ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Η πόλις των Αθηνών μπορεί να καυχιέται για την πληθώρα των αγίων που ανάδειξε στο διάβα των αιώνων. Ιδιαίτερα πρέπει να καυχιέται για τον άγιο Ιερομάρτυρα Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, ο οποίος συγκαταλέγεται στους μεγάλους Πατέρες και Ιεράρχες της Εκκλησίας μας.
Γεννήθηκε στην Αθήνα περί το 10 π. Χ. και καταγόταν από επιφανή αθηναϊκή οικογένεια, η οποία φρόντισε να τον μορφώσει στις μεγάλες φιλοσοφικές σχολές του κλεινού άστεως, η οποία, όπως και ολόκληρη η Ελλάδα, βρισκόταν την εποχή εκείνη υπόδουλη στους Ρωμαίους, αλά διατηρούσε ακόμη την αίγλη της, έχοντας κάποια προνόμια, με σπουδαιότερο τη λειτουργία του Αρείου Πάγου. Ο Διονύσιος σπούδασε φιλοσοφία και κατέστη επίλεκτο μέλος της αθηναϊκής κοινωνίας. Μάλιστα του δόθηκε η θέση ενός από τους εννέα βουλευτές του Αρείου Πάγου.
Αν και ζούσε σε μια «κατείδωλον» πόλη, όπου η ειδωλολατρία είχε εξαχρειώσει τα ήθη των κατοίκων στην εποχή του, ζούσε με σύνεση και καλλιεργούσε τις έμφυτες αρετές του. Ζούσε σαν Χριστιανός προτού γίνει Χριστιανός. Όλοι τον θαύμαζαν και τον εκτιμούσαν, διότι στην άσκηση των καθηκόντων του απέδιδε δικαιοσύνη.
Περί το 33 μ. Χ. μετέβηκε στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου για ανώτερες μελέτες. Κάποιο ανοιξιάτικο μεσημέρι είδε ξαφνικά τον ήλιο να σβήνει, πυκνό πέπλο σκοταδιού να σκεπάζει όλη τη γη και να συγκλονίζεται από ισχυρό σεισμό. Ο Θεάνθρωπος Λυτρωτής μας έπασχε στην Παλαιστίνη και γι’ αυτό συγκλονιζόταν ολάκερη η δημιουργία. Ο ευσεβής Διονύσιος απόρησε από το υπερφυσικό γεγονός και αναφώνησε: «Ή θεός τις πάσχει, ή το παν απόλλυται»! Μάλιστα σημείωσε τη χρονολογία, την ημέρα και την ώρα που έλαβε χώρα το συγκλονιστικό γεγονός, το οποίο χαράχτηκε βαθιά στην ψυχή του και ζητούσε εξήγηση.
Μετά από την ολοκλήρωση των σπουδών του γύρισε ξανά στην Αθήνα, στη θέση του αρεοπαγίτη, αποδίδοντας δικαιοσύνη. Περί το 49 μ. Χ. ήρθε στην Αθήνα ένας περίεργος φλογερός κήρυκας μιας νέας θρησκείας. Ήταν ο απόστολος Παύλος, ο οποίος κλήθηκε από τους Αθηναίους να αναπτύξει τις «σπερμολογίες» του από το βήμα του Αρείου Πάγου. Εκεί ο μεγάλος απόστολος ανάγγειλε στους Αθηναίους τον «Άγνωστο Θεό» τον Οποίο λάτρευαν, αν και τον αγνοούσαν. Μεταξύ των ακροατών του ήταν και ο αρεοπαγίτης Διονύσιος. Βεβαίως, το άμεσο αποτέλεσμα του υπέροχου εκείνου κηρύγματος, ήταν πενιχρό. Πίστεψαν μόνο ο Διονύσιος, μια γυναίκα η Δάμαρις και μερικοί άλλοι, όπως μας αναφέρει το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων.
Το κήρυγμα του Αποστόλου των Εθνών προξένησε ισχυρή εντύπωση στον ευσεβή Διονύσιο, ο λόγος του Θεού έγινε δεκτός και άρχισε να καρποφορεί στην αγαθή ψυχή του. Κάλεσε λοιπόν τον Παύλο στο σπίτι του όπου ζήτησε να μάθει περισσότερα για την νέα πίστη. Όταν ο Παύλος του διηγήθηκε τα συγκλονιστικά γεγονότα του Θείου Πάθους, θυμήθηκε τα υπερφυσικά γεγονότα που βίωσε στην Αίγυπτο. Βεβαιώθηκε λοιπόν ότι ο Θεός που έπασχε ήταν ο Χριστός, ο μόνος αληθινός Θεός. Αμέσως ζήτησε από τον Παύλο να βαπτισθεί, μαζί με την οικογένειά του. Αυτή η απόφασή του οδήγησε και πολλούς άλλους Αθηναίους να αρνηθούν την ειδωλολατρική θρησκεία και να βαπτιστούν, απαρτίζοντας έτσι την πρώτη εκκλησία των Αθηνών, με πρώτο επίσκοπό της τον άγιο Ιερόθεο, έναν ευσεβέστατο Αθηναίο.
Ο Διονύσιος αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι στην Εκκλησία του Χριστού. Τώρα πλέον οι αρετές που βίωνε δεν ήταν θεωρητικά σχήματα, αλλά ο ευαγγελικός νόμος. Μάλιστα, μετά το θάνατο του αγίου Ιεροθέου οι Αθηναίοι Χριστιανοί απαίτησαν να χειροτονηθεί επίσκοπός τους ο Διονύσιος. Ως επίσκοπος πια της λαμπρής Αθήνας
εργάστηκε με ζήλο για την ανάπτυξη της τοπικής εκκλησίας. Μέσα σε λίγα χρόνια μετέστρεψε πλήθος ειδωλολατρών στη νέα πίστη.
Σύμφωνα με την παράδοση πήγε στα Ιεροσόλυμα να γνωρίσει και να προσκυνήσει την Μητέρα του Κυρίου. Κήρυξε κατόπιν σε πολλές χώρες και κατόπιν γύρισε πάλι στην Αθήνα. Κατά την κοίμηση της Θεοτόκου, αρπάγη και αυτός σε νεφέλη, όπως οι άγιοι απόστολοι και παραβρέθηκε στην κηδεία της.
Αφού ποίμανε για πολλά χρόνια τον επισκοπικό θρόνο των Αθηνών, θεώρησε ότι έπρεπε να συνεχίσει το υπόλοιπο της ζωής του ως ιεραπόστολος. Πήγε στη Δύση και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, έκτισε μια μικρή εκκλησία, όπου την έκαμε κέντρο της ιεραποστολής του. Κήρυττε με θέρμη και ζήλο στους ειδωλολάτρες της περιοχής, όπου πολλοί εγκατέλειπαν τα είδωλα και ασπάζονταν την πίστη στο Χριστό, ιδρύοντας και εδραιώνοντας ισχυρή εκκλησία στην καρδιά της Ευρώπης.
Αλλά τα χρόνια εκείνα βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη οι φοβεροί διωγμοί κατά των Χριστιανών από τους ειδωλολάτρες Ρωμαίους. Χιλιάδες πιστοί συλλαμβάνονταν, βασανίζονταν και θανατώνονταν με τους πλέον φρικτούς και επώδυνους τρόπους. Η δράση του αγίου επισκόπου των Παρισίων έγινε γνωστή στις ρωμαϊκές αρχές, τον κατήγγειλαν οι άθλιοι αδίστακτοι ειδωλολάτρες ιερείς δρυίδες, οι οποίοι συν τοις άλλοις πραγματοποιούσαν χιλιάδες ανθρωποθυσίες κατ’ έτος στους αιμοδιψείς δαιμονικούς «θεούς» τους. Τον κατήγγειλαν στον αυτοκράτορα Δομετιανό (82-96), ότι αρνείται να σεβαστεί τον αυτοκράτορα και να λατρεύσει τους «θεούς» της αυτοκρατορίας, παρακινώντας και τους πολίτες να κάμουν το ίδιο. Συνελήφθη και σύρθηκε δέσμιος στον τοπικό διοικητή, ο οποίος προσπάθησε στην αρχή με κολακείες και στη συνέχεια με φοβέρες να αρνηθεί την πίστη του. Ο Διονύσιος, με πρωτοφανή ηρωισμό και παρρησία στηλίτευσε την ειδωλολατρική του πίστη, η οποία λατρεύει «θεούς» θηριώδεις, κακούργους και ανήθικους.
Μετά τη γενναία απολογία του, αποφασίστηκε η θανατική του καταδίκη. Να αποκεφαλισθεί μαζί με τους ηρωικούς ακολούθους του Ρουστικό και Ελευθέριο. Αλλά αφού έκοψαν την τίμια κεφαλή του έγινε το απροσδόκητο: Ο άγιος ακέφαλος έσκυψε, πήρε στα χέρια του το κεφάλι του και περπάτησε δύο μίλια, γεμίζοντας θαυμασμό τους δημίους του. Συνάντησε μια ευλαβή γυναίκα, ονόματι Κατούλα, στην οποία παρέδωσε την κεφαλή του. Εκείνη φρόντισε για την ταφή του Διονυσίου, καθώς και των άλλων δύο Μαρτύρων, κοντά στο Παρίσι. Η τιμία κάρα του βρίσκεται σήμερα στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου του Αγίου Όρους.
Η Μνήμη του αγίου Διονυσίου, μαζί με τους άλλους δύο Μάρτυρες, εορτάζεται στις 3 Οκτωβρίου.
Επ’ ονόματι του αγίου Διονυσίου εμφανίστηκαν τον 5ο μ. Χ. αιώνα περισπούδαστα συγγράμματα ύψιστης θεολογικής αξίας, τα οποία πολλοί τα αποδίδουν σε άλλον συγγραφέα. Πρόκειται για τα περίφημα «Αρεοπαγιτικά Συγγράμματα», τα οποία αποτέλεσαν τη βάση της μυστικής Θεολογίας της Εκκλησίας μας.