραμική άποψη της πόλης, του ελικωτού ρεύματος του ποταμού Ορόντη και της πεδιάδας της Αντιόχειας. Οι στρατιωτικές φυλακές είναι κοντά στο βουνό Κάσιο, αλλά οι πρώτες επαφές με τους πληροφοριοδότες γίνονταν στο σπήλαιο του Αγίου Πέτρου προς το δρόμο για το Αλέπ, μόλις δύο χιλιόμετρα από τη γέφυρα δεξιά που οδηγεί σε μια λαξευτή εκκλησία, παλιό κρησφύγετο των Σταυροφόρων, εκεί όπου μαζεύονταν κρυφά οι χριστιανοί της Αντιόχειας.
Ένας άλλος Κούρδος φυγάδας που κατέφυγε στην Κύπρο, ονόματι Γιαλμάς Αλή Ακσού, ανέφερε στις μυστικές υπηρεσίες ότι, παρόλο που ο ίδιος δε γνωρίζει τίποτε για αγνοουμένους από την περίοδο της τουρκικής εισβολής, εντούτοις ξέρει ότι τέτοιες πληροφορίες για το θέμα μπορεί να γνωρίζει ο Κούρδος δικηγόρος Ρουσνάν Ασλάν, γραμματέας του κουρδικού κόμματος Ρεσγκαρί, ο οποίος μένει στα Άδανα.
Με βάση όλες αυτές τις πληροφορίες τον Απρίλιο του 1991 η ΕΥΠ κάνει έρευνες για ύπαρξη αγνοουμένων αιχμαλώτων στις φυλακές Τσιουκούροβα, Αδάνων, Ταρσού και Σιντιργκί. Επιστρατεύει Τούρκους πληροφοριοδότες και τους εξαπολύει στα στρατόπεδα για να συλλέξουν πιο συγκεκριμένα στοιχεία.
Ο Τούρκος χημικός-μηχανικός Χασάν Κιρντάρ ζει στη Σμύρνη. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο Εζινέ το 1977. Εκεί, στις στρατιωτικές φυλακές, είδε μια ομάδα από τετρακόσιους περίπου κρατουμένους σε αυστηρή απομόνωση. Ο προϊστάμενος αξιωματικός τού είπε ότι ήταν Έλληνες αιχμάλωτοι. Το 1989 στο Ντιγιαρμπακίρ είδε από μακριά μια μικρή ομάδα κρατουμένων ηλικίας σαράντα με σαράντα πέντε ετών σε απομόνωση. Συνάδελφός του του είπε ότι είναι Κύπριοι αιχμάλωτοι.
Στην περιοχή Ουσάκ βρίσκεται η πόλη Μπαλικεσίρ, με 75.000 κατοίκους, ασήμαντη, χωρίς τίποτε το ιδιαίτερο. Ένας από τους αξιωματικούς που ερεύνησε σπιθαμή προς σπιθαμή την περιοχή ταξίδεψε μαζί με τη γυναίκα του με το «κάλυμμα» των αρχαιολόγων που ψάχνουν τα ερείπια της αρχαίας πόλης Αδριανού Θήραι. Ανασκαφές –έλεγαν– για την αγορά και το Γκιλντιρίμ Γκαμί που χτίστηκε το 14ο αιώνα… Όμως, κάπου έξω απ’ την πόλη υπάρχει το συρματόπλεγμα που φυλακίζει κάποια «περιστέρια».
Βρισκόμαστε στις φυλακές Σιντιργκί. Ο Κεμάλ, ένας νεαρός εργάτης που ζει στην πόλη αυτή, το Μπαλικεσίρ, πλησιάζει στις φυλακές. Εκείνη την ώρα ένας άντρας πενήντα με πενήντα πέντε ετών βγαίνει από την πύλη. Είναι ο αρχιφύλακας.
«Θέλω να δώσω τσιγάρα σε ένα φίλο μου Κύπριο που βρίσκεται εδώ κρατούμενος», του λέει. «Μπορείς να κάνεις κάτι για να έρθει εδώ να τον δω;»
Ο αρχιφύλακας ταράζεται, αλλάζει όψη και χλομιάζει.
«Τώρα δεν υπάρχει κανείς Κύπριος εδώ», του απαντάει. «Υπήρχαν προ εξαετίας, γι’ αυτό μην ψάχνεις. Αν υπάρχει κανείς, ίσως είναι στην περιοχή των Αδάνων».
Αφουγκραστείτε ξανά και ξανά την ευλογημένη κουβέντα αυτού του ταραγμένου ανθρώπου. «Υπήρχαν προ εξαετίας Κύπριοι εδώ…» Δηλαδή πότε; Το έγγραφο (που περνά μπροστά από τα μάτια μου) φέρει ημερομηνία… Τότε που είχε οργανωθεί η αποστολή. Δηλαδή τότε, το… Έλληνες και Κύπριοι αιχμάλωτοι βρίσκονταν εδώ, στα τάρταρα της απόγνωσης.
Γύρω από τις φυλακές Σιντιργκί υπάρχουν αγροκτήματα. Ένα απ’ αυτά έχει έκταση 100 στρέμματα. Είναι περιφραγμένο, απρόσιτο και φρουρείται αυστηρά.
Στο εσωτερικό του υπάρχει ένα κτίριο. Ο Μουσταφά Σισμέκ, στέλεχος του κόμματος Τουρκές, ξέρει ότι αυτό είναι ένα από τα κέντρα εκπαίδευσης πρακτόρων της περίφημης ΜΙΤ, της Mυστικής Yπηρεσίας Πληροφοριών της Άγκυρας. Γνωρίζει επίσης, από το 1984, ότι εδώ κρατούνται Ελληνοκύπριοι αιχμάλωτοι.
Τα έγγραφα είναι συγκλονιστικά… Λαδώνει τον αρχιφύλακα της φυλακής, τον συναντά και του ζητά πληροφορίες. Ο τελευταίος αρνείται να συζητήσει το θέμα λέγοντας επί λέξει:
«Δε γνωρίζω τίποτα, αλλά και αν γνώριζα, δε θα έλεγα, γιατί οι πρώτοι που θα κρεμάσουν θα είμαστε εμείς οι δυο».
Στην κουρδική εφημερίδα Γιενί Ουλκέ, στις 5 Οκτωβρίου του 1991, σε ένα αφιέρωμα στους Ελληνοκύπριους αγνοουμένους, αναφέρεται η μαρτυρία του λοχία Α.Β.:
«Όπως μου είπε ένας ανιψιός μου στρατιώτης, μετά την εισβολή, χιλιάδες αιχμάλωτοι συγκεντρώθηκαν σε ένα μέρος. Τους χώρισαν σε αξιωματούχους, σε στρατιώτες και σε πράκτορες. Τους μετέφεραν στο λιμάνι. Μετά τους φόρτωσαν στα πλοία και τους μετέφεραν στη Μερσίνα».
Ένας Ελληνοκύπριος, που είχε μεταφερθεί σε νοσοκομείο στην Κωνσταντινούπολη, είχε πει:
«Άκουσα ότι στο Αντιγιαμάν υπήρχε, σε άγνωστο μέρος, στρατόπεδο αιχμαλώτων. Οι άρρωστοι μεταφέρονταν από καιρό σε καιρό για θεραπεία στην Άγκυρα, στην Κωνσταντινούπολη και στο Εσκί Σεχίρ».
Η σύζυγος ενός Ελληνοκύπριου αιχμαλώτου δήλωσε ότι ένας από τους αιχμαλώτους, ο Λουκής Σολομωνίδης, είδε τον άντρα της σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στα Άδανα.
Λέγεται ότι οι Ελληνοκύπριοι που μεταφέρθηκαν στην Τουρκία, κάτω από αυστηρά μέτρα, εγκαταστάθηκαν στην οροσειρά του Ταύρου και ότι ο αριθμός τους κυμαίνεται μεταξύ τριών με εφτά χιλιάδων ατόμων. Κατά τη διάρκεια της μεταφοράς τους πέθαναν χίλια πεντακόσια άτομα.
ΤΑ «ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ» ΔΡΑΠΕΤΕΥΟΥΝ…
Η οροσειρά του Ταύρου στέκει μεγαλοπρεπής, πανύψηλη και οι κορυφές της είναι πάντα χιονισμένες. Ο καιρός όμως στην περιοχή είναι ανοιξιάτικος.
Είναι μια όμορφη μέρα, με τον ήλιο να λάμπει και να σκορπάει εκτυφλωτικές αναλαμπές πάνω στα σημεία όπου υπάρχει χιόνι. Στους πρόποδες της οροσειράς του Ταύρου βρίσκεται ένα χωριουδάκι, το Τζεϊχάν. Εκεί κοντά κυλά τα νερά του ο ποταμός Τζεϊχάν, που ’δωσε το όνομά του στο ταπεινό χωριό.
Ένας νεαρός βοσκός, ο Χασάν, βγάζει κάθε μέρα στις πέντε το πρωί τα ζώα του να βοσκήσουν. Η οροσειρά πήρε την ονομασία της από τους ταύρους που κινούνται αργά στην αγκαλιά της χορταριασμένης γης, γιατί την άνοιξη μπορεί να δει κανείς από αρκετή απόσταση τους ταύρους να βουλιάζουν αργά και σταθερά στην πλαγιά. Από μακριά μπορεί κανείς να διακρίνει και παράξενους Πέρσες μαυραγορίτες που περνούν τα σύνορα με το Ιράν και πουλούν στους δρόμους του μεταξιού βούτυρο, τυρί και τρόφιμα πρώτης ανάγκης σε φυγάδες – Κούρδους αντικαθεστωτικούς, τυχοδιώκτες, μέλη αντάρτικων οργανώσεων που ζητούν πλαστά διαβατήρια, λαθρεμπόρους που ψάχνουν να αγοράσουν πολύτιμες πέτρες.
Εκείνη τη μέρα ο Χασάν είχε ανέβει ψηλά για να βρει καλό βοσκότοπο. Από μια κορυφή είδε ξαφνικά να κατεβαίνουν δύο άτομα με σκισμένα ρούχα. Είχαν γένια και μακριά μαλλιά. Καθόταν στη βουνοκορφή, όταν τους είδε. Η όψη τους ήταν τρομερή.
«Μπορεί να είναι τίποτα δραπέτες», σκέφτηκε, «εγκληματίες, ληστές, που ψάχνουν για πλιάτσικο· μπορεί να μου πάρουν το κοπάδι και να με σκοτώσουν».
Ο φόβος φούντωσε στα σωθικά του. Κρύφτηκε πίσω από ένα θάμνο. Όμως οι άνθρωποι αυτοί τον είχαν ήδη δει. Καθώς πλησίασαν πιο κοντά, είδε ότι ήταν πολύ αδύναμοι, πολύ ταλαιπωρημένοι για να ’ναι ληστές.
«Δεν μπορούν να με βλάψουν», σκέφτηκε.
Ο ένας ήταν σαράντα πέντε με πενήντα χρονών, ο άλλος λίγο πιο νέος. Δε μιλούσαν τουρκικά ούτε κουρδικά. Mιλούσαν μια άλλη γλώσσα, μια γλώσσα που ο Χασάν άκουγε για πρώτη φορά. Οι φυγάδες προσπαθούσαν να μιλήσουν με κινήσεις των χεριών τους και έβγαζαν λόγια που δεν είχε ακούσει ποτέ του. Συχνά έλεγαν λέξεις όπως «γιάσου, ντεχσί μετζιέρι φίτε». Ο Χασάν δεν καταλάβαινε. Τους ρώτησε στα τουρκικά τι γυρεύουν, αλλά εκείνοι, μην μπορώντας να συνεννοηθούν, έφυγαν με γρήγορο βήμα. Τους είδε από μακριά να τρέχουν και να εξαφανίζονται πίσω από τη βουνοκορφή. Ήταν σαν να είχε δει φαντάσματα…
Στο καφενείο του χωριού, το βράδυ, αφού έβαλε τα πρόβατα στο μαντρί, ο Χασάν διηγήθηκε την ιστορία του.
«Είσαι σίγουρος ότι είπαν αυτά τα λόγια;» τον ρώτησε ένας αστυνομικός.
Ο Χασάν απάντησε καταφατικά· ήταν σίγουρος. «Γιάσου, ντεχσί φίτε»… Ο Χασάν είχε δει το «άλλο»…
Ο Γιουνάν ζει σε ένα χωριό στις παρυφές της οροσειράς του Ταύρου. Ένα πρωινό αποφάσισε να επισκεφτεί τη θεία του στο διπλανό χωριό. Σκέφτηκε να πάει περπατώντας, επειδή ο καιρός ήταν πολύ καλός. Φτάνει στο χωριό, καλημερίζει τη θεία του. Εκείνη του ψήνει καφέ και κάθονται στην αυλή του σπιτιού. Κάποια στιγμή περνούν από δίπλα τους με ταχύτητα τρία άτομα. Το «άλλο» είναι εκεί… Ο Γιουνάν και η θεία του ξαφνιάζονται πολύ. Τρέχουν πίσω τους από περιέργεια, να δουν ποιοι είναι αυτοί και τι θέλουν. Επειδή όμως οι φυγάδες δεν έχουν τρόπο να κρυφτούν, σταματούν και περιμένουν. Τρέμουν από φόβο. Ο Γιουνάν και η θεία του τους ρωτούν διάφορα, αλλά εκείνοι δε βγάζουν άχνα. Τίποτα τρελοί θα είναι ή βωβοί. Την ώρα που ο Γιουνάν και η θεία του ετοιμάζονται να φύγουν, ο ένας αρχίζει να ψελλίζει κάτι παράξενα λόγια, κάτι σαν «μετζιέρι φίτε». Τα μαλλιά τους είχαν σμίξει με τα γένια τους. Τα ρούχα τους ήσαν σκισμένα.
Αυτή την παράξενη ιστορία διηγήθηκε την επόμενη μέρα ο Γιουνάν στους συγχωριανούς του. Πού να ήξερε ότι ήταν μάρτυρας του «άλλου», του ανομολόγητου μυστικού, που βρίσκεται κλειδαμπαρωμένο εδώ και τριάντα πέντε χρόνια στα αρχεία μυστικών υπηρεσιών και κυβερνήσεων. Και πως η παράξενη ιστορία του θα γραφόταν σε βιβλίο, έχοντας πρώτα περάσει από άκρως απόρρητα έγγραφα μυστικών υπηρεσιών…
Ο αθάνατος ήρωας της κυπριακής γης, αυτό το προκεχωρημένο οχυρό ενός θείου πάθους που δείχνει πόσο βαθιά μπορούν να φτάσουν στη γη οι ρίζες ενός ανθρώπου, ο πρίγκιπας που κείτεται στη γαλήνη που βρίσκεται πέραν της δόξας, ο Θεόφιλος Γεωργιάδης, έγραφε στον υπολογιστή του όλες αυτές τις λεπτομέρειες και μετά σε έγγραφο της Επιτροπής Αλληλεγγύης για το Κουρδιστάν μετέφερε εμπιστευτικά τις πληροφορίες στην επιτροπή αγνοουμένων.
Ο Θεόφιλος, που ζωγράφιζε στον εθνικό καμβά τα δικά του χρώματα, όπως ο άλλος Θεόφιλος έβαφε με πινελιές το ελληνικό πείσμα και τα κατατόπια της αθωότητας στην παλέτα της Μυτιλήνης, ο Θεόφιλος της Κύπρου, ο νεότερος ήρωας της ρωμιοσύνης, που λύγισε με δύο σπασμούς από τα πυρά των πρακτόρων της ΜΙΤ, ήταν ο συντάκτης των πληροφοριών που είχε στα χέρια του από Κούρδους.
Ένα ακόμα όνομα Ελληνοκύπριου αιχμαλώτου εντοπίζεται σε στρατόπεδο της περιοχής Τσιακιρλί. Σύμφωνα με μαρτυρία Τουρκοκύπριου εποίκου, ο οποίος υπηρετούσε κατά την περίοδο 1984-1986 στο στρατόπεδο, κρατούνταν εκεί Ελληνοκύπριοι αιχμάλωτοι, ένας από τους οποίους έφερε τατουάζ στο ένα χέρι με τη λέξη «ΕΟΚΑ» και από κάτω το όνομα Νίκος. Ο Τουρκοκύπριος θυμόταν και έναν άλλο Κύπριο αιχμάλωτο που ήταν τυφλός από το ένα μάτι. Από τα αρχεία της επιτροπής διαπιστώνεται ότι υπάρχουν εβδομήντα εφτά αγνοούμενοι με το όνομα Νίκος ή Νικόλαος. Από αυτούς διαπιστώνεται ότι δύο φοιτητές αιχμάλωτοι, ο Νίκος Σχίζας, είκοσι τριών χρονών, και ο Νίκος Εγγλέζου, επίσης είκοσι τριών χρονών, δεν αφέθηκαν ελεύθεροι.
Το άκρως απόρρητο έγγραφο της Κυπριακής Υπηρεσίας Πληροφοριών περιέχει εντυπωσιακά στοιχεία με συγκλονιστικό παρασκήνιο, όταν ο δημοσιογράφος-ερευνητής ζητά να διαβάσει κάτω από τις λέξεις:
«…τα αποτελέσματα της επιχείρησης δεν ήταν τα αναμενόμενα λόγω απρόβλεπτων δυσχερειών κατά την εκτέλεσή της…»
Ιδού, λοιπόν, τα εντυπωσιακά στοιχεία: δύο Έλληνες σκοτώθηκαν από τα τουρκικά πυρά στην προσπάθειά τους να απελευθερώσουν αιχμαλώτους από την καταιγίδα της εισβολής!!! Μάλιστα, ο Θεόφιλος Γεωργιάδης γνώριζε γι’ αυτό το «μπλοκάρισμα από τις τουρκικές Αρχές ασφαλείας και τη δολοφονία δύο Ελλήνων στην αχανή Τουρκία. Κάτι που δεν έγινε ποτέ ευρέως γνωστό, που κρατήθηκε επτασφράγιστο μυστικό για να μη διαταραχθούν και σ’ αυτή την περίπτωση οι ελληνοτουρκικές σχέσεις… Άλλωστε, η κατάθεση της αδερφής του Θεόφιλου Γεωργιάδη επιβεβαιώνει όλα όσα της είχε εξομολογηθεί αυτός ο σπάνιος Κένταυρος της ρωμιοσύνης για τους τελευταίους επιζώντες και για όσους έπεσαν σε τουρκικό έδαφος προκειμένου να τους ελευθερώσουν. Για όσους χάθηκαν εδώ για να σωθούν μακριά… Κανείς, από τη δολοφονία του μέχρι σήμερα, δε βρήκε τις δισκέτες από τον υπολογιστή του Γεωργιάδη, όπου περιέχονταν όλες οι απόρρητες σημειώσεις του για τους αγνοουμένους… Ο σκληρός δίσκος της πιο σκληρής ανθρώπινης περιπέτειας…
Στις αρχές του 1986 ο Π. Γιαννούδης, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Κυπριακών Κοινοτήτων Αυστραλίας, μαθαίνει από ένα φίλο του, κάτοικο Αυστραλίας, ονόματι Λιβάνιο, ότι επισκέφτηκε φίλους του που κρατούνταν στις φυλακές Αντάκιας, Καπαλί και Νίγκτα Καπαλί, που βρίσκονται στα τουρκοσυριακά σύνορα. Αυτοί τον πληροφορούν ότι στην πρώτη φυλακή υπάρχουν τέσσερις Ελληνοκύπριοι και στη δεύτερη δεκαπέντε Ελληνοκύπριοι κρατούμενοι που πρέπει να είναι αγνοούμενοι.
Κάποιος στη Λεμεσό αναφέρει την ύπαρξη Ελληνοκύπριων αγνοουμένων στην πόλη Κόνια της Τουρκίας.
Η κυρία Γ. Χριστοδούλου μιλάει για την ύπαρξη Ελληνοκύπριων αγνοουμένων σε εργοστάσιο κατασκευής νημάτων στην περιοχή Νίγδη, όπου εργάζονται.
Η Νίγδη βρίσκεται στους πρόποδες ενός φρουρίου στη θέση της αρχαίας πόλης Νακίδα των χεττιτικών κειμένων. Πρώτος στόχος για τους επίλεκτους Έλληνες αξιωματικούς πληροφοριών, να φτάσουν κοντά στις αψίδες ενός παλιού υδραγωγείου, κάπου ανάμεσα στον οδικό άξονα Νίγδης-Αδάνων. Εκεί τους περίμεναν οι πληροφοριοδότες…
Ο χωματόδρομος μπροστά τους τους επιτρέπει να ακολουθήσουν τα ερείπια του ρωμαϊκού υδραγωγείου, που ξεκινούσε από τη δεξαμενή της πόλης κι έφτανε στο Καμερχισάρ. Οι αξιωματικοί έχουν αυτή τη φορά την ιδιότητα των εμπόρων που ζητούν καλές τιμές για νήματα. Αντικειμενικός Σκοπός (ΑΝΣΚ στη στρατιωτική γλώσσα) το εργοστάσιο νημάτων, όπου έχουν έγκλειστους τους αγνοουμένους στο κρατικό τσιφλίκι παραγωγής νημάτων. Είναι αδύνατο να προσεγγίσουν περισσότερο. Εκεί μαθαίνουν από Κούρδο σύνδεσμο πως κάποτε κατάφεραν και απέδρασαν μερικοί και βρήκαν καταφύγιο στο κουρδικό αντάρτικο. Μία έωλη πληροφορία, που δε διασταυρώνεται, κι ούτε φαίνεται να ευσταθεί πως υπάρχουν Ελληνοκύπριοι αγνοούμενοι στις τάξεις του ΡΚΚ.
Ο τότε βουλευτής Στάθης Παναγούλης καταθέτει τα δικά του στοιχεία, τα οποία ισχυρίζεται ότι του αποκάλυψε επιστήθιος φίλος του, στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και ανώτερος υπάλληλος του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, το όνομα του οποίου δεν επιθυμούσε να αποκαλύψει. Ο φίλος του αυτός εστάλη στην Τουρκία για να διερευνήσει τις πληροφορίες που είχε το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών για την κράτηση αγνοουμένων στις τουρκικές φυλακές Κόνια και Ουρκούτς. Όμως, τις προσπάθειές του σταμάτησε κατεπείγον σήμα από την KYΠ, που του ζητούσε να διακόψει αμέσως κάθε ενέργεια και να επιστρέψει.
Ο ίδιος ο Στάθης Παναγούλης τόνισε ότι είναι απόλυτα πεπεισμένος πως όσα του αποκάλυψε ο φίλος του είναι, χωρίς καμιά αμφιβολία, αληθή. Τα στοιχεία αυτά τα υποβάλλει σε ερώτησή του στη Βουλή.
Ένας Λιβανέζος κρατούμενος στις φυλακές Ελαζίγκ, Τραμπζόν και Αμάσειας στέλνει επιστολή στο γενικό γραμματέα της Ένωσης Φίλων Κυπριακής Δημοκρατίας Γιάννη Κατσιάπη, ότι είχε εκεί επαφές με Έλληνες φυλακισμένους. Αναφέρει στην επιστολή του:
Είμαι Λιβανέζος χριστιανός από τη Βηρυτό. Το 1962, περνώντας από την Τουρκία, με συνέλαβαν και καταδικάστηκα σε δεκαπέντε χρόνια φυλακή, από όπου βγήκα πριν από ένα μήνα. Τώρα ετοιμάζομαι να φύγω για άλλη χώρα. Εγνώρισα τη δική σας διεύθυνση από την εφημερίδα Λε Μοντ. Πολλοί ξένοι κρατούμενοι μου ζήτησαν να γνωρίσω στο κοινό την τραγική τους μοίρα. Και σας γράφω μετά από αίτησή τους… Είδα Έλληνες κρατουμένους στις φυλακές της Τραμπζόν και της Αμάσειας. Μόνο ένας απ’ αυτούς, ένας Παναγής, ο επονομαζόμενος «γιατρός», κατάλαβε ότι ήμουν χριστιανός, τόλμησε να με πλησιάσει και μου είπε να προσπαθήσω, όταν θα βγω από τη φυλακή, να βρω έναν τρόπο να γνωρίσω στο κοινό την τραγική τύχη του…
Η Τραμπζόν, η πόλη που υπήρξε η μικρή Κωνσταντινούπολη, η Τραπεζούντα των εκκλησιών και των κατεστραμμένων αγιογραφιών, βρίσκεται, καταπράσινη, στους πρόποδες της οροσειράς του Πόντου, εκεί όπου συναντάνται η αγιότητα με τη θλίψη.
Από δω περνούν τα φορτηγά διεθνών μεταφορών επιστρέφοντας από το Ιράν. Από το λιμάνι της φεύγουν εμπορεύματα κι έρχονται χρηματοδότες για τα πετρελαϊκά κοιτάσματα της περσικής γης. Εδώ όπου όλα φαίνονται ήρεμα και πολιτισμένα, ιδού τι αναφέρει στη συνέχεια ο Λιβανέζος:
…Με τη βοήθεια των φυλάκων Τούρκοι κρατούμενοι τους βασάνιζαν. Τους εβίαζαν σαν γυναίκες. Σωματικές τιμωρίες λόγω της θρησκείας τους… Ο Θεός να προστατέψει αυτά τα καημένα θύματα από το βαρβαρισμό…
Ένα ερώτημα που διατύπωσα προς τις πηγές μου ήταν γιατί πήγαν τους αιχμαλώτους στην Τουρκία και δεν τους κράτησαν στην Κύπρο. Μου απάντησαν ότι τους μετέφεραν εκεί γιατί ο χώρος στην Κύπρο είναι πάρα πολύ μικρός. Θα μπορούσε πολύ εύκολα να φωτιστεί το γεγονός ότι είναι έγκλειστοι και ότι κρατούνται αιχμάλωτοι. Δεν υπάρχουν εκεί επαρκή μέτρα ασφαλείας για την κράτησή τους, δεν υπάρχουν ειδικοί χώροι, δεν υπήρχαν ειδικά εκείνη την περίοδο.
Έτσι, μεταφέρθηκαν όχι σε απλές φυλακές, αλλά σε στρατιωτικές φυλακές, όπως αυτές που είναι υψίστης ασφαλείας και βρίσκονται στον ευρύτερο στρατοκρατούμενο χώρο της πόλης Μπολού, όπου είναι η έδρα της πιο νευραλγικής ταξιαρχίας καταδρομών του τουρκικού στρατού. Εκεί βρίσκονται μοίρες επίλεκτων Τούρκων αλεξιπτωτιστών.
Το γεγονός της μεταφοράς Ελληνοκύπριων και Ελλήνων αιχμαλώτων στην Τουρκία το διασταυρώνω και από μία άλλη πηγή μου:
Την 1η Αυγούστου του 1974 το Ασοσιέιτεντ Πρες μετέδωσε από την Άγκυρα δήλωση του Ετσεβίτ, σύμφωνα με την οποία τετρακόσιοι ένας αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στην Τουρκία και δεν απελευθερώθηκαν!!! Ο πανούργος μυστακοφόρος πρώην πρωθυπουργός των γειτόνων μας, που τον είχα συναντήσει στο Ερζερούμ πριν από μερικά χρόνια, είχε δηλώσει ότι στα Άδανα υπήρχαν εφτακόσιοι ογδόντα τρεις αιχμάλωτοι και ότι θα απελευθερώσει τους τριακόσιους ογδόντα δύο. Λίγο αργότερα, στις 6 Αυγούστου του 1974, το Ρόιτερ μετέδωσε από την Άγκυρα δήλωση Τούρκου επισήμου ότι εντός των ημερών θα αρχίσει η απόλυση τριακοσίων ογδόντα πέντε Ελληνοκύπριων από τις φυλακές των Αδάνων. Υπάρχει όμως ένα κενό για τετρακόσιους έναν αιχμαλώτους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στην τουρκική γη, αλλά δε γύρισαν ποτέ πίσω. Αυτά είναι τα «περιστέρια», που τα περισσότερα δεν κατάφεραν ποτέ να πετάξουν και που σύμφωνα με τα ντοκουμέντα της αγωνίας βρίσκονταν στη ζωή τουλάχιστον δεκατρία. Και οι πληροφορίες της ελπίδας μιλούσαν για πενήντα επιζώντες σκλάβους στο Μπαϊμπούρτ, για δύο στον παγωμένο βορρά, τέσσερις χαμένους στο νότο, κάποιους άλλους στην εσχατιά του πουθενά, μερικούς ελάχιστους τρελαμένους από τα βασανιστήρια στις χιονισμένες πλαγιές της οροσειράς του Ταύρου…
Εν τω μεταξύ πυκνώνουν οι μαρτυρίες ότι υπάρχουν Ελληνοκύπριοι αιχμάλωτοι, οι οποίοι μεταφέρθηκαν μαζί με άλλους στις φυλακές των Αδάνων και της Αμάσειας και δεν επέστρεψαν ποτέ. Πρόκειται για τουλάχιστον είκοσι εφτά αγνοουμένους και αναφέρονται και τα ονόματά τους.
Ο αριθμός των επιζώντων είναι ασαφής. Σίγουρα όμως μιλάμε για δεκατρείς τουλάχιστον, ενώ υπάρχουν άλλες πληροφορίες που ανεβάζουν τον αριθμό των τελευταίων επιζώντων σε πενήντα, κι οι οποίοι βρίσκονται έγκλειστοι στα ορυχεία του Μπαϊμπούρτ…
Φυσικά, από τους τετρακόσιους ένα, που αναφέρουν τα στοιχεία, δεν είναι δυνατό να ζουν όλοι: Έχουμε το βιολογικό θάνατο πολλών απ’ αυτούς· οπωσδήποτε κάποιους τους σκότωσαν· μπορεί κάποιοι να προσπάθησαν να δραπετεύσουν και να τους κάρφωσαν άλλοι αιχμάλωτοι· ενώ σε κάποιους άλλους μπορεί να χάρισαν τη ζωή οι δεσμοφύλακες. Ίσως υπάρχουν και γεγονότα που δεν μπορούμε να παραβλέψουμε. Επίσης ξέρουμε ότι, μόλις οι κρατούμενοι αυτοί έφτασαν στην Τουρκία, έγινε διαχωρισμός: αυτοί που ήταν της ΕΟΚΑ ΒΔ, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει πολλά προβλήματα στους Τούρκους, διαχωρίστηκαν από άλλους και λέγεται ότι τους σκότωσαν όλους για αντίποινα, επειδή είχαν φροντίσει να φυσήξει άνεμος δυστυχίας εναντίον των Τούρκων. Ίσως, λοιπόν, στους υπόλοιπους να χάρισαν τη ζωή. Κι απ’ αυτούς, μπορεί κάποιοι, τελικά, να συνέπλευσαν (!) μην μπορώντας να κάνουν διαφορετικά. Ναι, να συνέπλευσαν, αδύναμοι να αρθρώσουν ένα «όχι» στη βαρβαρότητα, μην αντέχοντας περισσότερο από άλλους ήρωες. Ας είναι ευλογημένο το σχήμα του σταυρού και της προσευχής που έκαναν, ας γίνει το πιο ακριβό πράγμα στον κόσμο το δάκρυ που άφησαν, το πιο πολύτιμο απόσταγμα όταν έκλαψαν. Όταν λύγισαν και δεν πέρασαν το κατώφλι της αθανασίας…
Οι πληροφορίες που φτάνουν στους Έλληνες κομάντος από τις ελληνικές υπηρεσίες πληροφοριών μέχρι και τα τελευταία χρόνια στα κέντρα εκπαιδεύσεως των κομάντος –όπως στη Ρεντίνα για παράδειγμα– είναι συγκλονιστικές: οι Τούρκοι πολλούς από τους Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριους αιχμαλώτους, όταν τους είχαν έγκλειστους στα στρατόπεδα, τους «χρησιμοποιούσαν» και για έναν άλλο λόγο: γινόταν ένα κυνήγι κεφαλών στον κυνηγότοπο των δασών στην αχανή Τουρκία, όπου για κάθε στρατιωτική σειρά που έμπαινε και εκπαιδευόταν στις ειδικές δυνάμεις άφηναν έναν Ελληνοκύπριο ή έναν Ελλαδίτη ελεύθερο στα δάση και τον κυνηγούσαν οι Τούρκοι κομάντος για να εκπαιδευτούν, μέχρι να τον σκοτώσουν. Τον χρησιμοποιούσαν δηλαδή σαν θήραμα. Ένα ζώο επί σφαγή που αλάλαζε μέσα στο δάσος λίγο πριν απ’ τον πνιχτό, τελευταίο σπασμό…
Μαθαίνω ότι, όταν η Βιργινία Τσουδερού ήταν υφυπουργός Εξωτερικών, υπήρξε μεγάλη κινητικότητα γύρω από το ζήτημα. Ο τότε ευρωβουλευτής και σημερινός υπουργός της Νέας Δημοκρατίας Κωστής Χατζηδάκης, ο οποίος είναι γνώστης του θέματος, αναφέρει μετά τα αποκαλυπτικά ρεπορτάζ του συγγραφέα:
«Είμαι σε θέση να επιβεβαιώσω ότι στη διάρκεια της θητείας της κυρίας Βιργινίας Τσουδερού ως υφυπουργού στο Υπουργείο Εξωτερικών έγινε ένα συστηματικό και αθόρυβο έργο για την εξακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων της τουρκικής εισβολής. Έργο που ειλικρινά εύχομαι να συνεχίζει και η σημερινή πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΞ. Γνωρίζω, επιπροσθέτως, ότι κατά την ίδια χρονική περίοδο πραγματοποιήθηκαν μυστικές αποστολές σε συγκεκριμένες περιοχές της Τουρκίας. Από την αξιολόγηση των διαφόρων πληροφοριών που συνελέγησαν, τόσο κατά τις επίσημες έρευνες όσο και από τη δική σας δημοσιογραφική έρευνα, φαίνεται να επιβεβαιώνεται η ύπαρξη μικρού αριθμού ζώντων αγνοουμένων, οι οποίοι υποχρεώθηκαν να ασπαστούν τον ισλαμισμό ή και να συνάψουν γάμους με ντόπιες.
»Είμαι, παράλληλα, αποφασισμένος, εφόσον μου δοθούν τα απαραίτητα στοιχεία από τις αρμόδιες ελληνικές και κυπριακές Αρχές καθώς και από τις οργανώσεις των συγγενών αγνοουμένων, να θέσω το θέμα των αγνοουμένων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και να αγωνιστώ μαζί με τους Έλληνες και λοιπούς Ευρωπαίους συναδέλφους μου για την εξακρίβωση της τύχης τους και την επιστροφή όσων ακόμη βρίσκονται εν ζωή».
ΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ
Την εποχή εκείνη είχαν σχεδιαστεί δύο επιχειρήσεις απεγκλωβισμού Ελλήνων και Ελληνοκύπριων κρατουμένων από τις τουρκικές φυλακές. Μία αποστολή υπό το συνταγματάρχη Γιαννόπουλο ξεκινά από την Κωνσταντινούπολη. Οι Έλληνες αξιωματικοί επιχειρούν να διεισδύσουν στα στρατόπεδα. Όμως ένα κομμένο συρματόσκοινο σε ασανσέρ –δουλειά των Τούρκων πρακτόρων αντικατασκοπίας– είχε ως αποτέλεσμα να σπάσει το πόδι του ένας Έλληνας αξιωματικός και να μπλοκαριστεί εκείνη η επιχείρηση…
Γίνεται και μία δεύτερη επιχείρηση στην περιοχή ανάμεσα στο Εσκί Σεχίρ και στα Άδανα, όπου πραγματοποιούνται επαφές και συναντήσεις. Στις 2 Οκτωβρίου του 1995 γίνεται άλλη μια αποστολή, όπου πάνε δύο αξιωματικοί για δεκαπέντε μέρες στην Τουρκία για να διερευνήσουν τη συνέχεια της επιχείρησης. Κόβεται κι ένα κονδύλι δύο εκατομμυρίων δραχμών για τις δεκαπέντε αυτές μέρες.
Nωρίτερα, το 1991-1993 στις επιχειρήσεις αυτές αναμειγνύεται και η Μοσάντ. Εκείνο το διάστημα, την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τη Ν.Δ., η Ελλάδα αναγνωρίζει το Ισραήλ παράλληλα με το κράτος της Παλαιστίνης. Τότε, λοιπόν, οι δικοί μας, γνωρίζοντας το αποτελεσματικό έργο των Ισραηλινών σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις απεγκλωβισμού, έρχονται σε επαφή μαζί τους αλλά παράλληλα, σχεδόν για όλες τις προσπάθειες, έχει σαφή γνώση των κινήσεων αυτών και το Υπουργείο Εξωτερικών. Οι συναντήσεις που λάμβαναν χώρα στο Υπουργείο Εξωτερικών δε γίνονταν τις καθημερινές, αλλά τα Σαββατοκύριακα. Παρόντες ήταν η κυρία Τσουδερού, Ισραηλινοί αξιωματούχοι, ο τότε Ισραηλινός πρέσβης, κύριος Σασόν, που τον έβλεπαν να έρχεται συχνά στο Υπουργείο Εξωτερικών, κι ο υπαρχηγός της ΕΥΠ, αρμόδιος για θέματα επιχειρήσεων, Βύρων Μπόζιος, μαζί με τον ογκώδη φάκελο που αφορούσε τους αγνοουμένους.
Παράλληλα ο Αντώνης Σαμαράς, όταν είχε συναντηθεί με τον Ντέιβιντ Λεβί, τον υπουργό Εξωτερικών του Ισραήλ, είχε συζητήσει μαζί του ολόκληρο το φάσμα του θέματος.
Κάποια στιγμή, λοιπόν, φαίνεται ότι αποκτούν νόημα τα πρώτα πλάνα, οι πρώτοι σχεδιασμοί για τον απεγκλωβισμό. Οι πληροφορίες δόθηκαν στους Ισραηλινούς της Μοσάντ.
«Δεν είναι δυνατό να απεγκλωβίσουμε δεκατρείς ανθρώπους. Είστε τρελοί; Ίσως να καταφέρουμε να βγάλουμε τρεις. Τους τρεις του Μπολού… Να φέρουμε πίσω τρεις ζωντανούς…» απάντησαν με συγκρατημένη αισιοδοξία τα γεράκια της Μοσάντ. Μάλιστα, λέγεται ότι είχαν διαθέσει ένα αεροσκάφος τύπου «ΑΒΑΚΣ», απ’ αυτά που μπορούν και καταγράφουν κινήσεις, όχι βέβαια ατόμων, αφού τα ιπτάμενα ραντάρ μπορούν να καταγράφουν μαζικές μετακινήσεις στρατού. Έτσι, αν γινόταν κάποια επιτόπια σύρραξη, αν «καιγόταν» η επιχείρηση κι ακολουθούσε καταδίωξη με ελικόπτερα ή τουρκικά στρατιωτικά οχήματα με ενόπλους, θα μπορούσε να καταγραφεί από τα ιπτάμενα ραντάρ…
Το σενάριο προέβλεπε ότι οι τρεις αιχμάλωτοι αγνοούμενοι θα μεταφέρονταν σε κάποιο νοσοκομείο προκειμένου να υποβληθούν σε δήθεν εξετάσεις ή σε επεμβάσεις για δήθεν παθήσεις από τις οποίες έπασχαν κι από κει, με πλαστά χαρτιά, πλαστά διαβατήρια, έγγραφα κ.λπ., θα κατάφερναν να φύγουν και να πετάξουν στην ελευθερία. Παράλληλα, είχαν γίνει και συσκέψεις στο Γενικό Επιτελείο Στρατού να κινηθούν Έλληνες καταδρομείς, αλλά ελάχιστοι, δύο τρεις επίλεκτοι κομάντος, οι οποίοι θα προσέγγιζαν τα μικρασιατικά παράλια, χωρίς όμως και οι ίδιοι να γνωρίζουν τους άξονες της αποστολής, και όπου θα μάθαιναν επιτόπου τι θα γίνει, ώστε να ελαχιστοποιηθεί το ενδεχόμενο διαρροής. Από κει ή από κάποιο άλλο σημείο, αν το πρώτο σκέλος λειτουργούσε σωστά, θα μπορούσαν να τους παραλάβουν μέχρι τα διεθνή ύδατα. Κι από κει, ω, από κει θα κάπνιζαν το πρώτο ελεύθερο τσιγάρο τους στη διαδρομή προς την Κύπρο ή την Ελλάδα!
Το σχέδιο προχώρησε, οργανώθηκε η επιχείρηση. Aς γυρίσουμε το χρόνο λίγο πίσω. Σωτήριον έτος 1991. Τότε αρχίζουν και γίνονται συγκεκριμένες οι πληροφορίες που είχαμε τα τελευταία χρόνια.
Ένας από τους αξιωματικούς, που βρισκόταν εκείνη την εποχή στην Τουρκία και που γνώριζε άριστα τα ελληνοτουρκικά αλλά είχε γνώση και αυτού του κρίσιμου θέματος, είναι ο Αθανάσιος Γυαλινός. Ο Γυαλινός είναι έμπειρος αξιωματικός, ειδικός στα ελληνοτουρκικά, με γνώσεις στο Κυπριακό – είχε μάλιστα αναλάβει συντονιστικό ρόλο σε επιχειρήσεις με κομάντος παλαιότερα στην Κύπρο. Ο Γυαλινός, λοιπόν, δημιουργεί έναν ογκώδη φάκελο με τις πληροφορίες που συγκεντρώνει. Με βάση το φάκελο του Γυαλινού οργανώθηκαν και σχεδιάστηκαν αποστολές από τα προξενεία και την πρεσβεία μας στην Τουρκία, δηλαδή από το προξενείο μας στη Σμύρνη, από την πρεσβεία μας στην Άγκυρα και από το προξενείο μας στην Κωνσταντινούπολη.
Ο συνταγματάρχης Γιαννόπουλος, υπ’ αριθμόν ένα τότε στα ελληνοτουρκικά, με βάση αυτές τις κατευθύνσεις του Γυαλινού, προβαίνει σε περιοδικές και τμηματικές διερευνήσεις και αναγνωρίσεις των περιοχών όπου λέγεται ότι κρατούνταν οι αιχμάλωτοι. Πηγαίνει επιτόπου.
Ήδη από το 1990 έχουμε την αποστολή δύο νέων «οργάνων»:
Στο προξενείο της Κωνσταντινούπολης υπηρετεί τότε ο αντισυνταγματάρχης Πανταζής και στο προξενείο της Σμύρνης ο ομόβαθμός του Νίκος Μηλιορίτσας, που οργώνει ολόκληρη την Τουρκία.
«Είχαμε μια Τουρκία στο πιάτο…» έλεγε και ξανάλεγε ο επόμενος αρχηγός της ΕΥΠ, ναύαρχος Λεωνίδας Βασιλικόπουλος, για το σπουδαίο έργο που επιτέλεσε αυτή η κλειστή ομάδα των έμπειρων αξιωματικών πληροφοριών, καθώς και για άλλα, ίσως λιγότερο σημαντικά, θέματα στο ασιατικό έδαφος. Γίνονται φωτογραφήσεις κτιρίων και στρατοπέδων της Τουρκίας, γίνονται προσπάθειες να προσεγγιστούν περισσότερο οι χώροι όπου έχουμε πληροφορίες ότι κρατούνται αιχμάλωτοι, αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολη η προσέγγιση.
Τον ίδιο καιρό ένας άλλος επίλεκτος αξιωματικός, ο αντισυνταγματάρχης Λοΐζος Δερμεντζόγλου, ξεκινά για μια αποστολή-κλειδί στα Άδανα. Εντοπίζει ομαδικό τάφο, όπου είχαν δολοφονηθεί μαζικά δεκάδες αγνοούμενοι. Ομαδική ταφή εκατό έως διακοσίων αιχμαλώτων του «Αττίλα». Η υπόθεση μελετάται καλά, σχεδιάζεται με προσοχή κι αποφασίζεται ειδικός χειρισμός. Ο αντισυνταγματάρχης Δερμεντζόγλου, με δέος, ταραχή κι ιερή αφοσίωση στο καθήκον, μεταφέρει τα κρανία και τα οστά μέσα στο διπλωματικό σάκο στην Αθήνα κι από κει σε ειδικό ερευνητικό κέντρο της Αυστρίας για να διαπιστωθεί ο ακριβής χρόνος των δολοφονιών! Ενημερώνονται με άκρα μυστικότητα ξένοι παράγοντες και η υπόθεση κρατείται «άκρως απόρρητη», γιατί πιστεύουν όλοι ότι θα οδηγήσει στον «περιστερώνα με τα περιστέρια», στο «άλλο» που ήρθε στον ποταμό Τζεϊχάν κι ήπιε μονορούφι την πιο μελαγχολική βροχή μιας Τουρκίας που γλιστρά και σβήνει στα όρια της Kόλασης…
Ο Μηλιορίτσας και ο Γιαννόπουλος συνεργάζονται, υπηρετούν το ίδιο διάστημα και συγκεντρώνουν θετικά έως εντυπωσιακά στοιχεία. Τότε αρχίζουν να γίνονται συγκεκριμένες οι πληροφορίες ότι «τα περιστέρια βρίσκονται στον περιστερώνα». Αυτός που συντονίζει την όλη επιχείρηση είναι ο αρχηγός του ΑΔ Kλάδου Kατασκοπίας, ο Αναξαγόρας Σπιτάς. Αυτός μεταφέρει στον παπα-Χριστόφορο, τον πρόεδρο των συγγενών αγνοουμένων –ο γιος του, ο Αλέξανδρος, είναι αγνοούμενος– ότι «τα περιστέρια βρίσκονται στον περιστερώνα» ή ότι «ο θησαυρός είναι στο θησαυροφυλάκιο. Μπορούμε να πάμε να τον πάρουμε».
Ο παπα-Χριστόφορος δίνει ραντεβού με Έλληνες αξιωματούχους, που ασχολούνται με το κρίσιμο θέμα, στο ξενοδοχείο Τιτάνια, αλλά ξαφνικά ματαιώνεται το ραντεβού. Του λένε ότι θα ενημερωθεί στην Κύπρο από το σύνδεσμο της ΕΥΠ στο νησί με την Kυπριακή Yπηρεσία Πληροφοριών. Τα στοιχεία αυτά τα ανέφερε ο παπα-Χριστόφορος στη διερευνητική επιτροπή που συνεκλήθη εκτάκτως στην κυπριακή Βουλή και συνεδρίασε κεκλεισμένων των θυρών το 1995, μετά το σάλο των δημοσιευμάτων του Ελεύθερου Τύπου – με έναν παπα-Χριστόφορο να μιλά για πρώτη φορά για τις πληροφορίες που είχε το 1991-1992. Οι πληροφορίες «φωτογραφίζουν» όλες τις μυστικές επιχειρήσεις στις περιοχές Μπολού και Ντενιζλί.
Το Ντενιζλί είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας κι έχει 105.000 κατοίκους. Χωρίς κανένα σημαντικό μνημείο, εκεί, σε μια γωνιά της νοτιοανατολικής Τουρκίας, ήταν ο τελευταίος σταθμός του Ετσεβίτ ελάχιστη ώρα πριν διατάξει την εισβολή στην Κύπρο. Στο Ντενιζλί, έξω από την αγορά, που βρίσκεται σε έναν οχυρωμένο περίβολο, κοντά στην Ιστικλάλ Καντ βρίσκεται ο σιδηροδρομικός σταθμός. Εκεί, στην απέναντι πλευρά του σιδηροδρομικού κόμβου του Ντενιζλί, βρίσκονται σε αυστηρά φυλασσόμενη στρατιωτική ζώνη εφτά Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριοι αιχμάλωτοι. Οι αξιωματικοί πληροφοριών μας εργάστηκαν με υπερβολικό ζήλο και προσοχή σε αυτή την επιχείρηση. Διασταυρώθηκε η υψηλής αξιοπιστίας πληροφόρηση για την ύπαρξη αυτού του μικρού αριθμού επιζώντων. Όπως και η αξιοπιστία για τα στοιχεία που αφορούσαν το Μπολού, 197 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Άγκυρας και 262 ανατολικά της Κωνσταντινούπολης. Ανατολικά της λύπης…
Στις τουρκικές επαρχίες, στην αραιοκατοικημένη ασιατική γη, οι αξιωματούχοι μας συγκεντρώνουν και έγγραφα, στρατιωτικά έγγραφα. Είναι τέτοια η διεισδυτικότητα του Γιαννόπουλου, ώστε καταφέρνει και βρίσκει έγγραφα σε ορισμένα απομακρυσμένα φυλάκια και σε απομονωμένες στρατιωτικές εγκαταστάσεις των Τούρκων, όπου έχει ανθρώπους του ή διεισδύει ο ίδιος. Αυτά τα έγγραφα δεν καταστρέφονται με το ειδικό μηχάνημα που τα κόβει σε λωρίδες, αλλά τα πετάνε σε κάδους απορριμμάτων. Και τα βρίσκει ακόμα κι εκεί…
Το ταξίδι του κατασκόπου σε μια ξένη γη είναι αγωνιώδες, παράξενο, με φουσκωμένες τις φλέβες από την αδρεναλίνη, με μια αρρωστημένη εμμονή για να ταξινομήσει πληροφορίες, να δει ανθρώπους, να στρατολογήσει πράκτορες, να κρύψει το πρόσωπό του, να κλάψει ή κάποιες μέρες να λάμψει από ευδοκία… Ακόμα και στους κάδους των απορριμμάτων μπορεί να ανακαλύψει κανείς το «εν ανθρώποις ευδοκία». Εκεί όπου μπορεί να βρει ακόμα και έγγραφα απομακρυσμένων μονάδων. Ο Γιαννόπουλος μπορεί να μετρούσε, για παράδειγμα, μια ίλη αρμάτων του τουρκικού στρατού για να διαπιστώσει τη μαχητική ισχύ, τον αριθμό, τη μεταφορά των αρμάτων, το αξιόμαχο, βγάζοντας χρήσιμα συμπεράσματα, όμως ποτέ δεν ξεχνούσε το «άλλο». Δεν το ’βαζε ποτέ σε δεύτερη μοίρα. Τα έγγραφα, λοιπόν… Επειδή δεν μπορούν να τα διαβιβάσουν, τα παίρνουν μαζί τους, τα βάζουν στο διπλωματικό σάκο και τα στέλνουν. Τα έγγραφα αυτά δεν υπογραμμίζουν, για παράδειγμα, ότι εδώ βρίσκεται αυτός ο αγνοούμενος, με το όνομά του, αλλά περιλαμβάνουν σενάρια ασκήσεων. Και αναφέρουν ότι, π.χ., «στις φυλακές Μπολού έχουμε τον κλωβό των αιχμαλώτων», όπως αναφέρουν ότι υπάρχουν τόσοι αλεξιπτωτιστές, υπάρχουν τόσοι πύραυλοι, πυροβολικό, κ.λπ. Τα στοιχεία αυτά είναι εξαιρετικά ακριβή για την περιοχή, τους αριθμούς, τη διάταξη των χώρων. Μόνο το σενάριο είναι φανταστικό. Να, λοιπόν, που σε κάποια έγγραφα τονίζεται ότι υπάρχουν κλωβοί αιχμαλώτων…
Τα έγγραφα μεταφέρονται με το διπλωματικό σάκο στο ΥΠΕΞ κι από κει στην ΕΥΠ, στην Κατεχάκη, για αξιολόγηση, μεταφράζονται και περνάνε για ανάλυση από τον ΔΔ Kλάδο. Σ’ αυτές τις αναλύσεις συμμετέχει και ο Γυαλινός, ο οποίος υπηρετεί και στην ΕΥΠ, αλλά αργότερα και στο 2ο Γραφείο Πληροφοριών του ΓΕΣ, με αντικείμενο «πληροφορίες περί Τουρκίας». Προκύπτουν ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες και από τα έγγραφα και από τις πληροφορίες, αφού εντείνεται η δραστηριότητα των πηγών κι ενεργοποιούνται πληροφοριοδότες που βρίσκονταν εν υπνώσει, για να χρησιμοποιηθούν εν καιρώ πολέμου με ακτίνα δράσης το Μπολού και την ευρύτερη ζώνη στο σιδηροδρομικό κόμβο του Ντενιζλί. Και συντάσσεται διαταγή επιχειρήσεων…
Τότε ενημερώνεται και ο πρώην αρχηγός του ΓΕΣ, σήμερα επίτιμος αρχηγός ΓΕΣ, Ευστάθιος Καπραβέλος, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν διοικητής του ΑΔ Σώματος Στρατού στη Λάρισα, την περίοδο 1991-1992. Αυτός μου επιβεβαιώνει, στις επαφές που είχα μαζί του, ότι είχε κι ο ίδιος προφορική ενημέρωση ότι υπάρχουν στο Μπολού και σε άλλες περιοχές της Τουρκίας, σε στρατόπεδα, Έλληνες και Ελληνοκύπριοι αιχμάλωτοι. Για να μη διαρρεύσουν αυτά τα στοιχεία, οι αξιωματούχοι αποφεύγουν να μεταφέρουν εγγράφως σμήνος απόρρητων πληροφοριών και έτσι η ενημέρωση γίνεται προφορικά. Συντάσσονται, λοιπόν, διαταγές επιχειρήσεων, εκπονούνται σενάρια για τις περιοχές όπου υπάρχουν αιχμάλωτοι, τους οποίους η ελληνική πλευρά πληροφορείται πως οι Τούρκοι μετακινούν. Οι αποχρώσες ενδείξεις περί επιζώντων αγνοουμένων συμπίπτουν με τα τουρκικά σενάρια ασκήσεων που είναι πάντα ακριβή. Οι ενδείξεις, λοιπόν, τείνουν να γίνουν αποδείξεις.
Μελετάται η περαιτέρω διερεύνηση του θέματος. Η μελέτη αφορά δύο σκέλη: την εξακρίβωση και τον εντοπισμό στρατοπέδων αιχμαλώτων και αγνοουμένων και τον τρόπο απελευθέρωσης ενός αριθμού απ’ αυτούς. Ο ΑΔ Kλάδος Kατασκοπίας της ΕΥΠ, το 2ο Eπιτελικό Γραφείο του ΓΕΣ, που θα οργανώσει την αποστολή των κομάντος, και οι άνθρωποι του Υπουργείου Εξωτερικών ανασυντάσσουν τις δυνάμεις τους. Οι συσκέψεις γίνονται σε ιδιαίτερα κλειστό κύκλο. Τα άχραντα μυστήρια των συσκέψεων…
Ο Γιαννόπουλος και άλλοι αξιωματικοί συνεχίζουν να πηγαινοέρχονται στην Τουρκία. Ο Γιαννόπουλος, για παράδειγμα, κυκλοφορεί με το κάλυμμα του ιχθυέμπορου. Eίναι πια ένας Τούρκος ψαράς –τα χαρακτηριστικά του βοηθούν πολύ, έχει μουστάκι, είναι μελαχρινός, μιλάει τα τουρκικά σαν τη μητρική του γλώσσα– με στόχο να βυθιστεί μες στη νοοτροπία της Ανατολής, στα μυστήρια των Aνατολιτών, στις συνήθειές τους. Ζει για δύο χρόνια στην Τουρκία, συναναστρέφεται με τους κατοίκους, συναλλάσσεται μαζί τους, βυθίζει την ύπαρξή του μες στο υγρό διάλυμα της κουλτούρας τους. Ακούει, πληροφορείται ότι σε συγκεκριμένο στρατόπεδο, σε συγκεκριμένο κτιριακό συγκρότημα στο Μπολού, βρίσκονται αιχμάλωτοι. Του το επιβεβαιώνουν και περίοικοι. Του λένε ότι εκεί ακούνε φωνές στα ελληνικά, συνομιλίες. Σ’ αυτό τον απέναντι του Αιγαίου πολιτισμό. Ανατριχιάζει ο Έλληνας μέσα του, και πολύ σύντομα το διαπιστώνει κι ο ίδιος.
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι ο Γιαννόπουλος πηγαίνει κοντά στο κτίριο κι ακούει φωνές στα ελληνικά: «Φέρε μου το νερό…» ή «Πήγαινε στη βρύση και φέρε τον κάδο με το νερό». Η προφορά είναι βαριά κυπριακή. Οι λιγοστές προτάσεις περιέχουν και τουρκικές λέξεις. Κάποτε οι αιχμάλωτοι συνομιλούν με τους δεσμοφύλακες μόνο στα τουρκικά. Ακούει τις φωνές των Ελλήνων αιχμαλώτων που ζουν μέσα στο στρατόπεδο και πηγαίνουν στο προαύλιο, αλλά δεν είναι δυνατό να μπει μέσα, γιατί δεν είναι τρελός, δεν έχει χάσει ακόμα το μυαλό του, για να τινάξει στον αέρα με μια απερισκεψία ολόκληρη τη μεγαλειώδη προσπάθεια. Ο χώρος είναι στρατοκρατούμενος, φυλάσσεται. Και εδώ που έφτασε αυτός ο κουζουλός πρεσβευτής των αθάνατων ιδεών, να ’χει πλάι του μόνο τον Θεό της πατρίδας και να ξορκίζουν παρέα τους κακούς δαίμονες… Ο ίδιος δεν τα επιβεβαιώνει όλα αυτά. Εντούτοις, οι πληροφορίες επιμένουν.
Το «άλλο» ήταν εκεί μέσα. Φρουρούμενο, φιμωμένο, ατιμασμένο στο σφαγείο των ιδεών. Ο Γιαννόπουλος φαίνεται ότι κατάφερε να φτάσει, να προσεγγίσει, να σκορπίσει δολάρια, να τάξει, να κερδίσει τον πόλεμο της εμπιστοσύνης, να πλήξει θανάσιμα την ανατολίτικη καχυποψία. Ό,τι κι αν έκανε πολεμώντας σαν σπάνιος Κένταυρος, μισός λατρεία για την πατρίδα και μισός τομάρι για όλες τις δουλειές, τα κατάφερε… Τον τρόπο τον ξέρει μόνο αυτός και ο εκάστοτε αρχηγός της ΕΥΠ, στον οποίο αποκλειστικά και μόνο έδινε λογαριασμό: ο στρατηγός Καλαμάκης, ο πτέραρχος Μπαλές και ο ναύαρχος Βασιλικόπουλος.
Επί δύο σχεδόν δεκαετίες ψάχνει απεγνωσμένα το «άλλο», με δαιμονική προσήλωση στην αποστολή του. Η μεγάλη του αυτή επιτυχία τον κρατούσε επί τέσσερα και πλέον χρόνια στη σκιά της Ασίας, παρόλο που στα δύο χρόνια, όπως ορίζεται για τους αξιωματικούς, έπρεπε να γυρίσει πίσω υποχρεωτικά.
Κάποια στιγμή, ύστερα από πολλές προσπάθειες, φαίνεται ότι κατάφερε να λαδώσει κάποιους Τούρκους φρουρούς και να γίνει μία και μοναδική συνάντηση… Πάλι τον Γιαννόπουλο φέρουν οι πληροφορίες ως πρωταγωνιστή. Ο ίδιος το αρνείται, χωρίς να είναι πειστικός.
Ήταν τέσσερις τα ξημερώματα. Ο Γιαννόπουλος πλησιάζει στο χώρο του στρατοπέδου –τον οδηγούν μέχρι εκεί οι Τούρκοι– κι από ένα κρυφό καλντερίμι συναντάται με τρεις από τους Έλληνες αιχμαλώτους, τους φυλακισμένους από τον πόλεμο του 1974! Μιλάνε στα τουρκικά· με φόβο· με την καρδιά έτοιμη να σπάσει· με την αδρεναλίνη στα ύψη· με ένα σκίρτημα κι ένα μούδιασμα που φτάνει ως τα βάθη του σώματος. Αντικρίζει ο άνθρωπος τρεις ημίτρελες φάτσες Ελλήνων. Τους τελευταίους επιζώντες. Ο ένας ήταν ο αντισυνταγματάρχης Παύλος Κουρούπης, ο διοικητής της Κυρήνειας, ο άλλος ο μικρός Χριστάκης Λοΐζου και ο τρίτος κάποιος με το όνομα Νίκος. Φορούσαν και οι τρεις παλιές στρατιωτικές φόρμες. Μιλούν για ελάχιστα λεπτά. Ο Κουρούπης μόλις πρόλαβε να του πει: «Είμαι ο Παύλος Κουρούπης από την Καλαμάτα, είμαστε εδώ, υποφέρουμε, σώστε μας». Ο ένας απ’ τους τρεις ήθελε μάλιστα να πάει αμέσως μαζί του. Ο Γιαννόπουλος όμως τους είπε: «Κάντε υπομονή, προσπαθήστε να κρατήσετε την ψυχραιμία σας, αντέξατε τόσα χρόνια… θα σας απελευθερώσουμε…»
Θυμίαμα τα λόγια του. Βάλσαμο για τις σκοτεινές ώρες που θα συνέχιζαν εφιαλτικά να στέκονται ακίνητες πλάι τους. Πόση αντοχή μπορεί να ’χει κανείς για να αρθρώνει λέξεις σε μια σκοτεινή γωνιά της γης, όπου φυσά ο άνεμος της δυστυχίας…
Στο στρατόπεδο κρατούνταν κι ένας άλλος Ελλαδίτης, που το όνομά του ήταν Γιώργος, αλλά δε στάθηκε δυνατό εκείνη την αστροφώτιστη νύχτα να πλησιάσει μαζί με τους τρεις.
«Δε συναντήθηκα», λέει κοφτά ο Γιαννόπουλος, μιλώντας όμως για τα σημαντικά στοιχεία του βιβλίου. Ας είναι!… Μόλις έμαθα τα ονόματα, μεταξύ των οποίων ήταν και αυτό του αντισυνταγματάρχη Παύλου Κουρούπη, του διοικητή της Κυρήνειας που πολέμησε σαν λιοντάρι στην εισβολή και τραυματίστηκε μάλιστα στο πόδι –γι’ αυτό σώθηκε και κρατήθηκε τελικά αιχμάλωτος, αφού ήταν ο πιο υψηλόβαθμος μεταξύ των αγνοουμένων–, συναντήθηκα με τη γυναίκα του Κουρούπη, Μαρία.
Στη συνέντευξη που μου έδωσε μου αποκάλυψε ότι την είχαν ενημερώσει (ένας γνωστός υπουργός κι ένας αξιωματικός πληροφοριών) πως ο άντρας της ζει και ότι ζει κι ο μικρός Χριστάκης Λοΐζου, ο οποίος σήμερα είναι σαράντα χρονών, και ένας άλλος με το όνομα Νίκος. Μου ανέφερε ότι στο διάστημα από το 1974-1979 είχε μάθει, αφού κινητοποίησε μηχανισμούς, ξένους ηγέτες, προσωπικότητες, για το Μπολού από τις ιρανικές μυστικές υπηρεσίες, από την τότε κυβέρνηση της Περσίας του Σάχη. Εκείνο το διάστημα είχε καταφέρει να συναντηθεί ύστερα από επίπονες προσπάθειες με αξιωματούχους Πέρσες που της είπαν ότι ο άντρας της βρίσκεται στο Μπολού… Τότε, το 1980…
Οι Ιρανοί είχαν λόγους να ελέγχουν την κατάσταση και να ξέρουν τι ακριβώς συμβαίνει στη γειτονική τους χώρα. Και κατάφεραν, φαίνεται, και αυτοί να μάθουν ότι εκεί βρίσκονται οι κρατούμενοι.
Μου επιβεβαίωσε, ακόμα, τις πληροφορίες μου μία προς μία, ότι ο συνταγματάρχης Γιαννόπουλος συναντήθηκε για λίγα λεπτά μαζί τους, ότι του είπαν ότι ο ένας ήταν Ελλαδίτης και οι άλλοι δύο Κύπριοι. Ότι φορούσαν παλιές στρατιωτικές φόρμες και ζητούσαν να ξεκινήσει αποστολή σωτηρίας τους.
H ιστορία του βενιαμίν της κυπριακής τραγωδίας, Χριστάκη Λοΐζου, είναι συγκλονιστική. Ο Χριστάκης είναι σήμερα σαράντα χρονών. Κατά τη διάρκεια της εισβολής ήταν πέντε χρονών. Τότε, στις 17 Αυγούστου του 1974, οι Τούρκοι εισβολείς προελαύνοντας μπήκαν στο χωριό του, το Παλαίκυθρο. Οι Τούρκοι γύριζαν από σπίτι σε σπίτι λεηλατώντας και πυροβολώντας. Ο μικρός Χρίστος και ο πατέρας του Γιώργος –που είναι κι αυτός αγνοούμενος– βρίσκονταν λίγο έξω απ’ το χωριό, για ασφάλεια. Οι Τούρκοι πυροβολούσαν και ένας στρατιώτης έστρεψε το όπλο του κατά του πεντάχρονου Χριστάκη και σημάδεψε τα πόδια του. Το μικρό παιδί έπεσε κάτω αιμόφυρτο. Η μητέρα του, Μυροφόρα, τύλιξε τον Χριστάκη σε ένα σεντόνι και αλαφιασμένη έδειξε το αιμόφυρτο παιδί σε έναν Τούρκο αξιωματικό. Aυτός διέταξε να τη μεταφέρουν αμέσως με τζιπ σε νοσοκομείο. Αντίθετα, όμως, τη μετέφεραν στο χωριό Δίκωμο, όπου υπήρχε ένα πρόχειρα στημένο ιατρείο. Ο Τούρκος γιατρός παρέλαβε το παιδί από τα χέρια της, του έβαλε ορό στο τραυματισμένο δεξί πόδι, ενώ έραψε το ελαφρύ τραύμα του αριστερού ποδιού. Το παιδί έπρεπε να χειρουργηθεί, όπως της είπε ο γιατρός, για το μεγάλο τραύμα. Η αιμορραγία συνεχιζόταν.
Λιπόθυμη, η Μυροφόρα Γεωργίου Λοΐζου σωριάστηκε κάτω. Πριν λιποθυμήσει, είδε το γιατρό να κρατά το παιδί της στα χέρια του και να το τυλίγει με επιδέσμους. Ήταν η τελευταία φορά που το έβλεπε. Την επόμενη ημέρα, όταν συνήλθε, δε βρήκε το παιδί της. Οι Τουρκοκύπριοι την καθησύχασαν λέγοντας ότι το παιδί ζει και ότι μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο του τουρκικού τομέα της Λευκωσίας για να του κάνουν μετάγγιση αίματος. Οι Τούρκοι στρατιώτες μετέφεραν τους εγκλωβισμένους του χωριού της στο γειτονικό χωριό, τη Βόνη. Ένας Τουρκοκύπριος, που προμηθευόταν φαρμακευτικό υλικό και επισκεπτόταν καθημερινά το νοσοκομείο στη Λευκωσία, είχε δει επανειλημμένα το μικρό Χριστάκη. Η ιστορία αυτή έγινε γνωστή στον Ραούφ Ντενκτάς από τον Γλαύκο Κληρίδη.
Ο Ντενκτάς ομολογεί ότι ο πεντάχρονος Χριστάκης είναι ζωντανός, «ζει και βρίσκεται σε νοσοκομείο της Άγκυρας, εξαιτίας κάποιου προβλήματος που παρουσίασαν τα νεφρά του. Αν επιθυμεί η μητέρα του, μπορεί να έρθει να τον δει…». Τρεις μέρες ύστερα από αυτή τη δήλωση ο Ντενκτάς «διευκρινίζει» ότι συνέβη κάποια παρεξήγηση και ότι πρόκειται για άλλο παιδί. Η αλήθεια ήταν ότι ο μικρός, που το Φεβρουάριο του 1975 συμπλήρωνε τα έξι του χρόνια, ήταν σε θέση να αντιλαμβάνεται ορισμένα στοιχειώδη πράγματα. Και μπορεί να είδε αρκετούς Ελληνοκύπριους αιχμαλώτους που έπεσαν στα χέρια των Τούρκων τραυματισμένοι. Μια τεθλασμένη γραμμή αγωνίας από στρατόπεδο σε στρατόπεδο και η κατάληξη στη βάση των καταδρομέων στο Μπολού, όπου εντοπίστηκε κατά τη γιγαντιαία επιχείρηση της ΕΥΠ.
«Εγώ», δηλώνει η τραγική μητέρα, «όποιος κι αν βρέθηκε να μεγαλώσει το μωρό μου, θέλω να ’ρθει να τον δω, να τον ευχαριστήσω που στάθηκε σ’ ένα πλάσμα πέντε χρονών. Και να ’χει και το μωρό μου το δικαίωμα να ’ρθει κοντά σ’ εμένα να δει τα αδέλφια του, να ξέρει ότι ζει η μάνα του… Και δε θα το κρατήσω το μωρό. Να πηγαίνει και κοντά τους να τους θωρεί, γιατί είκοσι τρία χρόνια το μεγάλωσαν, έχουν κι εκείνοι δικαιώματα πάνω του. Αλλά θέλω να μου το φέρουν να το δω, να τους κάνω εγώ τα έξοδά τους να ’ρθουνε, γιατί στην Τουρκία, όπως λένε, υπάρχουν πολλά φτωχά πλάσματα. Μπορεί να μην έχουν αρκετά χρήματα… Ποιος ξέρει… Αν δει τη φωτογραφία μου σε κάποια εφημερίδα, μπορεί κάτι να καταλάβει, αν βρει κάποιον να του το εξηγήσει, γιατί τι να θυμάται το μωρό… Ίσως το όνομά του, ίσως το χωριό του, το Παλαίκυθρο. Θέλω, άμα ακούσει και δει ότι τον γυρεύω και τον καρτερώ, αν μη τι άλλο, να μου στείλει μια φωτογραφία με δυο λόγια, όπως ξέρει. Να γράψει τουρκικά, εγγλέζικα, αράπικα, δε με πειράζει… Να ξέρω μόνο ότι είναι από το χέρι του που γράφτηκαν…»
Γίνονται οι επαφές του ΑΔ Kλάδου της ΕΥΠ και της Μοσάντ –του αρχηγού του κλιμακίου της Μοσάντ στην Ελλάδα–, και όπως λέγεται και ανθρώπων των γερμανικών υπηρεσιών. Σύμφωνα με άλλες πληροφορίες, οι Έλληνες αξιωματικοί της ΕΥΠ ζήτησαν τη συνδρομή της Μοσάντ και με έναν άλλο τρόπο: μέσω του ειδικού τμήματος που ψάχνει για εγκληματίες πολέμου ναζί σε όλο τον κόσμο.
Ήταν, λοιπόν, όλα έτοιμα για να γίνει η επιχείρηση απεγκλωβισμού, είχαν σχεδιάσει να μπουν στην Τουρκία μέσα από άλλη χώρα, ήταν έτοιμοι να σταλούν οι Έλληνες κομάντος και, ξαφνικά, μπλοκάρεται και παγώνει η υπόθεση.
Λέγεται ότι την υπόθεση μπλόκαραν οι ξένες μυστικές υπηρεσίες, γιατί δεν ήθελαν διατάραξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων και μάλλον μετέφεραν στις ελληνικές κυβερνήσεις ότι δεν είναι ο κατάλληλος χρόνος για να γίνει τώρα κάτι τέτοιο και, επειδή επίκειται εξομάλυνση των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας, θα ήταν καλύτερα να γίνει αυτό στον κατάλληλο χρόνο. Πραγματικά, την περίοδο 1992-1993 οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονταν σε ένα καλό επίπεδο, αντάλλαξαν επισκέψεις ο Οζάλ με τον Μητσοτάκη, υπήρχε μια άμβλυνση της μεγάλης έντασης. Τότε, λοιπόν, διείδε ο ξένος παράγοντας ότι, αν φωτιζόταν μια τέτοια ανατριχιαστική ιστορία, θα μπορούσε να διαταράξει αυτές τις σχέσεις και πιθανόν να αποτελούσε αιτία πολέμου. Οι αποστολές και τα σενάρια απεγκλωβισμού, η υπόθεση των επιχειρήσεων διέρρευσαν προς τις συμμαχικές υπηρεσίες και οι τελευταίες πάγωσαν την υπόθεση.
Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΗΓΕΣΙΑΣ
Είχα πλέον στα χέρια μου έναν ογκώδη φάκελο με αδιάψευστα στοιχεία. Όμως πριν τα δημοσιεύσω, θεώρησα πρωταρχικό καθήκον να ενημερώσω την πολιτική ηγεσία της Κύπρου. O λόγος ήταν η συναίσθηση υψηλής ευθύνης που είχα για το εξαιρετικά σημαντικό αυτό ζήτημα, για το οποίο θα ρισκάριζα βέβαια τον κίνδυνο της διαρροής. Τον κίνδυνο ενός μικρού εγκεφαλικού να δεις τις αποκαλύψεις σου την επόμενη μέρα δημοσιευμένες αλλού, πριν καν προλάβεις να πεις «κιχ». Η πληροφορία, όπως ανέφερα, είναι όπως μια βόμβα: αν δεν την πετάξεις απ’ τα χέρια σου, κινδυνεύεις να εκραγεί… Δεν μπορούσε όμως να γίνει κι αλλιώς.
Επόμενο βήμα ήταν να συναντήσω τον Πρόεδρο Γλαύκο Κληρίδη. Ήρθα, λοιπόν, σε επαφή με τον Δώρο Πιερίδη, διπλωμάτη και εξ απορρήτων του Κύπριου ηγέτη. Του διεμήνυσα ότι έχω πληροφορίες, έγγραφα, ειδικές λεπτομέρειες, αφηγήσεις, μαγνητοφωνημένες συνομιλίες με τους πρωταγωνιστές αυτού του ανθρωποφάγου θρίλερ… Δεν ήθελα να διεκδικήσω εύκολες δημοσιογραφικές δάφνες, αλλά να εξαντλήσω κάθε περιθώριο χρόνου για τυχόν πρωτοβουλίες από μέρους της πολιτικής ηγεσίας Ελλάδας και Κύπρου.
Αμέσως επόμενο βήμα, η Κύπρος. Ο κ. Κληρίδης με άκουσε έκπληκτος. Τον ενημέρωσα για τις πληροφορίες που είχα, του είπα ότι συνάντησα Έλληνες αξιωματικούς οι οποίοι επιβεβαιώνουν τις πληροφορίες μου. Του μίλησα για ονόματα, για ημερομηνίες, για αποστολές, για σκοπιμότητες συσκότισης. Για να διαπιστώσει και να διερευνήσει και ο ίδιος από την πλευρά του τα στοιχεία, ο Κληρίδης στέλνει τον Δώρο Πιερίδη στην Αθήνα να κάνει παράλληλη έρευνα μαζί μου, για να βρει την ακριβή σκιά της αλήθειας. Πράγματι, πηγαίνουμε μαζί σε Έλληνες αξιωματικούς, τους αποκαλύπτει την ιδιότητά του και εκείνοι με τη σειρά τους, αργά, διστακτικά στην αρχή, αλλά στη συνέχεια πρόθυμα, ανοίγουν το στόμα τους για πρώτη φορά, ζητώντας όμως να μη διαρρεύσει τίποτα, ζητώντας να μεταφερθούν μόνο στον Πρόεδρο Κληρίδη όλες αυτές οι λεπτομέρειες.
«Χρησιμοποιήστε τα ονόματά μας, τους βαθμούς μας στο στράτευμα. Και να ξέρει ο κύριος Πρόεδρος ότι είμαστε στη διάθεση της Κυπριακής Δημοκρατίας, αν χρειαστεί, αν μας ζητηθεί να καταθέσουμε τις λεπτομέρειες», μας είπαν, εξηγώντας μας βέβαια ότι όλα αυτά είναι απόρρητα κι ότι ως εν ενεργεία αξιωματούχοι το νομικό καθεστώς δεν τους επιτρέπει ακροβασίες, αλλά θα μπορούσαν ίσως να καταθέσουν σε μια εξεταστική επιτροπή έχοντας την εξουσιοδότηση να μιλήσουν ελεύθερα κεκλεισμένων των θυρών!!!
Θυμάμαι ότι ο πρέσβης Πιερίδης είχε ανατριχιάσει με όλα αυτά, δεν πίστευε στ’ αφτιά του. Tου ανέφεραν πολλά γεγονότα, πολλές λεπτομέρειες και ερμηνείες, που έκαναν να αναβλύζει από μέσα μας η δροσιά της πατρίδας· και τα μαντάτα αυτά δεν ήταν σκόρπια λόγια που τα ανήγγελλε με στόμφο ο περιπτεράς της γειτονιάς μας, μα οι άνθρωποι που ήταν η δουλειά τους αυτή και δεν τα ’λεγαν για να αρπάξουν χρήματα ούτε για να γίνουν εφήμερα πρωτοσέλιδα, ήρωες ή λαθρέμποροι αγνοουμένων… Ίσα ίσα, ζητούσαν οι άνθρωποι να μη γράψω τίποτα γι’ αυτούς, παρά μόνο για ό,τι είδαν αθέατοι και μοναχικοί, για ό,τι άγγιξαν και γι’ αυτούς με τους οποίους συνομίλησαν, ώστε να ενδιαφερθεί για το «άλλο» η Iστορία, κι ο αφηγητής της να μην προσπεράσει έτσι, χωρίς ψυχή, την αγωνία δεκατριών «περιστεριών» για το «τιμιώτερον» και «αγιώτερον» που είναι η πατρίς…
Ο Πρόεδρος Κληρίδης είχε επαφή με την κυρία Τσουδερού, η οποία επίσης πρέπει να τον ενημέρωσε για όλα αυτά ή σχεδόν για όλα. Ωστόσο, στις επαφές που είχα μαζί του μου είπε ότι, ενώ υπάρχουν πολλές πληροφορίες για το θέμα, δεν μπορεί από την πλευρά του να κάνει τίποτα, γιατί δεν έχει και πολλή εμπιστοσύνη· πολλοί ζητούν χρήματα για να δώσουν αυτές τις πληροφορίες. Εγώ του αντέτεινα ότι εδώ δεν υπάρχει τέτοιο θέμα, οι αξιωματικοί αυτοί δεν είναι άνθρωποι που ζητούν χρήματα, απλώς εγώ, κάνοντας αυτή την έρευνα, πλησίασα ορισμένες πηγές μου από το στρατιωτικό ρεπορτάζ που δουλεύουν σε μυστικές υπηρεσίες και μου έδωσαν αυτές τις πληροφορίες. Τους πλησίασα σιγά σιγά, πολύ προσεκτικά, και τους εξήγησα ότι δεν πρόκειται να διαρρεύσουν ονόματα – απλώς ήθελα να με ενημερώσουν αν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Στην αρχή τούς ξάφνιασα, τους αιφνιδίασα, δεν ήξεραν για ποιο θέμα πρόκειται να τους συναντήσω και να τους ρωτήσω, και τελικά μου είπαν ένα σωρό λεπτομέρειες που διασταυρώθηκαν παράλληλα από πολλούς άλλους. Και δεν ήταν μόνο αυτοί οι αξιωματικοί, ήταν κι άλλοι αξιωματούχοι, ανώτατοι υπάλληλοι, στελέχη του Πρωθυπουργικού Γραφείου του Μητσοτάκη, οι οποίοι, πράγματι, μου επιβεβαίωσαν ότι ήταν ακριβή τα στοιχεία. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης φαίνεται ότι ήθελε πραγματικά να διερευνήσει την υπόθεση, αλλά μπλοκαρίστηκε τότε με τα σκάνδαλα που είχαν ξεσπάσει και με τις ενδοκομματικές μάχες που δεν είχαν τέλος, ώσπου η φλόγα του αδυσώπητου εσωκομματικού πολέμου, το θρίλερ του Λάλα και μια ταραγμένη κίνηση στη σκακιέρα του βοσνιακού εμφυλίου έκαψαν σαν καιόμενη βάτο την κυβέρνησή του…
Κάποια στιγμή συνάντησα και τον πρώην Πρόεδρο της Κύπρου, Γιώργο Βασιλείου, γιατί οι επιχειρήσεις για τον απεγκλωβισμό σχεδιάστηκαν επί προεδρίας του και, επιπλέον, είχα πληροφορίες ότι ο ίδιος είχε ενημερωθεί για όλα αυτά. Σε μια απρογραμμάτιστη, ξαφνική συνάντηση στο αεροδρόμιο –ευεργετικά για τη δημοσιογραφική έρευνα τα απρόοπτα τετ-α-τετ– με κοίταξε σαν να του μιλούσα κινέζικα. Δεν ήθελε να πει τίποτα. Ίσως θεώρησε πως ήταν νωρίς για να μιλήσει.
Ο κ. Κληρίδης, από την πλευρά του, φάνηκε να μην έχει ιδέα, έδειξε όμως ξαφνιασμένος και μου είπε ότι είχε διάθεση να φωτιστεί αυτή η υπόθεση, γι’ αυτό έστειλε τον πρέσβη Πιερίδη. Εκπληκτικής αποτελεσματικότητας, αυτός ο έμπειρος διπλωμάτης συνέταξε αναφορά ειδικού χειρισμού με απόρρητα έγγραφα, όπου του ανέφερε με λεπτομέρειες ποιους είδε, με ποιους μίλησε, ποιους συνάντησε.
«Ο Πρόεδρος Κληρίδης είναι πεπεισμένος ότι υπάρχουν ζωντανοί αγνοούμενοι ύστερα απ’ όλα αυτά. Ξέρω ότι ο Πρόεδρος είναι πεπεισμένος. Μόνο που ζητά αποδείξεις γι’ αυτό και επιδιώκει συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση…» μου είπε ο Δώρος Πιερίδης.
Ζήτησε, λοιπόν, ο κ. Κληρίδης να ενημερωθεί από την ελληνική κυβέρνηση για το θέμα αυτό και ενημέρωσε τον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου με ειδική επιστολή που του έστειλε. Ο Παπανδρέου, έχοντας και τα γνωστά προβλήματα υγείας, καθυστέρησε τέσσερις μήνες να του απαντήσει, αλλά έστειλε μετά τον Τηλέμαχο Χυτήρη στην Κύπρο για να έρθει σε επαφή με τον κ. Κληρίδη. Παράλληλα, έδωσε εντολή στον τότε αρχηγό της ΕΥΠ, Λεωνίδα Βασιλικόπουλο, ο οποίος ενημέρωσε προφορικά τον Πρόεδρο Κληρίδη:
«Εμείς δεν ξέρουμε τι έγινε επί θητείας της κυρίας Τσουδερού. Εμείς ξέρουμε ότι ψάχνουμε το θέμα, υπάρχει μια σειρά εντυπωσιακών ενδείξεων, αλλά δεν υπάρχουν αποδείξεις ούτε κάτι συγκεκριμένο». Αυτά διοχετεύτηκαν επισήμως στον κυπριακό Τύπο. Ανεπισήμως όμως;
Ο κ. Κληρίδης, όταν ήρθε στην Αθήνα, ζήτησε συνάντηση με όσους μπορεί να γνώριζαν, συνοδευόμενος και από το στρατηγό Ιωάννου, αρχηγό των μυστικών υπηρεσιών της Κύπρου. Η συνάντηση έγινε στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία και πήραν μέρος σ’ αυτή, εκτός από τον Πρόεδρο Κληρίδη, ο υφυπουργός Προεδρίας στην Κύπρο, Παντελής Κούρος, ίσως ο πιο έμπιστος άνθρωπος στον κόσμο για τον Κύπριο ηγέτη, ο Αναξαγόρας Σπιτάς, ο πρώην αρχηγός της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Παναγιώτης Μπαλές και ο τότε αρχηγός της Λεωνίδας Βασιλικόπουλος. Όταν ρωτήθηκαν ο Σπιτάς και ο Μπαλές για το θέμα, είπαν ότι: «Εμείς είχαμε τέτοιες πληροφορίες από συγγενείς αγνοουμένων που ζουν στην Αθήνα». Δηλαδή έκαναν ότι δε γνώριζαν τίποτα. Κι έδωσαν μια αστεία και τετριμμένη δικαιολογία… Αυτό ενόχλησε τους Κύπριους αξιωματούχους, οι οποίοι έλεγαν:
«Μα είναι δυνατό να μας δίνουν τέτοιες εξηγήσεις;»
Τότε μάλιστα, μετά το σάλο των αποκαλύψεων του Ελεύθερου Τύπου που έκαναν το γύρο του κόσμου, ο πρόεδρος της Διερευνητικής Επιτροπής της Κυπριακής Βουλής για τους αγνοουμένους, ο Αριστοφάνης Γεωργίου, σε ένα από τα ταξίδια του στην Αθήνα, πήγε στο κτίριο της Κατεχάκη και ζήτησε ενημέρωση από την ΕΥΠ για το θέμα των αγνοουμένων. Ο ίδιος δήλωσε μετά, στην Κύπρο, ότι δεν έμεινε ικανοποιημένος από τον τρόπο που τον ενημέρωσαν.
«Σαν να μου έκρυβαν ένα μεγάλο μυστικό, οι εξηγήσεις που μου έδωσαν είχαν κενά», εξομολογήθηκε στο στενό του περιβάλλον. Είπε, μάλιστα, ότι δεν υπήρχε τίποτα το διαφωτιστικό. O Γεωργίου, βουλευτής του ΑΚΕΛ, πολέμησε τους Τούρκους, βρέθηκε κι ο ίδιος αιχμάλωτος, αγνοούμενος, απ’ τις στρατιές του «Αττίλα» και είδε συντρόφους του να μη γυρίζουν πίσω στην Kύπρο από την Τουρκία…
Όταν κράτησε σημειώσεις για το θρίλερ των δεκατριών «περιστεριών», του εξήγησα όλες τις απόρρητες λεπτομέρειες, διευκρινίζοντας ότι και στο Μπι Μπι Σι, όταν μίλησα για τη μεγάλη υπόθεση, ήμουν σαφής για την ιερή δημοσιογραφικά υποχρέωση που έχω να καταθέσω ό,τι γνωρίζω στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής κεκλεισμένων των θυρών.
Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΩΣΤΗ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟ
Ακολούθησε πλήρης ενημέρωση, παραδίδοντας στον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας ολόκληρο το φάκελο με τα στοιχεία που ολοένα συγκεντρώνονταν. Γιατί οι πληροφορίες ακολουθούσαν η μια την άλλη. Τα κομμάτια του παζλ ολόγυρα από το φωτισμένο αίνιγμα… Στο έγγραφο που του επέδωσα αναφέρω τα εξής:
Κατά την περίοδο 1992-1993 διαπιστώθηκε ότι ζουν τουλάχιστον δεκατρείς αγνοούμενοι της κυπριακής τραγωδίας. Τα στοιχεία προήλθαν από επίσημες μυστικές αποστολές της ΕΥΠ, αλλά και μέσω υψηλότατου επιπέδου επαφών της τότε ελληνικής κυβέρνησης.
Οργανώνεται γιγαντιαία επιχείρηση απεγκλωβισμού τριών αγνοουμένων. Ο αξιωματικός της ΕΥΠ, που κατάφερε να έρθει σε επαφή μαζί τους, φέρεται ότι ήταν ο συνταγματάρχης Γιαννόπουλος και η μυστική επαφή πραγματοποιήθηκε στον ευρύτερο χώρο της ταξιαρχίας καταδρομών Μπολού, βορειοδυτικά της Άγκυρας.
Ο συνταγματάρχης Γιαννόπουλος λέγεται ότι συνάντησε για ελάχιστα λεπτά τους τρεις αγνοουμένους αιχμαλώτους, διαπιστώνοντας ότι ο ένας ήταν Ελλαδίτης και οι άλλοι δύο Κύπριοι. Φορούσαν παλιές στρατιωτικές φόρμες και ζητούσαν να ξεκινήσει αποστολή σωτηρίας τους.
Είναι απολύτως επιβεβαιωμένο ότι οι Τούρκοι τούς κρατούσαν ως διαπραγματευτικό ατού. Μάλιστα, το 1988, αν καρποφορούσαν τα τουρκικά σχέδια για διζωνική Κύπρο, οι Τούρκοι ήταν διατεθειμένοι να ανάψουν το πράσινο φως για την απελευθέρωση-ανταλλαγή τους.
Το 1990 ελληνικό κλιμάκιο βρήκε ομαδικό τάφο κοντά στα Άδανα, όπου είχαν δολοφονηθεί μαζικά περίπου εκατό ως διακόσιοι αγνοούμενοι. Το ελληνικό στρατιωτικό κλιμάκιο μετέφερε μέσα σε διπλωματικό σάκο οστά και κρανία, προκειμένου να διαπιστωθεί σε εργαστήρια της Αυστρίας ο χρόνος των δολοφονιών.
Η ΕΥΠ, σε ιδιαίτερα στενό κύκλο ανώτατων αξιωματούχων, γνωρίζει όλες τις λεπτομέρειες για τη συγκλονιστική αυτή υπόθεση. Τόσο από τον ειδικό απεσταλμένο της κυπριακής κυβέρνησης, πρέσβη κύριο Δ. Πιερίδη, που ανέλαβε να διενεργήσει παράλληλη έρευνα, πραγματοποιώντας μυστική αποστολή για λογαριασμό του Κύπριου Προέδρου Γλαύκου Κληρίδη, όσο και από τους συγγενείς των αγνοουμένων θεωρείται αναγκαία η ανάληψη από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας πρωτοβουλίας για τη σύσταση διερευνητικής επιτροπής για το μέγα εθνικό θέμα.
Αθήνα 6 Μαρτίου 1996
ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ
Η μνήμη γυρίζει πίσω, στο πρώτο αποκλειστικό ρεπορτάζ. Κύριο θέμα, στην πρώτη σελίδα του Ελεύθερου Τύπου… 27 Μαρτίου 1995. Τίτλος:
Ζωντανοί Κύπριοι Αγνοούμενοι!
Επιβεβαίωση από Αθήνα-Λευκωσία.
Συναγερμός στην Ευρωβουλή.
Στη σελίδα 20 της εφημερίδας παρατίθεται το ρεπορτάζ:
Ζουν ακόμη και σήμερα τουλάχιστον δεκατρείς αγνοούμενοι της κυπριακής τραγωδίας!!! Η σημερινή, σε παγκόσμια αποκλειστικότητα, συγκλονιστική αποκάλυψη του Ελεύθερου Τύπου στηρίζεται σε αδιάσειστα στοιχεία που δεν επιδέχονται την παραμικρή αμφισβήτηση και επιβεβαιώνεται από τα πλέον αρμόδια και επίσημα χείλη.
Η τέως υφυπουργός Εξωτερικών Βιργινία Τσουδερού δηλώνει: «Επί θητείας μου βρέθηκε ένας μικρός αριθμός ζώντων αγνοουμένων. Δεν τους σκότωσαν όλους. Η εξήγηση βρίσκεται στο Κοράνιο: οι αιχμάλωτοι δεν πρέπει να εξολοθρεύονται, αλλά να αφήνονται ζωντανοί κατά το ένα τρίτο με στόχο να τους κάνουν να υπηρετούν τον Αλλάχ».
Ακολούθησαν δεκάδες αποκαλυπτικά ρεπορτάζ με νέα στοιχεία που συγκέντρωνα από υψηλά ιστάμενες πηγές και που δημιουργούσαν σε όσους σφράγιζαν την υπόθεση ασφυκτικές πιέσεις.
Ένα χρόνο μετά κι ύστερα από τα κενά που είχε αφήσει η περίφημη συνέντευξη Ντενκτάς (4/3/96 στο κυπριακό κανάλι Σίγμα, όπου δε μίλησε για τους αγνοουμένους που μεταφέρθηκαν από τον «Αττίλα» στην Τουρκία και δεν επέστρεψαν ποτέ), η Βιργινία Τσουδερού με εκτεταμένες δηλώσεις της δεν αφήνει περιθώρια για άλλη ερμηνεία:
Οι αγνοούμενοι ζουν και το ξέρω πολύ καλά. Από την έρευνα που διενεργήσαμε, όχι βέβαια μέσω της διπλωματικής οδού, αλλά με άλλες μεθόδους, είχαμε βρει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι τρεις Ελληνοκύπριοι ήταν ζωντανοί!…
Μετά από εκτενείς έρευνες που είχαμε κάνει στην επικράτεια της Τουρκίας, είχαμε σοβαρές ενδείξεις, έως και αποδείξεις, ότι τρεις Ελληνοκύπριοι, από τους χαρακτηρισμένους ως αγνοουμένους, ζούσαν. Ένας μάλιστα απ’ αυτούς, μετά από πολυετή φυλάκιση, εξισλαμίστηκε, παντρεύτηκε Τουρκάλα, απέκτησε παιδιά και εστάλη στο Αφγανιστάν. Πολλοί αναρωτήθηκαν γιατί αυτός ο άνθρωπος δεν επικοινώνησε τηλεφωνικά με τους συγγενείς του στην Κύπρο για να πει ότι ζει. Δεν είναι τόσο απλό. Ίσως γιατί η οικογένειά του βρίσκεται στην τουρκοκρατούμενη Κύπρο και φοβάται ή ακόμα και γιατί ντρέπεται…
Ήδη ένα χρόνο πριν, στις 29 Μαρτίου του 1995, είχα αποκαλύψει τη συγκλονιστική πληροφορία –που η Βιργινία Τσουδερού εξομολογήθηκε καθυστερημένα, έχοντας φυσικά τους λόγους της να μην αποκαλυφθούν απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή τα ακριβά χαρτιά της υπόθεσης–, ότι δηλαδή ορισμένοι από τους επιζώντες αγνοουμένους έχουν μεταφερθεί στο Αφγανιστάν!
Συγκεκριμένα, όπως γράφω και στο σχετικό ρεπορτάζ, «κατά την τρίτη φάση της εκκαθάρισης των αιχμαλώτων του “Αττίλα” στην Τουρκία και μετά τις επιλεκτικές δολοφονίες» οι Τούρκοι αξιωματούχοι επέλεξαν ορισμένους για εξισλαμισμό. Αυτό έγινε με βάση τις επιταγές του Κορανίου – σύμφωνα με τους αρμόδιους που πραγματοποίησαν τις έρευνες στο ΥΠΕΞ και στην ΕΥΠ. Αρχικά, επιβίωσε το σύνολο των Ελλαδιτών στρατιωτικών. Ενδιάμεσες κατηγορίες ειδικευμένων στα οπλικά συστήματα και στα βαρέα όπλα οδηγήθηκαν μέχρι τις ερήμους του Αφγανιστάν στον πόλεμο που είχε ήδη ξεσπάσει μεταξύ μουσουλμάνων ανταρτών του Αφγανιστάν και της μαρξιστικής χούντας. Σύμφωνα με ακριβείς πληροφορίες, οι Κύπριοι αιχμάλωτοι εστάλησαν ως εκπαιδευτές –πρόβατα επί σφαγήν– στην πρώτη γραμμή των ανελέητων αντιπαραθέσεων. Οι Αφγανοί αντάρτες είχαν αναλάβει την υποχρέωση να μην επιστρέψουν αυτοί οι άνθρωποι ποτέ!!! Τους χρησιμοποιούσαν ως κρατούμενους-εκπαιδευτές. Ήταν όμως δέματα χωρίς επιστροφή…
Ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας, Μπουλέντ Ετσεβίτ, συνομιλώντας με έναν άνθρωπο του περιβάλλοντός του, στο Παρίσι, πριν από λίγα χρόνια, ομολόγησε:
«“Έφαγε” πολλούς το Αφγανιστάν. Εγώ, όπως ξέρεις, δε θα τους έστελνα ποτέ εκεί. Είχα δώσει μάλιστα αυστηρές εντολές να μη σφαγεί κανείς. Στο Αφγανιστάν τους Έλληνες αγνοουμένους τους έστειλε η χούντα του Εβρέν».
Σύμφωνα με άλλα στοιχεία, όσοι μεταφέρθηκαν στην Τουρκία πέρασαν από ανακρίσεις τρίτου βαθμού και όσοι απ’ αυτούς δεν μπόρεσαν να προσφέρουν κάτι άλλο τους δολοφόνησαν οι ειδικευμένες υπηρεσίες του στρατού σε στρατιωτικά επιτηρούμενες ζώνες της Άγκυρας και στο Καρς, στα ανατολικά της Τουρκίας.
Μάλιστα, οι άνθρωποι της στρατιωτικής χούντας του Εβρέν, για να εκτεθεί η πλευρά Ετσεβίτ, σ’ ένα μονόδρομο κόντρας, ήταν αδίστακτοι… Ιδίως για όσους αγνοουμένους υπήρχαν στοιχεία εμπλοκής τους με την ΕΟΚΑ ΒΔ και οι οποίοι δεν ήταν αξιοποιήσιμοι με οποιονδήποτε άλλο τρόπο.
Μεταξύ των χιλίων εξακοσίων δεκαεννιά αγνοουμένων είναι και αυτοί που σκοτώθηκαν κατά την εισβολή στον Πενταδάκτυλο και στη Μόρφου. Όλους αυτούς δε φρόντισαν να τους καταγράψουν και, μετά τη σκύλευση των πτωμάτων με διαταγή του 7ου Σώματος Tουρκικού Στρατού, τους έκαψαν με πετρέλαιο σε κυπριακό έδαφος. Άλλους τους μετέφεραν σε κλωβούς αιχμαλώτων – ένας κλωβός ανά μεραρχία. Ο ένας κλωβός –περίφραξη– ήταν στην τοποθεσία Χαμίτ Μάντρες, βόρεια της Λευκωσίας. Εκεί δολοφόνησαν εν ψυχρώ με διαταγή όσους θεωρούσαν μέλη της ΕΟΚΑ ΒΔ. Όλους τους «ενωτικούς» τους δολοφόνησαν σε δύο περιοχές: στους χώρους αμμοληψίας του Πεδιαίου ποταμού –μάλιστα τους πέταξαν στις τρύπες όπου γίνονταν αμμοληψίες και τους σκέπασαν με χώμα, χρησιμοποιώντας μπουλντόζες– και στα εγκαταλειμμένα νταμάρια του Δικώμου. Όσους είχαν κλείσει στον κλωβό του χωριού Μπουγάζι τους έθαψαν στους αμμόλοφους της Σαλαμίνας.
Ορισμένους τους εκτέλεσαν επιτόπου με το πρόσχημα ότι δημιούργησαν προβλήματα στις τουρκικές δυνάμεις κατά την υποχώρηση της δεύτερης φάσης του «Αττίλα».
Απ’ όσους οδηγήθηκαν στα Άδανα της Τουρκίας, ορισμένοι δε γύρισαν ποτέ. Επέστρεψαν μόνο μερικές εκατοντάδες.
Ένα χρόνο αργότερα, στις 10 και 11 Μαρτίου του 1996, φέρνω στο φως τα ονόματα και τα λεπτομερή στοιχεία για τους αγνοουμένους επιζώντες της κυπριακής τραγωδίας. Ανάμεσα στα δεκατρία «περιστέρια» φαίνεται να εντοπίστηκαν:
– Ο Ελλαδίτης αντισυνταγματάρχης Παύλος Κουρούπης, διοικητής της Κυρήνειας κατά την εισβολή, ο οποίος μάλιστα εκείνο το διάστημα είχε χτυπήσει στο πόδι, γι’ αυτό και τα επιχειρησιακά σχέδια απεγκλωβισμού υπογράμμιζαν τη μεταφορά και των τριών σε νοσοκομείο από όπου θα γινόταν ο απεγκλωβισμός.
– Ο μικρός Χριστάκης Λοΐζου, ο βενιαμίν των Ελληνοκύπριων αγνοουμένων, ηλικίας πέντε ετών κατά την εισβολή.
– Ο δεκαεννιάχρονος Ελληνοκύπριος οπλίτης Νίκος…
– Ο Ελλαδίτης στρατιώτης Γιώργος, ηλικίας τότε είκοσι πέντε με τριάντα χρονών.
Οι τρεις πρώτοι ήταν αυτοί που επρόκειτο να απεγκλωβιστούν κατά τις επιχειρήσεις διάσωσης που ματαιώθηκαν την τελευταία στιγμή ύστερα από παρέμβαση ξένης δύναμης. Αυτοί, κατά τη συνομιλία που φέρεται να είχαν με το συνταγματάρχη Γιαννόπουλο, αποκάλυψαν ότι υπάρχουν άλλοι εφτά αγνοούμενοι επιζώντες στην περιοχή Ντενιζλί. Aλλά η πιο συγκλονιστική περίπτωση είναι αυτή του τριαντάχρονου Eλληνοκύπριου ο οποίος είχε κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στη Xαϊδελβέργη, ήταν γερμανοτραφής και συνελήφθη αιχμάλωτος κατά την εισβολή. Mεταφέρθηκε σε φυλακές της Tουρκίας, κατάφερε να στείλει γραπτό μήνυμα και οι συγγενείς του αναγνώρισαν το γραφικό του χαρακτήρα. Γι’ αυτόν κατέβαλε τιτάνιες προσπάθειες η Bιργινία Tσουδερού. O δρ. Xανς Στέρκεν έκανε συντονισμένες ενέργειες για να εκδοθεί γερμανικό διαβατήριο στον τριαντάχρονο προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για την ασφαλή του έξοδο.
Ποια είναι η τύχη των χιλίων εξακοσίων δεκαεννιά αγνοουμένων; Ποια είναι τα σημεία που χάθηκαν; Τι απέγιναν ένας προς έναν; Η Λιάνα Πατέρα, του Κέντρου Προβολής Εθνικών Θεμάτων, έχει ασχοληθεί συστηματικά με αυτή τη μεγάλη εθνική υπόθεση. Έστησε ένα μαραθώνιο πάπυρο έκκλησης ανθρωπισμού και συγκέντρωσε με το επιτελείο της 1.000.000 υπογραφές απ’ όλο τον κόσμο. Αποκάλυψε ότι έχουν δείξει ενδιαφέρον για την υπόθεση πολλά μέλη της Βουλής των Λόρδων στη Μεγάλη Βρετανία, μέλη της αμερικανικής γερουσίας και ότι αναμένονταν υπογραφές για τους αγνοουμένους της Κύπρου από τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, τον Μπιλ Κλίντον και τον Νέλσον Μαντέλα.
Στις 6 Απριλίου του 1995 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στη συντριπτική του πλειοψηφία, ενέκρινε ψήφισμα για τη μεγάλη υπόθεση. Και ζήτησε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο Υπουργών να διερευνήσει ταχύτατα το θέμα των αγνοουμένων της Κύπρου. Το ψήφισμα αναφέρει πως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στηρίζει το αίτημά του ρητά στα αποκαλυπτικά και εκτενή δημοσιεύματα για την ύπαρξη σήμερα επιζώντων, αιχμαλώτων από την τραγική εισβολή… Σ’ αυτά αναφέρονται όλοι οι Έλληνες ευρωβουλευτές αλλά και οι Ολλανδοί φιλελεύθεροι, οι «πράσινοι», πολλοί Βρετανοί ευρωβουλευτές, ο ίδιος ο Βαν ντε Μπρουκ, που κι αυτός χειροκροτούσε μην μπορώντας να κάνει διαφορετικά –παρά τη γνωστή ανθελληνική στάση του–, γιατί εδώ, στο πιο μεγάλο, στο πιο ζεστό τραπέζι της Ευρώπης, το κυρίαρχο θέμα ήταν τα ανθρώπινα δικαιώματα… Κι ήταν η πρώτη φορά ύστερα από δέκα ολόκληρα χρόνια που το Ευρωκοινοβούλιο ασχολήθηκε ξανά με το τεράστιο αυτό αίνιγμα. Και μάλιστα με την πιο ανατριχιαστική πτυχή του…
Ο ίδιος ο αρμόδιος επίτροπος για τις εξωτερικές υποθέσεις Βαν ντε Μπρουκ τόνισε ότι «οι μέχρι τώρα προσπάθειες για διαλεύκανση του θέματος των αγνοουμένων δεν έφεραν αποτέλεσμα, αλλά τώρα είμαι απόλυτα σύμφωνος με το πνεύμα των εισηγητών και το περιεχόμενο του ψηφίσματος».
Μόλις βγαίνουν όλα αυτά στο φως, η συνάδελφος Όλγα Τρέμη συζητά στην εκπομπή της στον ΑΝΤ1 με τον Αντώνη Σαμαρά:
«Κύριε Σαμαρά», τον ρωτά, «έχουμε μια συγκλονιστική είδηση, η οποία ήρθε σήμερα στο φως της δημοσιότητας. Η κυρία Τσουδερού, μιλώντας στην εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος, αποκάλυψε ότι επί υφυπουργίας της στο Υπουργείο Εξωτερικών υπήρξαν, έφτασαν, πληροφορίες ότι Ελλαδίτες και Κύπριοι αγνοούμενοι βρίσκονται ακόμα εν ζωή. Θέλω καταρχήν, πριν σχολιάσετε αυτό καθαυτό το γεγονός, που νομίζω ότι είναι συγκλονιστικό, να μου πείτε αν εσείς, την περίοδο που ήσασταν στο Υπουργείο Εξωτερικών, είχατε μια τέτοια εικόνα ή είχε τεθεί υπόψη σας κάποια τέτοια πληροφορία».
Κι εκείνος αποκαλύπτει:
«Κι εγώ κοίταξα σε βάθος αυτή την υπόθεση και μάλιστα με ειδικές αποστολές, οι οποίες έγιναν χωρίς ποτέ να μάθει κανείς τίποτα και χωρίς όμως να πρέπει να λέμε τίποτα γι’ αυτό. Και θεωρώ ότι είναι σφάλμα αυτή τη στιγμή να βγαίνουμε και να παραθέτουμε στοιχεία, πρόσωπα και γεγονότα, διότι κατ’ αυτό τον τρόπο προσφέρουμε τροφή στον αντίπαλο – κι ο αντίπαλος αυτή τη στιγμή είναι η βάρβαρη, η άγρια Τουρκία. Θεωρώ σφάλμα να τους προσφέρουμε εμείς τέτοιες πληροφορίες. Εγώ, από την πλευρά μου, το θεωρώ λάθος. Πράγματι, είχε γίνει μεγάλη προσπάθεια και επί των ημερών μου και ξέρω ότι συνέχισε την προσπάθεια η κυρία Τσουδερού και είναι προς έπαινό της αυτή η προσπάθεια – την είχαμε κάνει, άλλωστε, μαζί για ένα διάστημα».
Ο Αντώνης Σαμαράς όντως είχε κάνει φιλότιμη προσπάθεια. Τον συνάντησα και μου εξομολογήθηκε αυτά που είπε και σ’ εκείνη τη συνέντευξη. Γνώριζα ότι επί υπουργίας του μια ομάδα τεσσάρων πρακτόρων είχε καταλήξει σε μια περιοχή όπου είχαν εντοπιστεί επιζώντες αγνοούμενοι. Από τους τέσσερις πράκτορες ο ένας εμφανιζόταν σαν αρχαιολόγος, ο άλλος σαν βοηθός-συνεργάτης του, ο τρίτος σαν οδηγός τους, κ.λπ., κ.λπ. Επειδή όμως τους παρακολουθούσαν οι Τούρκοι, έχοντας σχηματίσει ένα στενό, αφόρητο κλοιό, όταν βρίσκονταν και οι τέσσερις για τη δήθεν αναζήτηση χαμένων βυζαντινών αγιογραφιών μέσα από τα ερείπια των πρωτοχριστιανικών ναών, ένας έφευγε να ερευνήσει το άγριο θρίλερ κι ένας άλλος ερχόταν από την Ελλάδα, έπαιρνε τη θέση του και ξεκινούσε μετά ο τρίτος για την έρευνα, ώσπου στη θέση του βρισκόταν κάποιος άλλος… Έτσι ο αριθμός των… «αρχαιολόγων» παρέμενε σταθερός, δεν άλλαζε… Οι Τούρκοι, που τους παρακολουθούσαν διακριτικά, ήξεραν ότι είχαν να κάνουν με τέσσερις προσηλωμένους στην «επιστήμη» τους… «αρχαιολόγους». Γι’ αυτούς τους τέσσερις το «άλλο» ήταν απέναντί τους, σκιά, σκοπός και πάθος ζωής για το άχραντο μυστήριο της ύπαρξης.
Όλα εκείνα τα εικοσιτετράωρα των αποκαλύψεων, από το 1995 μέχρι σήμερα, τα ρεπορτάζ ακολουθούσαν συσκέψεις, αλλά και αποφάσεις για εκτεταμένες έρευνες. Μάλιστα, τις επόμενες μέρες από τότε που κύλησαν οι πρώτες σταγόνες μελάνι, η Βιργινία Τσουδερού έκανε έκκληση σε κυβερνητικούς αξιωματούχους: «Να μην αφήσετε αυτή την υπόθεση να χαθεί, γιατί είναι η τελευταία ευκαιρία να σωθούν οι εναπομείναντες, να βρεθούν και να μη σβήσουν απ’ τις κακουχίες…» Η σιδηρά κυρία έκανε μια απεγνωσμένη προσπάθεια.
Ένας άλλος αξιωματούχος που γνωρίζει πολλά για την υπόθεση αυτή είναι ο στρατηγός Νίκος Γρυλλάκης, ο οποίος σε συνέντευξή του στο περιοδικό Κρας μού αποκάλυψε ότι:
…επί Νέας Δημοκρατίας υπήρχαν πληροφορίες ότι ένας αριθμός αγνοουμένων Ελλαδιτών και Κυπρίων βρίσκεται στα βάθη της Τουρκίας στα χέρια μεγαλεμπόρων ναρκωτικών υπό πλήρη εξάρτηση από τα διεθνή κυκλώματα ναρκωτικών και ότι τους κρατούν σε φυτείες ηρωίνης στα βάθη της Τουρκίας.
Ο στρατηγός Γρυλλάκης, που θεωρείται άνθρωπος ο οποίος δεν αμφισβητείται κι ήταν ο πρωθυπουργικός σύμβουλος σε θέματα άμυνας και ασφάλειας της χώρας, ο στρατηγός του Μητσοτάκη, ο άνθρωπος των ειδικών αποστολών, μπορεί και να ’ταν ο κατάλληλος κρίκος στην αλυσίδα για την εκκίνηση μιας αποστολής σωτηρίας τους…
Στις φυτείες της ηρωίνης… Στα κάτεργα του αργού θανάτου… Να όμως τι συμβαίνει, όταν συμπλέουν και συναντιούνται πληροφορίες:
Το καλοκαίρι του 1996 επισκέφτηκε τον αρχιεπίσκοπο της Κύπρου ένας Ισραηλινός και κατέθεσε στον ιεράρχη της Μεγαλονήσου τις ίδιες ακριβώς λεπτομέρειες: ότι οι τελευταίοι επιζώντες αναπνέουν μέσα στην ομίχλη των παραισθησιογόνων σε φυτείες ηρωίνης –Έλληνες και Ελληνοκύπριοι αγνοούμενοι που δεν μπορούν πια να πετάξουν–, κι ότι ο ίδιος ξέρει τα ακριβή σημεία. Αλλά ο νόμος της σιωπής πρυτάνευσε και στους διεθνείς οργανισμούς.
Ένας Γάλλος δημοσιογράφος, ο Κριστόφ Σιγκλέ, που είχε ασχοληθεί παλαιότερα με το θέμα των αγνοουμένων της Κύπρου, φέρνοντας στο φως νέα στοιχεία, για τα οποία μάλιστα βραβεύτηκε το 1989 από το Ίδρυμα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Παρίσι, μου είπε ότι η Eλληνική Υπηρεσία Πληροφοριών αλλά και η κυπριακή κυβέρνηση γνώριζαν πολλά για την υπόθεση, αλλά υποστήριξε πως χρειάζεται πολιτική βούληση για να βγουν όλα αυτά στο φως. Οι πληροφορίες οι δικές του ήταν ότι πολλοί Έλληνες αξιωματικοί πήγαν την περίοδο 1984-1988 στην Τουρκία και απέσπασαν δεκάδες πληροφορίες για το τι συνέβη τα χρόνια που πέρασαν. Τα στοιχεία αυτά τα δημοσίευσε στο γαλλικό περιοδικό Πολιτίκ, στη Μοντ Ντιπλοματίκ και στη Ζουρνάλ ντε Ζενέβ.
Η υπόθεση των επιζώντων αγνοουμένων δεν έχει κλείσει. Η έρευνα συνεχίζεται. Εδώ παραθέτω ένα από τα πιο πρόσφατα δημοσιεύματα για το θέμα, στο Έθνος της Κυριακής.
Μια έρευνα που με τη βοήθεια της γενετικής ίσως κάποτε ρίξει φως στο θέμα των χιλίων εξακοσίων δεκαεννιά αγνοουμένων της κυπριακής τραγωδίας. Με τη συμβολή της προηγμένης τεχνολογίας μια ομάδα επιστημόνων φροντίζουν έτσι ώστε, όσα χρόνια κι αν περάσουν, να μη χαθεί η ελπίδα για να ανακαλυφθεί η τύχη των Ελληνοκυπρίων που έπεσαν στα χέρια του «Αττίλα». Ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη μια μεγάλη έρευνα όπου με τη συμβολή της γενετικής, όποτε ανακαλυφθούν ίχνη –έστω και λείψανα– των αγνοουμένων, να μπορεί να επιβεβαιωθεί η ταυτότητά τους. Τριάντα δύο χρόνια μετά την εισβολή στην Κύπρο η τύχη των αγνοουμένων εξακολουθεί να είναι σκεπασμένη από πέπλο μυστηρίου και αποσιώπησης. Αδιάψευστοι όμως μάρτυρες θα παραμείνουν τα γονίδια των αγνοουμένων.
Το Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής της Κύπρου και φυσικά οι αρμόδιες υπηρεσίες υγείας ξεκίνησαν ένα πρόγραμμα για τη δημιουργία τράπεζας γενετικού υλικού με στόχο την επιστημονική αναγνώριση των λειψάνων. Για το σκοπό αυτό θα κληθούν να δώσουν αίμα τέσσερις με πέντε χιλιάδες περίπου συγγενείς πρώτου βαθμού και κατά κύριο λόγο οι γονείς. Υπάρχουν όμως και πολλές περιπτώσεις όπου οι γονείς τους έχουν πεθάνει και έτσι η αιμοληψία θα γίνει από τα αδέρφια ή από τα παιδιά των αγνοουμένων.
«Ήδη το Ινστιτούτο έχει επικοινωνήσει με οικογένειες αγνοουμένων και το πρόγραμμα συνεχίζεται», λέει ο ανώτερος μοριακός γενετιστής και υπεύθυνος του προγράμματος Μάριος Καριόλου. Ο ίδιος κατάγεται από την κατεχόμενη Κυρήνεια και μεταξύ των αγνοουμένων βρίσκονται συγγενείς και φίλοι του.
Άλλωστε και ο ίδιος είχε συλληφθεί αιχμάλωτος. Το γενετικό υλικό θα καταχωριστεί σε ειδικό αρχείο ηλεκτρονικού υπολογιστή και θα διαφυλαχθεί σε ειδικούς ψυκτικούς θαλάμους. Σε περίπτωση όπου υπάρχουν τεκμήρια που κατ’ ισχυρισμόν ανήκουν σε κάποιον αγνοούμενο, τότε η επιστημονική ομάδα θα απομονώσει γενετικό υλικό και θα το συγκρίνει με αυτό που βρίσκεται στην τράπεζα γενετικού υλικού των συγγενών για να αποδείξει την ταυτότητα του τεκμηρίου. Για την ταυτοποίηση θα χρησιμοποιηθούν σύγχρονες μέθοδοι που επιτρέπουν την απομόνωση γενετικού υλικού –DNA– και τη μελέτη σε μοριακό επίπεδο για την ανεύρεση του γενετικού προφίλ και τη σύγκριση για ταύτιση.
Μπορεί ίσως κάποιος να παρομοιάσει το γενετικό προφίλ με τα αποτυπώματα των δακτύλων που είναι πολύ χαρακτηριστικά για κάθε άνθρωπο και επιτρέπουν την απόδειξη της ταυτότητάς του. Σε περιπτώσεις που κριθεί αναγκαίο, υπάρχει η δυνατότητα να ταυτιστούν δείγματα και μετά από απευθείας σύγκριση της αλληλουχίας του μιτοχονδριακού DNA, που ως γνωστό κληρονομείται από μητέρα σε παιδιά.
Η έρευνα θα ολοκληρωθεί σταδιακά και θα συμπεριλάβει και τους αγνοουμένους από την Ελλάδα.
Σε σχετικό έγγραφο ειδικού χειρισμού με την ένδειξη «επείγον» και ημερομηνία 28 Αυγούστου του 1996, της ελληνικής πρεσβείας στη Λευκωσία με παραλήπτη το Υπουργείο Εξωτερικών και το γραφείο του υπουργού Άμυνας, υπογραμμίζεται ότι:
Κατά τη συζήτηση του συμβούλου κυρίου Δεμίρη με τον επίτροπο προεδρίας για τα ανθρωπιστικά θέματα κύριο Ζαχαριάδη, ο τελευταίος ανέφερε ότι η κυπριακή κυβέρνηση προτίθεται να προχωρήσει πλέον σε συλλογή και ταξινόμηση γενετικού υλικού από οστά που θα αποδίδονται σε φερόμενους έως τώρα αγνοουμένους, ώστε εν συνεχεία να συγκριθούν με αντίστοιχο γενετικό υλικό ζώντων αμέσων συγγενών τους για να διακριβωθεί η οριστική ταυτότητα των νεκρών. Ήδη έχουν γίνει οι πρώτες δοκιμές με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Στα πλαίσια αυτά η κυπριακή κυβέρνηση είναι πρόθυμη να συλλέξει γενετικό υλικό και από οστά ή λείψανα που τεκμαίρεται ότι ανήκουν σε Ελλαδίτες πεσόντες σε στρατόπεδο ΕΛΔΥΚ και βρίσκονται αντιστοίχως είτε στον τύμβο Μακεδονίτισσας είτε σε νεκροταφείο της Λακατάμειας.
Επειδή πρόκειται για Ελλαδίτες στρατιωτικούς, ο κύριος Ζαχαριάδης παρακάλεσε να του γνωρίσουμε τη σύμφωνη γνώμη της ελληνικής κυβέρνησης. Υπενθυμίζεται ότι η ελληνική πλευρά είχε επιμείνει, ώστε φάκελοι Ελλαδιτών, στους οποίους κατά πάσα πιθανότητα αντιστοιχούν τα ανωτέρω οστά και λείψανα, να κατατεθούν τελικά στην επιτροπή αγνοουμένων προς διερεύνηση, επειδή δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι αφορούν νεκρούς. Παρ’ όλα αυτά, η ειδική επιτροπή για το θέμα είχε από τότε συζητήσει το ενδεχόμενο να αναγνωρισθούν οστά και λείψανα μέσω ανάλυσης γενετικού υλικού.
Διευκρινίζουμε ότι η συλλογή γενετικού υλικού στη φάση αυτή θα περιορίζεται σε οστά και λείψανα και μόνο σε μεταγενέστερη φάση και πάλι μετά από συνεννόηση με την ελληνική κυβέρνηση θα συλλεγεί αντίστοιχο υλικό από συγγενείς φερομένων ως αγνοουμένων που, συγκρινόμενο με εκείνο των οστών και λειψάνων, θα οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα. Εξάλλου, η συλλογή γενετικού υλικού αποτελεί και πάγιο αίτημα της Eλληνικής Eπιτροπής Συγγενών Aγνοουμένων.
ΣΤΑ ΔΙΕΘΝΗ ΥΔΑΤΑ
Μπολού και Ντενιζλί. Εδώ δεκατρείς άνθρωποι μεταμορφώθηκαν μεμιάς σε μεγαλοπρεπή ερείπια… Κι ολόκληρη η κλειστή ομάδα ανθρώπων, που τους βρήκαν ή έμαθαν γι’ αυτούς τους άμοιρους Έλληνες, γινόταν μάρτυρας των ανομολόγητων πράξεων. Κι όχι μόνο αυτό. Με ένα βουλοκέρι σφράγισαν στην ψυχή τους αφάνταστη σκληρότητα κι αφάνταστη χυδαιότητα για να μη μιλήσουν.
Αχ, ταξιδέψτε προς τα κει, στο Μπολού, στο Μπαλικεσίρ, στην Αντάκια, στο Ντενιζλί, στο Αγκρί, στο Τσιακιρλί, στο Σιντιργκί… Δεν μπορεί να ’ναι όλα υπερβολές… Θα σας πλήξουν οι στοιχειωμένοι πόθοι μυριάδων αγνοουμένων, τα φαντάσματα Ελλήνων και Κυπρίων που έχασαν τη ζωή τους μες στις πλημμύρες των σκοπιμοτήτων. Ακούστε το ρίγος των τρελών που απέμειναν… Πλαγιάστε μάγουλο με μάγουλο με τα άμοιρα φαντάσματα που κινούνται στη σκιά της απόγνωσης.
Εδώ βρίσκεται ένα πεδίο βολής όπου καθημερινά εκτελέστηκαν συνειδήσεις αφημένες. Εδώ θα δείτε το φάντασμα του Ελληνοκύπριου που ζητούσε με αγωνία να χαθεί μέσα στα βάθη του φορτηγού του Έλληνα αξιωματικού και να φύγει μαζί του.
Εδώ το «άλλο» αναζητούσε την κιβωτό του ελληνισμού.
Κι ήταν αυτό το φορτηγό –αλίμονο– η κιβωτός του ελληνισμού. Η τελευταία επίσκεψη στα δεκατρία φαντάσματα που αλάλαζαν και ζητούσαν να τα λειτουργήσει άγιος για όσα ακατάληπτα έλεγαν μασώντας το μέλλον γρήγορα μες στα αραιά, ματωμένα δόντια τους.
Εδώ ζει ακόμα το «άλλο».
Κι ο υπόλοιπος κόσμος στη θαλπωρή της σαμπάνιας έδινε δεξιώσεις προς τιμήν τους κατεβάζοντας για λίγο τα μαύρα γυαλιά.
Εδώ ζουν κάτι λιγότερα από χίλια εξακόσια δεκαεννιά φαντάσματα… Τόπος καταραμένος κι ευλογημένος απ’ το αίμα εκείνων που αρνήθηκαν να στρέψουν το κεφάλι προς τη Μέκκα. Κι έμειναν ξεπαγιασμένοι με ακατάπαυστο βήχα, συντροφιά με ένα γαλάζιο καπνό που ανέβαινε μέσα απ’ τα καμένα ξύλα. Με ακατάπαυστο βήχα, με κρύο που περονιάζει τα κόκαλα, μόλις μια ανάσα από τις ακτές της Μικρασίας… Οι άλλοι που έφυγαν αρέσκονται κάποιες ώρες της ημέρας να σκύβουν απ’ τα μπαλκόνια του ουρανού και να χαζεύουν τον κόσμο μας…
Και τα δεκατρία «περιστέρια» που έμειναν θέλουν να βλέπουν στον ξύπνιο τους ακόμα κάτι έφιππους Αλέξανδρους να περνούν βιαστικά το Γρανικό. Βλέπουν ακόμα κάποιους τραχιούς προγόνους μας που αγαπούσαν τον τόπο παράφορα, που δούλευαν το χρυσάφι, το δέρμα και το μάρμαρο. Τους βλέπουν να αφήνουν με πείσμα τις σελίδες της Ιστορίας. Τους βλέπουν αγέρωχους να βγαίνουν ανάμεσα από τα γλυπτά, να περνούν νύχτα πάνω από τα μουσεία. Τους βλέπουν σούρουπο να ξεφωνίζουν από θαυμασμό γι’ αυτή την αποστολή σωτηρίας. Και να περνούν αυστηροί πάνω από Πέρσες, Οθωμανούς, και με την πλάνη του ονείρου να γεμίζουν τις στρατιωτικές φυλακές βυζαντινά παγόνια, να φοβερίζουν τους Τούρκους με τη βυθισμένη αλυσίδα του Κεράτιου Κόλπου και να σηκώνουν το ελικόπτερο γεμάτο ζωές κι ανθρώπους. Γεμάτο «περιστέρια», που στα μάτια τους μόλις θα ’χουν πετάξει τα άγκιστρα της λύπης. Με το αόρατο χέρι του Θεού να τους στέλνει στα διεθνή ύδατα κι ύστερα, ω, ύστερα στην απίστευτη ευλογία να επιστρέφουν στα σπίτια τους σπάνιοι Κένταυροι, μισοί όνειρο και μισοί πόνο, για τα υστερόγραφα του πολέμου…