Οι πάπιες και άλλα αποδημητικά πτηνά μεταφέρουν όλα τα είδη μικροβίων σε όλο τον κόσμο: νέα στελέχη γρίπης που απειλούν τα πουλερικά και τους ανθρώπους, τον ιό του Δυτικού Νείλου και ένα ευρύ φάσμα βακτηρίων που μπορεί να προσβάλλουν τον άνθρωπο, σύμφωνα με την ερτ.
Οι ερευνητές έχουν ήδη ανιχνεύσει ένα επικίνδυνο στέλεχος της γρίπης των πτηνών σε αετούς, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής συνεργασίας (VEO), η οποία στοχεύει στη βελτίωση του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης που εντοπίζει τους βασικούς παθογόνους μικροοργανισμούς, με στόχο την αναχαίτιση των μελλοντικών πανδημιών.
«Προσπαθούμε να καταλάβουμε πώς μοιάζουν τα hot spots που απειλούν τον άνθρωπο», δήλωσε στο Science η συντονίστρια της VEO, Μάριον Κούπμανς του Ιατρικού Κέντρου Erasmus.
Ένας μεγάλος αριθμός μεταβλητών επηρεάζει τους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία: η συμπεριφορά των πτηνών, η φύση των παθογόνων, τα έντομα και άλλοι φορείς που συμβάλλουν στην εξάπλωσή τους, καθώς και οι συνήθειες και οι επιπτώσεις των ίδιων των ανθρώπων στο περιβάλλον. Καθώς ο πλανήτης υπερθερμαίνεται, υπάρχει μια νέα μεταβλητή που πρέπει να ληφθεί υπόψη, λέει ο Μάρτιν Μπιρ, κτηνίατρος στο Ινστιτούτο Friedrich Loeffler.
«Η μετανάστευση των πουλιών, η αναπαραγωγή και τα πάντα συνδέονται με την κλιματική αλλαγή», τόνισε.
Καθώς τα πουλιά μεταναστεύουν για να βρουν τροφή ή για να αναπαραχθούν, η άνοδος της θερμοκρασίας και η αλλαγή των επιπέδων υγρασίας είναι πιθανό να επηρεάσουν τον προορισμό, τη διάρκεια παραμονής καθώς και το είδος την παθογόνων που θα συναντήσουν. Η επιστημονική ομάδα της VEO παρακολουθεί στενά τα πουλιά που ταξιδεύουν μέσω της Ευρώπης προς την Αρκτική, η οποία θερμαίνεται ταχύτερα από οποιοδήποτε άλλο μέρος της Γης.
Ήδη η κλιματική αλλαγή διαμορφώνει τα ταξίδια ορισμένων πουλιών. Ωστόσο, παραμένει αβέβαιο το τι συνεπάγεται αυτό για την αερομεταφερόμενη κυκλοφορία παθογόνων μικροοργανισμών και τον κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία.
«Δεν είναι τόσο απλό να πούμε ότι όταν συμβεί αυτό, θα συμβεί εκείνο», εξηγεί η Κούπμαν.
Μπορούμε να περιορίσουμε το πλήθος των παραγόντων που οδηγούν στην εμφάνιση ασθενειών σε ένα σύνολο δεικτών που μπορεί να ενσωματωθεί σε ένα σύστημα παρακολούθησης; αναρωτιέται η Κούπμαν. «Έχω περάσει δεκαετίες τώρα κυνηγώντας τα κρούσματα. Αυτό δεν είναι αρκετό. Μόλις αρχίσουν να εξαπλώνονται, είναι πολύ αργά», τονίζει.
Το πρώτο βήμα για τους ερευνητές είναι να μελετήσουν τις μεταναστευτικές διαδρομές συγκεκριμένων πουλιών και να ανακαλύψουν τι μεταφέρουν. Την προηγούμενη άνοιξη, δώδεκα φοιτητές που ζουν στο παρατηρητήριο πουλιών Ότενμπι στη Σουηδία περπατούσαν κάθε μέρα γύρω από το πάρκο, χτυπώντας τα χέρια τους. Αυτή η κίνηση αναγκάζει τυχόν κοντινά πουλιά -στην προκειμένη περίπτωση μικρά μεταναστευτικά πουλιά που ονομάζονται wheatears- να πετάξουν μέσα σε μεγάλα χωνιά ώστε οι ερευνητές να πραγματοποιήσουν μετρήσεις και δακτυλίωση των πουλιών.
Το παρατηρητήριο βρίσκεται στην άκρη του Όλαντ, ενός νησιού στη Βαλτική Θάλασσα. Κάθε άνοιξη και καλοκαίρι πολλά αποδημητικά πουλιά καταφθάνουν στο Ότενμπι. Ορισμένα από αυτά σταματούν εκεί για να αναπαραχθούν ενώ άλλα συνεχίζουν προς την Ισλανδία ή τη Λευκή Θάλασσα στη Ρωσία. Στο δρόμο τους προς το νότο το φθινόπωρο, τα πουλιά συχνά σταματούν ξανά στο Ότενμπι, πριν συνεχίσουν μέχρι την Αφρική. Κατά τη διάρκεια των δύο εποχών, τα πουλιά προσβάλλονται από ιούς και στη συνέχεια μολύνουν και άλλα πουλιά που ακολουθούν διαφορετικές μεταναστευτικές διαδρομές. Το αποτέλεσμα είναι ένα παγκόσμιο σύστημα μετάδοσης ιών.
«Μπορείτε να φανταστείτε ότι τα άγρια πτηνά έχουν τη δυνατότητα να μεταφέρουν νέους παθογόνους μικροοργανισμούς σε νέες περιοχές», λέει ο ορνιθολόγος και μικροβιολόγος Τζόνας Γουάλντενστρομ, ο οποίος συνεργάζεται με τους ερευνητές του VEO.
Τις τελευταίες δυο δεκαετίες, ο Γουάλντενστρομ έχει πάρει δείγματα από περισσότερα από 100 είδη πουλιών που έχουν σταθμεύσει στο Ότενμπι. Έχει ανιχνεύσει μια σειρά παθογόνων που απειλούν τα πουλερικά ή τον άνθρωπο: τους ιούς της γρίπης και της ψευδοπανώλης (Newcastle Disease), καμπυλοβακτηρίδια, σαλμονέλα, το βακτήριο γιερσίνια, τον ιό της εγκεφαλίτιδας και τον ιό των ανθρώπινων θηλωμάτων.
Ο Γουάλντενστρομ και οι συνάδελφοί του έχουν διαπιστώσει επίσης ότι η αύξηση της θερμοκρασίας έχει αρχίσει να επηρεάζει τα αποδημητικά ταξίδια των πτηνών. «Δεν είμαστε καλοί στο να θυμόμαστε πώς ήταν τα πράγματα πριν από 20, 30 χρόνια, εκτός αν έχουμε κάποιες σημειώσεις», σημειώνει.
Ωστόσο το παρατηρητήριο Ότενμπι συλλαμβάνει και καταγράφει πουλιά – 140 είδη σύμφωνα με την τρέχουσα καταμέτρηση – εδώ και 77 χρόνια. Μια μελέτη του 2006 που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science, στην οποία ο Γουάλντενστρομ ήταν συν-συγγραφέας, ανέλυσε δεδομένα από το 1980 έως το 2004 και διαπίστωσε ότι τα μεταναστευτικά πτηνά μεγάλων αποστάσεων έφταναν νωρίτερα την άνοιξη στο Ότενμπι και σε τέσσερα άλλα ευρωπαϊκά παρατηρητήρια, πιθανότατα ως αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα λιβάδια πρασίνιζαν περίπου μισή ημέρα νωρίτερα κάθε χρόνο κατά μέσο όρο, ενώ ο Απρίλιος και ο Μάιος ήταν συνήθως θερμότεροι, γεγονός που πιθανώς οδήγησε στην παραγωγή περισσότερων εντόμων.
«Είναι καλοί προάγγελοι του τι συμβαίνει. Όλοι βλέπουμε ότι η κλιματική αλλαγή είναι εδώ. Αλλά πολύ πριν αρχίσουμε να βλέπουμε και να αισθανόμαστε αυτές τις αλλαγές, μπορείτε να τις παρατηρήσετε στην κοινότητα των πουλιών», αναφέρει ο Γουάλντενστρομ.
Το πώς οι αλλαγές στις μεταναστευτικές διαδρομές των πτηνών επηρεάζουν τον κίνδυνο ασθενειών εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων. Πολλά μεταναστευτικά πτηνά μεγάλων αποστάσεων ξεκινούν τα ταξίδια τους ανταποκρινόμενα σε σήματα που δεν επηρεάζονται από το κλίμα, όπως οι αλλαγές στο φως της ημέρας. Εάν ακολουθήσουν το παραδοσιακό τους χρονοδιάγραμμα, μπορεί να φτάσουν σε μια περιοχή αναπαραγωγής όταν η άνοιξη πλέον έχει έρθει και να αντιμετωπίσουν ένα διαφορετικό οικοσύστημα και, ίσως, διαφορετικούς παθογόνους μικροοργανισμούς. Άλλα πτηνά επιταχύνουν το μεταναστευτικό τους ταξίδι με αποτέλεσμα να δαπανούν περισσότερη ενέργεια και να είναι πιο ευάλωτά σε ασθένειες.
«Η μετανάστευση είναι ενεργειακά δαπανηρή και μελέτες δείχνουν ότι αυτό καταστέλλει το ανοσοποιητικό τους σύστημα», εξηγεί η Μαριέλ βαν Τούρ, οικολόγος που συνεργάζεται με τον Γουάλντενστρομ στο LNU.
Η κλιματική αλλαγή θα μπορούσε επίσης να καταστήσει ορισμένα παθογόνα πιο επικίνδυνα.
«Αν έχουμε υψηλότερες θερμοκρασίες παγκοσμίως, αυτό σημαίνει ότι ορισμένα είδη θα μεταναστεύουν λιγότερο, και τότε οι παθογόνοι μικροοργανισμοί που μεταφέρουν θα γίνονται πιο ιογενείς», εξηγεί ο Ντάις Κάικεν, ειδικός σε θέματα γρίπης και κορονοϊών στο Erasmus και παρατηρητής πουλιών.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, ένας ιδιαίτερα ιογενής ιός θα αναγκάσει τα μολυσμένα πτηνά να μείνουν πίσω, οπότε θα έχουν λιγότερες ευκαιρίες να μολύνουν άλλα. Αν όμως παραμείνουν σε ένα μέρος ολόκληρα σμήνη, είναι πιθανό να εμφανιστούν εξαιρετικά παθογόνες παραλλαγές που θα μεταπηδήσουν από πτηνό σε πτηνό για να επιβιώσουν.
Η κλιματική αλλαγή θα μπορούσε να επηρεάσει την εξάπλωση των παθογόνων με άλλους τρόπους. Η αύξηση της θερμοκρασίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε «εκρήξεις» στους πληθυσμούς κουνουπιών ή τσιμπουριών, ορισμένα από τα οποία μπορούν να μεταδώσουν νέα μικρόβια στα πτηνά. Κατά τη γέννησή τους τα πτηνά διαθέτουν ελάχιστη ανοσία, και αν εκκολαφθούν σε νέους τόπους, μπορεί να προσβληθούν από νέα παθογόνα και να τα μεταδώσουν σε άλλους πληθυσμούς ή είδη. Η κλιματική αλλαγή μπορεί να παρεμποδίσει ή να βοηθήσει τα παθογόνα, τα οποία προτιμούν συγκεκριμένες θερμοκρασίες και επίπεδα υγρασίας.
«Ένα εγγενές πρόβλημα είναι ότι τόσα πολλά πράγματα αλλάζουν ταυτόχρονα», επισημαίνει ο Γουάλντενστρομ.
Οι ερευνητές συμφωνούν πως το πιο επικίνδυνο παθογόνο των πτηνών σήμερα, μια παραλλαγή του υποτύπου του ιού της γρίπης, γνωστό ως H5N1, εμφανίστηκε λόγω ανθρώπινων ενεργειών που δεν σχετίζονται με τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Η εξάπλωση του ιού, ο οποίος σκότωσε πρωτοφανή αριθμό άγριων πτηνών σε όλο τον κόσμο, κατέστρεψε ορισμένους πληθυσμούς θηλαστικών και αναζωπύρωσε τους φόβους για πανδημία, έχει να κάνει πολύ περισσότερο με την επέκταση της βιομηχανίας πουλερικών, εξηγεί ο Κάικεν. Οι μεγάλες πτηνοτροφικές μονάδες, στις οποίες εκτρέφονται εκατομμύρια πτηνά, παρέχουν έναν παράδεισο για τους ιούς καθώς ευνοούν την εξέλιξη τους σε θανατηφόρες παραλλαγές. Πολλές χώρες έχουν επίσης χαλαρά προγράμματα επιτήρησης και ελέγχου για αυτούς τους υψηλής παθογονικότητας ιούς της γρίπης των πτηνών.
Εκτός από την παρακολούθηση των μεταναστευτικών διαδρομών των πτηνών, οι ερευνητές της VEO παρακολουθούν και μοντελοποιούν άλλους παράγοντες που μπορεί να επηρεάζουν τις ασθένειες που μεταφέρουν τα πτηνά. Ορισμένοι επιστήμονες της ομάδας ερευνούν τους τρόπους με τους οποίους η κλιματική αλλαγή μπορεί να επηρεάσει τις Κάτω Χώρες, μεγάλο μέρος των οποίων βρίσκεται κάτω από το επίπεδο της θάλασσας και είναι ευάλωτο σε πλημμύρες. Εάν οι υγρότοποι επεκταθούν, θα προσελκύσουν νέα είδη πτηνών, τα οποία θα μπορούσαν να προσβληθούν από ιούς που μεταδίδονται από τσιμπούρια και κουνούπια και να τους μεταδώσουν στις πόλεις; Αν η στάθμη των θαλασσών ανέβει θα μειωθούν τα ευαίσθητα στο αλάτι ασπόνδυλα του γλυκού νερού που κυνηγούν τα κουνούπια, οδηγώντας σε περισσότερους φορείς εντόμων και περισσότερες μολύνσεις στα πτηνά; Οι ερευνητές της VEO τροφοδοτούν τα δεδομένα από τις μελέτες πεδίου τους σε μια βάση δεδομένων.
Η Ρέινα Σικέμα, κτηνίατρος της ομάδας Erasmus λέει ότι οι προσπάθειες του ανθρώπου να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή μπορεί να δημιουργήσουν νέους κινδύνους.
«Όταν έχουμε ξηρασία, οι άνθρωποι διατηρούν τα δικά τους βαρέλια βροχής, οπότε έχουμε περισσότερα σημεία όπου μπορούν να αναπαραχθούν τα κουνούπια», τα οποία θα μπορούσαν να μεταδώσουν μικρόβια από και προς τα πτηνά. Πολλές πόλεις φυτεύουν επίσης δέντρα για να δροσίσουν τους δρόμους. Είναι καλό να πρασινίζουμε τις πόλεις μας, αλλά τι γίνεται όταν αυτό προσελκύει περισσότερα κουνούπια και δημιουργεί πολύ σοβαρότερους κινδύνους για τη δημόσια υγεία;» αναρωτιέται η επιστήμονας.
Η διεξαγωγή μακροχρόνιων μελετών για τον εντοπισμό των τάσεων είναι επίσης δαπανηρή. Η παγίδευση πτηνών και η συλλογή δειγμάτων γίνεται από μεγάλες ομάδες, ενώ υπάρχει και το κόστος της ανάλυσης του υλικού. Οι καταψύκτες του Γουάλντενστρομ περιέχουν 60.000 δείγματα πουλιών που έχουν συλλεχθεί τα τελευταία 25 χρόνια, τα οποία όμως στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν έχουν μελετηθεί. «Έχουμε ένα σωρό δείγματα που βρίσκονται στους καταψύκτες μας. Είναι σαν μια βιοτράπεζα ιώσεων πτηνών», λέει.
Η κλιματική αλλαγή καθιστά τέτοιες μελέτες πολύ πιο επείγουσες, λένε οι ερευνητές. Ο απώτερος στόχος είναι να προβλέψουμε, με την ακρίβεια της πρόγνωσης του καιρού, σε ποιές περιοχές είναι πιο πιθανό να μεταδοθεί ο ιός από τα πτηνά στους ανθρώπους. «Δεν είναι εύκολο», λέει η Κούπμαν. «Αλλά είμαι πεπεισμένη ότι πρέπει να αρχίσουμε να αγκαλιάζουμε την πολυπλοκότητα», καταλήγει η ερευνήτρια.