Ιδιαιτέρως ανησυχούν οι επιστήμονες για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στο περιβάλλον και τη δημόσια Υγεία, λόγω και του μαζικού θανάτου ψαριών στον Παγασητικό κόλπο στον Βόλο.
Οι επιπτώσεις της κακοκαιρίας «Ντάνιελ» φαίνεται ότι θα συνεχίσουν να ταλαιπωρούν για καιρό το οικοσύστημα και τους κατοίκους της Θεσσαλίας, μετά και τους τόνους νεκρών ψαριών στον Βόλο.
Και μπορεί η διαχείριση του προβλήματος, με την αποκομιδή των ψαριών, την αποτέφρωση και την υγειονομική ταφή τους να ήταν επιτυχής, ωστόσο, ο προβληματισμός παραμένει για τους τρόπους αντιμετώπισης παρόμοιων οικολογικών καταστροφών που δεν αποκλείεται μάλιστα να πυκνώσουν λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Ο Καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής του ΑΠΘ, Δημοσθένης Σαρηγιάννης, εξηγεί μιλώντας στο iatropedia.gr τις βασικές αιτίες που προκάλεσαν το απόκοσμο αυτό φαινόμενο και τονίζει πως η καταστροφή θα μπορούσε να είχε αποτραπεί, εάν είχαν ληφθεί προληπτικά μέτρα.
«Η διαχείριση κατά τη γνώμη μου ήταν σωστή, δηλαδή ως προς το διακομιδή των ψαριών την καύση και την υγειονομική ταφή τους. Αποφύγαμε θέματα αποσύνθεσης και ανάπτυξης άλλων παθογόνων και μικροοργανισμών. Άρα άμεσο πρόβλημα δημόσιας υγείας δεν νομίζω ότι υφίσταται, κι αυτό είναι καλό. Το πρόβλημα είναι ότι πρέπει να διαχειριστούμε την υγεία του οικοσυστήματος γιατί καταλαβαίνετε ότι αυτό που έγινε μας έδειξε ότι είμαστε πολύ ευάλωτοι», σημειώνει ο Καθηγητής.
Ποιες είναι, όμως, οι βασικές αιτίες που προκάλεσαν αυτό το δυστοπικό φαινόμενο στον Παγασητικό κόλπο και τις εικόνες που έκαναν τον γύρο του κόσμου;
Ο κ. Σαρηγιάννης, ως Διευθυντής και Πρόεδρος του Δ.Σ. του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, συμμετείχε στην αρμόδια Επιτροπή που συστάθηκε για την ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας από την περιβαλλοντική καταστροφή. Μέσα από την επιστημονική του γνώση και εμπειρία εξηγεί με απλά λόγια τα 6 προβλήματα οικολογικής ανισορροπίας που προέκυψαν μετά την κακοκαιρία «Daniel» και την επιβάρυνση της λίμνης Κάρλας από τα φερτά υλικά της πλημμύρας, τα οποία προκάλεσαν τον θάνατο των ψαριών.
Τι προκάλεσε τον θάνατο των ψαριών
Σύμφωνα με τον Δημοσθένη Σαρηγιάννη, οι βασικοί παράγοντες που συνέβαλαν στο φαινόμενο είναι οι εξής:
- Αυξημένο τροφικό φορτίο από φερτά υλικά: Η πλημμύρα στην Κάρλα και την ευρύτερη περιοχή προκάλεσε την εισροή φερτών υλικών πλούσιων σε θρεπτικά στοιχεία (φωσφόρο, άνθρακα κ.ά.). Αυτά ευνόησαν την ανάπτυξη μικροοργανισμών και ψαριών, δημιουργώντας συνθήκες ευτροφισμού.
- Ευτροφισμός και έλλειψη οξυγόνου: Η υπερβολική ανάπτυξη ψαριών, σε συνδυασμό με τη μείωση του όγκου του νερού από τις αποστραγγίσεις της λίμνης Κάρλας, οδήγησαν σε υποξία (χαμηλά επίπεδα οξυγόνου στο νερό), προκαλώντας ασφυξία στα ψάρια.
«Έχεις λιγότερο διαθέσιμο οξυγόνο για έναν πολύ μεγάλο πληθυσμό ψαριών με αποτέλεσμα τα ψάρια να εμφανίζουν υποξία η ανοξεία -ανάλογα με τις συνθήκες- και να πεθαίνουν. Πολλά ψάρια μάλιστα έπαθαν εμβολή και γι’ αυτό ανέβαιναν στην επιφάνεια», εξηγεί ο Δημοσθένης Σαρηγιάννης.
- Τοξικές ανθίσεις μικροοργανισμών: Η μεγάλη αύξηση μικροοργανισμών, κάποιων με τοξικές ιδιότητες (toxic blooms), προκάλεσε περαιτέρω θανάτους ψαριών, δηλητηριάζοντας το περιβάλλον τους.
- Αύξηση θερμοκρασίας και εξάτμιση υδάτων: Το φετινό καλοκαίρι, οι πολύ υψηλές θερμοκρασίες ενίσχυσαν την εξάτμιση του νερού και μείωσαν τη διαλυτότητα του οξυγόνου, επιδεινώνοντας την υποξία.
- Εισροή ψαριών γλυκού νερού στον Παγασητικό: Μετά την πλημμύρα, ψάρια γλυκού νερού μετακινήθηκαν στον Παγασητικό, μέσω του χειμμάρου Ξηριά. Η επαφή τους με το θαλασσινό νερό οδήγησε σε σπάργωση (εισροή αλατιού στον οργανισμό τους), προκαλώντας τον θάνατό τους. «Έπαθαν σπάργωση, με αποτέλεσμα να σκάσουν. Θα είδατε στις φωτογραφίες που τα ψάρια ήταν “φουσκωμένα” Οι τοξικές ανθίσεις σκοτώνουν τα ψάρια, γιατί δηλητηριάζουν το περιβάλλον τους», τονίζει ο ειδικός.
- Περίκλειστος κόλπος και φερτά υλικά: Ο Παγασητικός, ως περίκλειστος κόλπος, δεν είχε την απαραίτητη θαλασσοταραχή για να οξυγονωθεί το νερό επαρκώς. Η αύξηση των θερμοκρασιών και τα φερτά υλικά από τις πλημμύρες επηρέασαν αρνητικά και τα ψάρια του αλμυρού νερού, καταλήγει ο επιστήμονας.
Θάνατος ψαριών στον Παγασητικό: Μπορούσε να προβλεφθεί;
Ο Καθηγητής Σαρηγιάννης τονίζει ότι το φαινόμενο δεν ήταν απρόβλεπτο, καθώς οι παράγοντες που το προκάλεσαν ήταν γνωστοί στην επιστημονική κοινότητα.
Εδώ και ένα χρόνο, είχε επισημανθεί από γραπτή έκθεση του ιδίου, η πιθανότητα οικολογικής ανισορροπίας λόγω της επιβάρυνσης της λίμνης Κάρλας από φερτά υλικά. Παράλληλα, ο ίδιος είχε συμμετάσχει στην επιστημονική Επιτροπή για την Ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας και είχε προειδοποιήσει για τις πιθανές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία και το περιβάλλον.
«Αυτό που είχα ζητήσει γραπτώς, ήταν να κάνουμε μια συστηματική παρακολούθηση της ποιότητας του εδάφους για επιμολύνσεις, και του νερού για ανάπτυξη μικροοργανισμών με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Όλα αυτά μπορούσαμε να τα μετρήσουμε εύκολα. Με την παρακολούθηση της πορείας των υδάτων όλο αυτο τον καιρό, τον χειμώνα και την άνοιξη, θα μπορούσε κανείς να δει ότι συμβαίνει αυτή η κατάσταση, γιατί τα ψάρια αναπτύσσονταν ενδιάμεσα. Η Ολλανδική εταιρεία που είχε αναλάβει το έργο δεν νομίζω ότι έκανε αυτό του είδους στην παρακολούθηση και το λέω ειλικρινά. Οπότε υπ’ αυτήν την έννοια δεν είχαμε τον απαιτούμενο έλεγχο», επισημαίνει ο Καθηγητής.
Πώς θα μπορούσε να αποφευχθεί;
Η πρόληψη του φαινομένου θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί, σύμφωνα με τον Δ. Σαρηγιάννη, με την εφαρμογή της μεθόδου του μηχανικού αερισμού. Μιας μεθόδου που ακολουθείται σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν ενδείξεις χαμηλής συγκέντρωσης οξυγόνου. Με τη χρήση αντλιών θα μπορούσε να επιτευχθεί εμπλουτισμός του νερού με διαλυμένο οξυγόνο.
«Αν βρίσκαμε εγκαίρως τις τοξικές ανθίσεις, λόγω της μορφολογίας του βυθού να αναπτύσσονται πιο πολλά ψάρια εκεί όπου υπάρχει πιο πυκνό φορτίο, θα είχαμε εντοπίσει το έλλειμμα του οξυγόνου. Στη φάση αυτή θα μπορούσαμε να παρέμβουμε μηχανικά και το κόστος δεν θα ήταν τόσο μεγάλο, όσο ζημιά που προκλήθηκε στη συνέχεια. Άρα αν παρακολουθείς, μπορείς να δράσεις», σημειώνει ο επιστήμονας.
Καταλήγει, μάλιστα, πως ενώ δεν υπάρχει άμεσος κίνδυνος για τη δημόσια υγεία, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στη διατήρηση της υγείας του οικοσυστήματος. Εάν το οικοσύστημα παραμείνει υποβαθμισμένο, ενδέχεται να υπάρξουν νέες κρίσεις, ιδιαίτερα ενόψει της κλιματικής αλλαγής, η οποία εντείνει τα ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως λέει.
«Έίχαμε ενδείξεις και με τα κρούσματα της σαλμονέλας στην περιοχή, κάτι που συνδέεται με αλλαγές στον υδροφόρο ορίζοντα. Είμαστε πάρα πολύ καλοί στο να αντιμετωπίσουμε την κρίση, αλλά μόλις τελειώσει η κρίση εγκαταλείπουμε. Αυτό δεν χαρακτηρίζει ανθεκτικές κοινωνίες, αυτή είναι η αλήθεια. Και η κλιματική κρίση θα μας το χτυπάει αυτό “στο κεφάλι” συνέχεια», καταλήγει ο ειδικός.