Έχοντας ήδη ανακοινώσει ότι θα υπογράψει την Συμφωνία της Γλασκώβης, η Volvo έδωσε στην δημοσιότητα μία μελέτη μέσα από την οποία υποστηρίζει ότι η παραγωγή του C40 Recharge αφήνει έως και 70% περισσότερους ρύπους στο περιβάλλον από ένα αντίστοιχο αυτοκίνητο με κινητήρα εσωτερικής καύσης.
Πάντως, συνεχίζει η έρευνα, το τελικό ισοζύγιο στον ωφέλιμο χρόνο ζωής ενός αυτοκινήτου είναι υπέρ της ηλεκτρικής του εκδοχής, με το οικολογικό του αποτύπωμα να είναι σαφώς μικρότερο από το συμβατικό.
Τα ευρήματά της έρευνας παίρνουν υπόψη ολόκληρο το αποτύπωμα άνθρακα του κύκλου ζωής του κάθε αυτοκινήτου και περιλαμβάνουν στοιχεία όπως η εξόρυξη πρώτων υλών, οι διαδικασίες παραγωγής, η τροφοδοσία καυσίμου και στη συνέχεια οδήγηση του οχήματος για 124.000 μίλια (200.000 km) πριν από την απόσυρσή του.
Η Volvo λέει ότι το σημείο καμπής εξαρτάται τον τρόπο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Η μελέτη αναφέρει τρία διαφορετικά σενάρια, με βάση τη μέση παγκόσμια παροχή ηλεκτρικής ενέργειας και την συμμετοχή των ΑΠΕ σε αυτή.
Με βάση τη μέση παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, ένα Volvo C40 Recharge θα χρειαστεί να διανύσει περίπου 110.000 χιλιόμετρα προτού ξεπεράσει το XC40 με συμβατικό κινητήρα στην συνολική επιβάρυνση σε ρύπους. Με βάση τις μεθόδους παραγωγής της ΕΕ (όπου και το ποσοστό των ΑΠΕ είναι μεγαλύτερο) το σημείο που τα δύο αυτοκίνητα εξισορροπούν τους ρύπους τους είναι στα 77.248 χιλιόμετρα. Και αν υπάρχει η δυνατότητα για χρήση ηλεκτρικής ενέργειας μόνο από ανανεώσιμες πηγές, τότε η εξισορρόπηση έρχεται στα 48.280 χιλιόμετρα.
Τα συμπεράσματα της έκθεσης πολλά και σημαντικά. Η παραγωγή των ηλεκτρικών είναι πολύ πιο επιβαρυντική για το περιβάλλον και πρέπει να βελτιωθεί δραστικά μέσα στα επόμενα χρόνια. Επίσης ένα ηλεκτρικό είναι τόσο “καθαρό” όσο καθαρή είναι και η μέθοδος παραγωγής της ενέργειας. Και τέλος τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα δεν αποτελούν από μόνα τους την λύση του προβλήματος αλλά είναι μέρος μιας μεγαλύτερης αλυσσίδας η οποία και αυτή θα πρέπει να γίνει φιλική προς το περιβάλλον.