Ένα προϊστορικό ναυάγιο, συνεχίζει έως σήμερα να αποκαλύπτει ιστορικές πληροφορίες.
Το φορτίο που μετέφερε στο ταξίδι του από την περιοχή της Συροπαλαιστίνης προς Μυκηναϊκά λιμάνια του Αιγαίου «απαντά» -μεταξύ άλλων- σε σημαντικά ερωτήματα για την αρχαία τεχνολογία και κυρίως για τη ναυπηγική.
Πρόκειται για το ναυάγιο του Ουλουμπουρούν, το πλουσιότερο προϊστορικό ναυάγιο στην Ανατολική Μεσόγειο, το οποίο βρέθηκε στο επίκεντρο διάλεξης που πραγματοποιήθηκε σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, με σκοπό να δείξει τη χρησιμότητα της ενάλιας αρχαιολογίας και της αρχαιομετρίας.
«Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα εφαρμογής αρχαιομετρικών μεθόδων, οι οποίες άρχισαν από τότε που τελείωσε η ανασκαφή το ‘94 και συνεχίζονται έως σήμερα αφού προστίθενται διαρκώς κι άλλες μέθοδοι κι άλλοι επιστήμονες και έτσι προχωράει τόσο η έρευνα στην αρχαιομετρία όσο και τα συμπεράσματα για την αρχαιολογία», δήλωσε στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η κεντρική ομιλήτρια της εκδήλωσης, η ομότιμη Διευθύντρια Ερευνών του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΙΙΕ/ΕΙΕ) Δρ Άννα Μιχαηλίδου.
Όπως τόνισε, το συγκεκριμένο ναυάγιο έδωσε πολύ και ποικίλο υλικό, ειδικά σε πρώτες ύλες, με αποτέλεσμα από την ανάλυσή του να συμπληρώνονται παλαιότερα συμπεράσματα και να προκύπτουν νέα.
«Το ναυάγιο του Ουλουμπουρούν έδωσε περισσότερες από 350 πλάκες χαλκού -που εμείς τα λέμε τάλαντα, έδωσε κασσίτερο, που είναι πολύ σπάνιο να τον βρεις γιατί είναι ένα από τα πιο ακριβά μέταλλα, καθώς επίσης ρητίνη και γυαλί, το οποίο είναι η αρχαιότερη συνθετική ύλη».
Οι ερευνητές με βάση αυτά τα στοιχεία αναζητούν το πώς προέκυψε αυτή η πρώτη ύλη, τις εμπορικές διαδρομές που έκανε για να φτάσει στον προορισμό της και ποιος ήταν αυτός, το πώς κωδικοποιήθηκε για να μπορέσει να διακινηθεί και να υπολογιστεί το βάρος και η ποσότητά της και πολλές ακόμα πληροφορίες.
Η διάλεξη με τίτλο «Αρχαιομετρία & ενάλιες αρχαιότητες - Uluburun, η έρευνα στο πλουσιότερο προϊστορικό ναυάγιο στην Ανατολική Μεσόγειο», πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της δράσης «Αρχαιομετρώντας τον Πολιτισμό» του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, που περιλαμβάνει διαλέξεις και ανοιχτά εργαστήρια με αντικείμενο τη μελέτη των αρχαιοτήτων από τη σκοπιά των φυσικών επιστημών (χημείας, φυσικής, βιολογίας κ.α.).
«Αυτό που θέλουμε να γίνει κατανοητό με έναν εύληπτο τρόπο, είναι το πώς είναι δυνατόν μια επιστήμη -όπως για παράδειγμα η χημεία, να βοηθήσει στη μελέτη ενός αρχαίου αντικειμένου. Να βρούμε από τι αποτελείται και την τεχνολογία κατασκευής του και να παραδώσουμε έναν όγκο δεδομένων αφενός στον συντηρητή αρχαιοτήτων και αφετέρου στον αρχαιολόγο, ο οποίος θα το αποτιμήσει και θα το μελετήσει», δήλωσε από την πλευρά του ο Χημικός στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης Δρ Χρήστος Κατσίφας. «Ουσιαστικά προσπαθούμε να προάγουμε στα εργαστήριά μας αυτό που λέγεται διεπιστημονικότητα, δηλαδή να κάθονται ισότιμα γύρω από ένα τραπέζι οι επιστήμονες που έχουν ασχοληθεί με το αντικείμενο και να προσπαθούν να κατανοήσουν μία αρχαία τεχνολογία μίας άλλης εποχής, με πολύ λίγες πληροφορίες», συμπλήρωσε ο κ. Κατσιφάς.
Η ενάλια έρευνα στην Ελλάδα ξεκίνησε το 1970 με την εκπαίδευση αρχαιολόγων στην κατάδυση, το 1973 ιδρύθηκε από εθελοντές επιστήμονες το Ινστιτούτο Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών, ενώ το 1976 ιδρύθηκε η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων στο υπουργείο Πολιτισμού, με στόχο την προστασία καταρχήν των αρχαίων ναυαγίων. Το Εργαστήριο Αρχαιομετρίας του ΑΜΘ λειτουργεί από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, ενώ είναι το μοναδικό στη Β. Ελλάδα που λειτουργεί εντός μουσείου.