Οι βετεράνοι δημοσιογράφοι Νίκος Γκατζογιάννης (Nicholas Gage), 84 ετών, και Νικόλας Μπασμπάνης (Nicholas Basbanes), 81 ετών, οι οποίοι ζουν κοντά ο ένας στον άλλον στην ίδια πόλη της Μασαχουσέτης, αφιέρωσαν ο καθένας τους δεκαετίες στο ρεπορτάζ και τη συγγραφή βιβλίων, αναφέρει το «Associated Press» σε εκτενές δημοσίευμά του.
Ο Γκατζογιάννης περιέγραψε την τραγική οικογενειακή του ιστορία και την αναζήτηση της αλήθειας για τον θάνατο της μητέρας του σε ένα μπεστ σέλερ απομνημονευμάτων που οδήγησε τον Τζον Μάλκοβιτς να τον υποδυθεί στην ταινία «Ελένη» του 1985. Ο Μπασμπάνης μετέτρεψε τις ικανότητές του ως δημοσιογράφος καθημερινής εφημερίδας στη συγγραφή πολυδιαβασμένων λογοτεχνικών βιβλίων.
Ο Μπασμπάνης ήταν ο πρώτος από το δίδυμο που δοκίμασε να πειραματιστεί με τα chatbots Τεχνητής Νοημοσύνης, διαπιστώνοντας ότι ήταν εντυπωσιακά αλλά επιρρεπή σε ψεύδη και έλλειψη αποδόσεων. Οι φίλοι συνεννοήθηκαν και κατέθεσαν τη μήνυσή τους νωρίτερα φέτος, επιδιώκοντας να εκπροσωπήσουν μια κατηγορία συγγραφέων των οποίων το έργο που προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα, όπως ισχυρίζονται, «έχει συστηματικά κλαπεί από» την OpenAI και τον επιχειρηματικό της εταίρο, τη Microsoft.
«Πρόκειται για ληστεία», δήλωσε ο Γκατζογιάννης σε συνέντευξή του στο γραφείο του δίπλα στο αγροτόσπιτο του 18ου αιώνα όπου ζει στην Κεντρική Μασαχουσέτη.
«Είναι», πρόσθεσε ο Μπασμπάνης, καθώς οι δύο άνδρες περιεργάζονταν τα γεμάτα βιβλία ράφια του Γκατζογιάννη. «Δουλέψαμε πάρα πολύ σκληρά γι’ αυτούς τους τόμους».
Τώρα η αγωγή τους εντάσσεται σε μια ευρύτερη υπόθεση που επιδιώκει το καθεστώς ομαδικής αγωγής, της οποίας ηγούνται γνωστά ονόματα όπως ο John Grisham, η Jodi Picoult και ο συγγραφέας του «Game of Thrones», George R. R. Martin- και η οποία εκδικάζεται από τον ίδιο ομοσπονδιακό δικαστή της Νέας Υόρκης που εκδικάζει παρόμοιες αγωγές για πνευματικά δικαιώματα από Μέσα Ενημέρωσης όπως οι «New York Times», η «Chicago Tribune» και η «Mother Jones».
Αυτό που συνδέει όλες τις υποθέσεις είναι ο ισχυρισμός ότι η OpenAI -με τη βοήθεια των χρημάτων και της υπολογιστικής ισχύος της Microsoft- απορρόφησε τεράστιους όγκους ανθρώπινων κειμένων για να «εκπαιδεύσει» τα chatbots AI να παράγουν αποσπάσματα κειμένου που μοιάζουν με ανθρώπινα, χωρίς να πάρει άδεια ή να αποζημιώσει τους ανθρώπους που έγραψαν τα πρωτότυπα έργα.
«Αν μπορούν να το πάρουν δωρεάν, γιατί να πληρώσουν γι’ αυτό;» είπε ο Γκατζογιάννης. «Αλλά είναι κατάφωρα άδικο και πολύ επιβλαβές για τον γραπτό λόγο».
Ο Γκατζογιάννης έφυγε από την Ελλάδα όταν ήταν 9 ετών, στοιχειωμένος από τη δολοφονία της μητέρας του από εκτελεστικό απόσπασμα το 1948 κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου της χώρας. Εγκαταστάθηκε με τον πατέρα του στο Worcester της Μασαχουσέτης, όχι μακριά από το μέρος όπου ζει σήμερα. Και με την παρότρυνση ενός δασκάλου, ασχολήθηκε με τη συγγραφή και έχτισε μια φήμη ως αποφασισμένος ερευνητής δημοσιογράφος που έψαχνε το οργανωμένο έγκλημα και την πολιτική διαφθορά για τους «New York Times» και άλλες εφημερίδες.
Ο Μπασμπάνης, ως Ελληνοαμερικανός δημοσιογράφος, είχε ακούσει και θαύμαζε τον ηλικιωμένο «θερμόαιμο ρεπόρτερ» όταν δέχτηκε ένα αιφνιδιαστικό τηλεφώνημα στο γραφείο του στην «Evening Gazette» του Worcester στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η φωνή ρώτησε για τον κ. Μπασμπάνη, χρησιμοποιώντας τον ελληνικό τρόπο προφοράς του ονόματος.
«Ηταν σαν ανιχνευτής ταλέντων», είπε ο Μπασμπάνης. «Δημιουργήσαμε μια φιλία. Θέλω να πω, τον ξέρω περισσότερο από όσο ξέρω τη γυναίκα μου, και είμαστε παντρεμένοι 49 χρόνια».
Ο Μπασμπάνης δεν έχει ψάξει τόσο βαθιά για τη δική του ιστορία όπως ο Γκατζογιάννης, αλλά λέει ότι μερικές φορές μπορεί να χρειαστούν μέρες για να φτιάξει μια μεγάλη παράγραφο και να επιβεβαιώσει όλα τα γεγονότα σε αυτήν. Του πήρε χρόνια έρευνας και ταξιδιών σε αρχεία και οίκους δημοπρασιών για να γράψει το βιβλίο του «A Gentle Madness» (1995) για την τέχνη της συλλογής βιβλίων από την αρχαία Αίγυπτο μέχρι τη σύγχρονη εποχή.
«Μου αρέσει που το ‘A Gentle Madness’ βρίσκεται σε 1.400 βιβλιοθήκες περίπου», δήλωσε ο Μπασμπάνης. «Αυτό είναι που επιδιώκει ένας συγγραφέας – να διαβαστεί. Αλλά γράφεις επίσης για να κερδίσεις, για να βάλεις φαγητό στο τραπέζι, για να στηρίξεις την οικογένειά σου, για να βγάλεις τα προς το ζην. Και εφόσον αυτό είναι η πνευματική σου ιδιοκτησία, δικαιούσαι να αποζημιωθείς δίκαια για τις προσπάθειές σου».
Ο Γκατζογιάννης πήρε ένα μεγάλο επαγγελματικό ρίσκο όταν παραιτήθηκε από τη δουλειά του στους «Times» και χρεώθηκε 160.000 δολάρια για να βρει ποιος ήταν υπεύθυνος για τον θάνατο της μητέρας του.
«Εντόπισα όλους όσοι βρίσκονταν στο χωριό όταν σκοτώθηκε η μητέρα μου», είπε. «Και είχαν διασκορπιστεί σε όλη την Ανατολική Ευρώπη. Ετσι, κόστισε πολλά χρήματα και πολύ χρόνο. Δεν είχα καμία διαβεβαίωση ότι θα έπαιρνα πίσω αυτά τα χρήματα. Αλλά όταν δεσμεύεσαι για κάτι τόσο σημαντικό όσο ήταν η ιστορία της μητέρας μου, οι κίνδυνοι είναι τεράστιοι, η προσπάθεια είναι τεράστια».
Με άλλα λόγια, η ChatGPT δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Αλλά αυτό που ανησυχεί τον Γκατζογιάννη είναι ότι το ChatGPT θα μπορούσε να δυσκολέψει άλλους να το κάνουν αυτό.
«Οι εκδόσεις θα πεθάνουν. Οι εφημερίδες θα πεθάνουν. Οι νέοι με ταλέντο δεν πρόκειται να ασχοληθούν με τη συγγραφή», δήλωσε ο Γκατζογιάννης. «Είμαι 84 ετών. Δεν ξέρω αν αυτό θα διευθετηθεί όσο είμαι ακόμα εδώ. Αλλά είναι σημαντικό να βρεθεί μια λύση».