Επιστήμονες του βρετανικού Κολλεγίου Imperial του Λονδίνου, με επικεφαλής τον Ελληνοκύπριο καθηγητή λοιμωδών νόσων και ανοσολογίας, Γιώργο Χριστοφίδη, δημιούργησαν μέσω κατάλληλης γενετικής τροποποίησης κουνούπια που δεν μπορούν πλέον να μεταδώσουν την ελονοσία.
Τα εν λόγω κουνούπια επιβραδύνουν την ανάπτυξη του παράσιτου της ελονοσίας στο έντερό τους, κάτι που αποτρέπει τη μετάδοση της νόσου στους ανθρώπους. Η γενετική τροποποίηση ωθεί τα κουνούπια να παράγουν ουσίες στο έντερο τους, οι οποίες «φρενάρουν» τον πολλαπλασιασμό των «ένοχων» παρασίτων. Έτσι, τα παράσιτα είναι απίθανο να φθάσουν στους σιελογόνους αδένες των κουνουπιών και μετά να περάσουν με το τσίμπημα στους ανθρώπους. Μέχρι στιγμής τα εργαστηριακά πειράματα της ερευνητικής ομάδας Transmission: Zero (Μετάδοση: Μηδέν) του Imperial δείχνουν ότι με αυτόν τον τρόπο μειώνεται δραστικά η πιθανότητα εξάπλωσης της ελονοσίας.
Η νόσος παραμένει μια από τις πιο εξαπλωμένες και θανατηφόρες στον κόσμο, θέτοντας σε κίνδυνο περίπου τον μισό παγκόσμιο πληθυσμό. Το 2021 μόλυνε περίπου 241 εκατομμύρια ανθρώπους και σκότωσε 627.000, κυρίως παιδιά έως πέντε ετών στην υποσαχάρια Αφρική. Μετά το 2015 παρατηρείται μια στασιμότητα στην πρόοδο κατά της ελονοσίας, καθώς τα κουνούπια και τα παράσιτα που μεταφέρουν, γίνονται ολοένα πιο ανθεκτικά στα διαθέσιμα εντομοκτόνα και θεραπείες, γι' αυτό προβάλλει επιτακτικά η ανάγκη για νέες καινοτόμες λύσεις.
Η νόσος μεταδίδεται μεταξύ των ανθρώπων, αφότου ένα θηλυκό κουνούπι τσιμπήσει κάποιον μολυσμένο με το παράσιτο της ελονοσίας. Το παράσιτο στη συνέχεια αναπτύσσεται στο έντερο του κουνουπιού, μετά ταξιδεύει στους σιελογόνους αδένες του εντόμου και είναι έτοιμο να μολύνει τον επόμενο άνθρωπο που το κουνούπι θα τσιμπήσει. Όμως μόνο το 10% των κουνουπιών ζουν αρκετά για να προλάβει να αναπτυχθεί το παράσιτο ώστε να γίνει μολυσματικό.
Η μετάλλαξη που έκαναν οι ερευνητές, καθυστερεί ακόμη περισσότερο αυτό τον χρόνο ανάπτυξης του παρασίτου στο έντερο του κουνουπιού, μηδενίζοντας έτσι σχεδόν την πιθανότητα μετάδοσης της μόλυνσης. Η γενετική τροποποίηση έγινε στο κύριο είδος κουνουπιού-φορέα του παρασίτου στην υποσαχάρια Αφρική (Anopheles gambiae).
Αν η μέθοδος αποδειχθεί ασφαλής και αποτελεσματική σε πραγματικές συνθήκες εκτός εργαστηρίου, τότε θα προσφέρει ένα νέο ισχυρό εργαλείο που θα βοηθήσει να εξαλειφθεί η ελονοσία. Οι επιστήμονες, οι οποίοι έκαναν σχετική δημοσίευση στο επιστημονικό περιοδικό «Science Advances», σχεδιάζουν σχετικές δοκιμές επί του πεδίου μέσα στα επόμενα δύο έως τρία χρόνια, αρχικά στην Τανζανία.
Για να αξιοποιηθούν τα μεταλλαγμένα αυτά κουνούπια στην πράξη, θα πρέπει η συγκεκριμένη γενετική τροποποίηση τους να περάσει σταδιακά από τα εργαστηριακά κουνούπια σε αυτά που ζουν στη φύση. Αποτελεί πάντως ερώτημα κατά πόσο αυτό μπορεί να γίνει μαζικά για να φέρει αποτέλεσμα σε εύλογο χρονικό διάστημα. Μια λύση θα ήταν η τεχνική της γονιδιακής καθοδήγησης (gene drive), η οποία πάντως ενέχει κάποιες δυσκολίες και κινδύνους.
«Η ιστορία μας έχει διδάξει ότι δεν υπάρχει μαγική λύση, όσον αφορά τον έλεγχο της ελονοσίας, συνεπώς θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε όλα τα όπλα που έχουμε στη διάθεση μας και να βρούμε καινούρια. Η γενετική καθοδήγηση είναι ένα τέτοιο ισχυρό όπλο, το οποίο σε συνδυασμό με τα φάρμακα, τα εμβόλια και τον έλεγχο των κουνουπιών, θα μπορέσει να βοηθήσει να σταματήσει η εξάπλωση της ελονοσίας και να σωθούν ανθρώπινες ζωές», δήλωσε ο δρ Χριστοφίδης, ο οποίος σπούδασε Βιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1989-1994), από όπου πήρε και το διδακτορικό του στην ίδια επιστήμη (1995-2000).