Ανοδική πορεία κατέγραψε η ταχύτητα του ελληνικού Διαδικτύου το 2020, συγκριτικά με το 2019, σύμφωνα με τα στοιχεία των μετρήσεων του συστήματος αποτίμησης ευρυζωνικών συνδέσεων «Υπερίων» που έχει δημιουργήσει η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων. Σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιοποίησε η Αρχή, το 2020 υπήρξε, από το 2016, η τέταρτη συνεχόμενη χρονιά κατά την οποία σημειώθηκε αύξηση της ταχύτητας καθόδου (download) του Διαδικτύου, της οποίας η μέση ταχύτητα, σε όλη την επικράτεια διαμορφώθηκε σε 27,01 Mbps και ήταν αυξημένη κατά 34,83%, συγκριτικά με το 2019.
Η βελτίωση της ταχύτητας αντικατοπτρίζει τη χρήση, από ολοένα και περισσότερους συνδρομητές, συνδέσεων 50 και 100 Mbps, που αντιπροσωπεύουν πλέον την πλειοψηφία των συνδέσεων των χρηστών του συστήματος «Υπερίων». Οπως αναφέρει η ΕΕΤΤ, τα πακέτα αυτά φαίνονται και ως πιο αποδοτικά όσον αφορά τη σχέση ποιότητας-τιμής, καθώς επιτυγχάνουν περίπου το 55%-60% της ονομαστικής τους ταχύτητας, σε αντίθεση με μόλις 29% για το πακέτο των 24 Mbps. Μέσω του συστήματος «Υπερίων», που βασίζεται στην εθελοντική συμμετοχή χρηστών Διαδικτύου, επιχειρήθηκε, για πρώτη φορά, φέτος, η ανάλυση της μέσης ταχύτητας ανά διοικητική περιφέρεια, με τα αποτελέσματα όμως να δείχνουν μόνο τη γενική εικόνα, επειδή ενδέχεται να διαφέρουν ανά πακέτο ταχυτήτων ή σε μικρότερες γεωγραφικές περιοχές.
Ως εκ τούτου, οι υψηλότερες και οι χαμηλότερες ταχύτητες εμφανίζονται στην Αττική και στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, αντίστοιχα. Ανά πάροχο, σύμφωνα με την έρευνα, την υψηλότερη μέση ταχύτητα καθόδου και ανόδου (upload) εμφανίζει ο ΟΤΕ, ακολουθεί η Wind, ενώ η Vodafone και η Forthnet εμφανίζουν τις ίδιες επιδόσεις (περίπου 22 Mbps και 3 Mbps κάθοδος και άνοδος, αντίστοιχα).
Η έρευνα «χαρτογραφεί» και την επίδραση της επιβολής των μέτρων περιορισμού κυκλοφορίας στην ταχύτητα του Διαδικτύου. Ετσι, περίπου 10 ημέρες πριν από την πρώτη καραντίνα της 23ης Μαρτίου, οπότε είχε ήδη ξεκινήσει η τηλεργασία και η τηλεκπαίδευση, καταγράφηκε σημαντική πτώση της ταχύτητας download, σε περίπου 24 Mbps από 34 Mbps πριν από μερικές ημέρες. Η πτώση όμως αυτή της ταχύτητας αντισταθμίστηκε σταδιακά από τους παρόχους που προχώρησαν στην αύξηση της χωρητικότητας των δικτύων τους. Λαμβάνοντας υπόψη τη μέγιστη πτώση που παρουσιάστηκε στην ταχύτητα στη ροή καθόδου σε κάθε περίοδο επιβολής μέτρων περιορισμού, σε σχέση με τον μέσο όρο της ταχύτητας οκτώ εβδομάδες πριν από κάθε καραντίνα, προκύπτει ότι στην πρώτη καραντίνα είχαμε μέγιστη πτώση της ταχύτητας κατά 16,32%, ενώ στη δεύτερη η αντίστοιχη μέγιστη πτώση ήταν 20,19%.