Όταν ένας Έλληνας ναυτικός έφτανε σε ξένη και άγνωστη χώρα, οι τρεις πρώτες ερωτήσεις πού έκανε ήταν:
– Οι άνθρωποι εδώ γνωρίζουν της Δήμητρας το φυτό (δηλαδή το στάχυ, το ψωμί);
– Γνωρίζουν του Διονύσου το ποτό (δηλαδή το κρασί);
– Έχουν κυβέρνηση των πολλών (δηλαδή δημοκρατία);
(Βλ. Ευριπίδη Κύκλωψ).
Όπως μαθαίνουμε από τους Δειπνοσοφιστές του Αθήναιου, οι Έλληνες είχαν 72 είδη ψωμιού! Οι δημητριακοί καρποί – που οδήγησαν στους πρώτους οικισμούς – είναι ή βάση της ανθρώπινης διατροφής, και γι’ αυτό το στάρι ήταν (και είναι πάντα) διατιμημένο, από όλα τα καθεστώτα. Από τα 72 είδη ψωμιού, άλλα ήταν πιο πρωτόγονα κι άλλα πιο εκλεπτυσμένα.
Ο δάρατος άρτος (ο θεσσαλικός) ήταν άζυμος, ο κριμνίτης από κριθαρένιο αλεύρι, ο κριβανίτης από σταρίσιο, αλλά ψημένος στους μικρούς παραδοσιακούς φούρνους της Αττικής (αυτόν έτρωγε ο Αριστοφάνης και οι άλλοι θιασώτες των «αρχαίων» συνηθειών).
Ο συγκομιστής ήταν άγριος, ζυμωμένος με όσα αλεύρια είχαν περισσέψει. Η αφρόκρεμα έτρωγε τον σεμιδαλίτη άρτο, πού ήταν καλοζυμωμένος με ψιλοκοσκινισμένη πάλλευκη φαρίνα από σκληρό σιτάρι (από σεμίδαλιν ή σιμιγδάλι όπως θα λέγαμε σήμερα).
Έχουμε αρκετές πληροφορίες για το πώς έτρωγαν οι αρχαίοι. Τις περισσότερες τις έχουμε για την αλεξανδρινή και την ελληνορωμαϊκή περίοδο. Τα συμπόσια ήταν ή μεγαλύτερη – και σίγουρα ή ακριβότερη – από τις απολαύσεις της εποχής. Τα ρωμαϊκά φαγοπότια είναι πασίγνωστα.
Ό βαθύπλουτος Ρωμαίος Γάβιος Απίκιος, πού έζησε την εποχή του Χριστού – και πού μας άφησε ένα σωρό πολύπλοκες συνταγές – είχε ξοδέψει εξήντα δισεκατομμύρια «σημερινές δραχμές» για τα συμπόσια πού οργάνωνε για τούς φίλους του. Στο τέλος αυτοκτόνησε από φόβο ότι θα πεθάνει από την… πείνα!
Υπάρχει μία συνταγή για γλυκό, του Απίκιου που διασώθηκε. Ο ίδιος το αναφέρει απλώς ως «Ένα άλλο γλυκό πιάτο» και η συνταγή του έχει ως εξής: «Σπάστε (κάντε φέτες) το καλύτερο λευκό ψωμί, χωρίς την κόρα, σε μεγάλα κομμάτια, βουτήξτε τα σε γάλα και αυγά και τηγανίστε σε λάδι. Σκεπάστε με μέλι και σερβίρετε». (Σας θυμίζει κάτι;)
Εδέσματα
Τραγήματα (ορεκτικά αλμυρά). Ξηρά, ή βρασμένα και τα περισσότερα τσιγαρισμένα:
Ώχρος (πασατέμπος)
Κύαμος (κουκιά)
Ερέβινθοι (στραγάλια)
Νώγαλα (επιδόρπια γλυκά)
Βότρυς (σταφύλι)
Φοίνιξ (χουρμάς)
Ροιά (ρόδι)
Μιμαίκυλα (κούμαρα)
Συκάμινα (μούρα και μόρα, για τούς Έλληνες της Αλεξάνδρειας).
Ισχάς (η ισχάς είναι γένους θηλυκού) το ξηρό σύκο.
Ασταφίδες (σταφίδες)
Πυραμίς (επιδόρπιο γλύκισμα)
Άμης (επιδόρπιο γλύκισμα, την συνταγή του οποίου θα βρείτε, πατώντας εδώ!)
Ωόν (αυγό)
Αρτύματα (καρυκεύματα) για τα καταχύσματα (σάλτσες)
Άλας (αλάτι)
Πέπερις ή πέπερι (πιπέρι)
Έλαιον (λάδι ελιάς)
Οίνος (κρασί)
Όξος (ξίδι)
Ωοτάριχον (αυγοτάραχο, ταραμάς)
Νάπυ (μουστάρδα Κύπρου)
Θύμος (θυμάρι Υμηττού)
Ορίγανος (ρίγανη Τενέδου)
Οξέλαιον (λαδόξιδο)
Γαρέλαιον (αλατόλαδο)
Πεπερόγαρον (αλατοπίπερο)
Λεξιλόγιο εδεσμάτων (όψα ή τραγήματα)
από τους Δειπνοσοφιστές του Αθήναιου
Άπια και ίφια μήλα (απίδια και σαρκώδη μήλα)
Ασταφίδαι και ισχάδαι (σταφίδες και ξηρά σύκα, που φέρνουν γλυκά όνειρα, όπως λέει ο Έρμιππος από τη Ρόδο).
Γογγυλίς (ρεπάνι).
Εγχέλεις πλωταί (χέλια πού κολυμπούν στην επιφάνεια του νερού) συνήθως τα ψάρευαν από την Κωπαΐδα, τη λίμνη της Βοιωτίας.
Έριφος (κατσίκι).
Θύννος (το ψάρι τόνος).
Κεστρέα (το ψάρι κέφαλος)
Μαινίς (σπάρος)
Μύραινα (σμέρνα, είδος χελιού)
Πάντα ταρίχη (όλα τα παστά) και ειδικά ήταν περιζήτητα τα παστά ψάρια από τον Ελλήσποντο.
Τήθος (στρείδι)
Συς (γουρουνόπουλο)
Για τον πολύποδα (χταπόδι):
Τα πλοκάμια του χταποδιού, αν έχουν χτυπηθεί έγκαιρα, είναι καλύτερα βραστά παρά στα κάρβουνα ψημένα, αν είναι βέβαια μεγάλο το χταπόδι.
Για την τρίγλη (μπαρμπούνι):
Το μπαρμπούνι δεν θέλει το κρέας του σκληρό.
Εννοούσαν δηλαδή ότι δεν πρέπει να ξεροψήνονται τα μπαρμπούνια τόσο πολύ ώστε να σκληραίνουν.
Φαίνεται ότι τον γνωστότατο σήμερα «πατσά», οι αρχαίοι Έλληνες δεν τον είχαν και σε μεγάλη υπόληψη καθώς έλεγαν:
Γιά τήν χορδήν (έντερο, πατσάς):
Ελικτά κουδέν υγιές! (πολύς ο ελιγμός, μηδέν για την υγεία!).
Παρατήρησις «τροφής»: Δεν μπορώ παρά να τονίζω πως όσα κείμενα έχω διαβάζει και έχω διαβάσει πολλά, για τις διατροφικές συνήθειες των προγόνων μας, δεν αναφέρεται πουθενά η ζέα… Δεν είναι παράξενο; Εκτός αν ήθελαν να μας το κρύψουν πως την έτρωγαν!!!
Ο νοών νοείτω.
Θα ασχοληθούμε εκτενώς σε επόμενα άρθρα με το θέμα!