ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Ανάμεσα στους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας ξεχωρίζουν κάποιοι, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως οικουμενικοί διδάσκαλοι, διότι με το έργο τους σφράγισαν την πορεία της Εκκλησίας και καθόρισαν τα όρια της πίστεως σε ολόκληρη την οικουμένη. Ένας από αυτούς είναι ο άγιος Κυπριανός, επίσκοπος Καρχηδόνος.
Γεννήθηκε περί το 200 μ. Χ. στην πόλη της Καρχηδόνας της Βόρειας Αφρικής. Καταγόταν από αριστοκρατική ειδωλολατρική οικογένεια, η οποία του έδωσε λαμπρή εκπαίδευση. Σπούδασε ρητορική και φιλοσοφία και νωρίς άσκησε το επάγγελμα του δικανικού ρήτορα στην πατρίδα του.
Όμως δυστυχώς στα νεανικά του χρόνια έζησε αμαρτωλή ζωή ως έκφυλος και ειδωλολάτρης. Ασχολήθηκε μάλιστα και με τη μαγεία, η οποία ήταν διαδεδομένη την εποχή εκείνη στο χώρο των ειδωλολατρών. Αναδείχτηκε ξακουστός μάγος και για να συμπληρώσει τις μαγικές του γνώσεις μετέβη στην Αντιόχεια, όπου λειτουργούσε ονομαστή σχολή. Εκεί γνώρισε την όμορφη και πιστή χριστιανή Ιουστίνη, την οποία είχε ερωτευθεί και προσπαθούσε με τις μαγικές του τελετουργίες να την κατακτήσει. Όμως αυτό στάθηκε αδύνατο, διότι η δύναμη της πίστης και της προσευχής της ευσεβούς νέας, νίκησαν τις σκοτεινές δαιμονικές τεχνικές του μάγου Κυπριανού, ο οποίος απαρνήθηκε την πλάνη του και σπάσθηκε το Χριστιανισμό.
Στην πραγματικότητα η μεταστροφή του Κυπριανού συντελέσθηκε όταν γνώρισε έναν σπουδαίο άνδρα, τον άγιο Ιερώνυμο, ο οποίος έδωσε να καταλάβει στο μορφωμένο Κυπριανό ότι η ειδωλολατρία ήταν έργο του διαβόλου και πως το μέλλον της ανθρωπότητας ανήκε στο Χριστό. Άλλωστε έβλεπε και ο ίδιος τη δραματική κατάρρευση της ειδωλολατρίας και την αποδυνάμωση των αδίστακτων σκοταδιστικών ιερατείων της, παρ’ όλους τους διωγμούς που ασκούσε η ρωμαϊκή εξουσία στους Χριστιανούς εδώ και διακόσια χρόνια, χωρίς να μπορεί να σβήσει την πίστη τους.
Αφού κατηχήθηκε, έλαβε το άγιο Βάπτισμα το Μ. Σάββατο του 246, υποσχόμενος να αφιερωθεί στην Εκκλησία, ως κληρικός, και να εργασθεί για το Χριστό. Σύντομα χειροτονήθηκε διάκονος και αναχώρησε για την γενέτειρά του την Καρχηδόνα. Άρχισε να κηρύττει με θάρρος δημόσια τη χριστιανική πίστη, αψηφώντας τις φοβέρες των διωκτών, ώστε πλήθη ειδωλολατρών να μεταστρέφονται στον Χριστιανισμό. Το 247 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και ενέτεινε τον αγώνα του. Ο άμβωνας του ναού, που λειτουργούσε, σειόνταν από τα φλογερά του κηρύγματα!
Το 249 πέθανε ο επίσκοπος Δονάτος και ομόφωνα ο κλήρος και ο λαός της πόλεως εξέλεξε επίσκοπό της τον Κυπριανό. Άρχισε αμέσως το τιτάνιο έργο της ανασυγκροτήσεως της τοπικής εκκλησίας, η οποία δοκιμαζόταν σκληρά από τους απάνθρωπους διωγμούς. Την ίδια χρονιά ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο της Ρώμης ο Δέκιος, ένας θηριώδης άνθρωπος, ο οποίος ήταν και φοβερός δεισιδαίμων. Αδίστακτοι ιερείς των ειδώλων, εκμεταλλευόμενοι το πάθος του, τον έπεισαν ότι δήθεν οι «θεοί» απαιτούσαν καθολική λατρεία από όλους τους υπηκόους, για να χαρίζουν την ευμένεια τους στο κράτος και στον ίδιο. Από τα πρώτα διατάγματά του ήταν και αυτό της υποχρέωσης όλων των υπηκόων να προσφέρουν θυσία στους «θεούς». Οι Χριστιανοί αρνήθηκαν και γι’ αυτό εγέρθηκε ο χειρότερος ως τότε διωγμός εναντίον τους. Χιλιάδες πιστοί συλλαμβάνονταν και οδηγούνταν στα φρικτά βασανιστήρια για να αρνηθούν την πίστη τους και να θυσιάσουν στα είδωλα και τους
γελοίους και αλλόκοτους ειδωλολατρικούς «θεούς», χάνοντας τη ζωή τους.
Ο Κυπριανός κατέστη ο κυριότερος στόχος των ειδωλολατρών. Αναγκάστηκε να κρυφτεί κοντά στην Καρχηδόνα, από εκεί ποιμαίνοντας το λαό και εμψυχώνοντας τους ομολογητές της πίστης. Επέστρεψε το 251 μετά το θάνατο του Δέκιου. Όμως το 252 ξέσπασε νέος διωγμός στην Καρχηδόνα, ο οποίος συνοδεύτηκε από τρομερό λοιμό. Ο Κυπριανός έσωσε χιλιάδες χριστιανών και εθνικών με τους εράνους που διενεργούσε και το πολυπληθές σώμα χριστιανών εθελοντών της επισκοπής του.
Παράλληλα είχε ξεσπάσει μεγάλη διένεξη στους κόλπους της Εκκλησίας για την αντιμετώπιση όσων χριστιανών είχαν υποκύψει και είχαν θυσιάσει στα είδωλα. Κάποιοι δεν δέχονταν να τους συγχωρήσει η Εκκλησία και κάποιοι τους δέχονταν χωρίς συνέπειες. Ο Κυπριανός έδωσε τη λύση: να γίνονται δεκτοί ύστερα από ειλικρινή μετάνοια. Κλήθηκε ακόμα να αντιμετωπίσει τα σχίσματα της Εκκλησίας. Αποφάνθηκε πως η σωτηρία υπάρχει μόνο μέσα στην Εκκλησία και πως τα σχίσματα και οι αιρέσεις είναι εκτός της Εκκλησίας. Κλήθηκε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα όσων προέρχονταν από αιρετικούς ή σχισματικούς, αν έπρεπε να αναβαπτίζονται ή όχι. Υποστήριξε με σθένος τον αναβαπτισμό τους, διότι πίστευε πως δεν υπάρχει βάπτισμα έξω από την Εκκλησία, παρ’ όλο που ήρθε σε σύγκρουση με τον Πάπα Στέφανο, ο οποίος δεχόταν το βάπτισμα των αιρετικών και σχισματικών ως έγκυρο. Στήριξε την ενότητα της Εκκλησίας στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας υπό τον κανονικό επίσκοπο.
Το 256 εγέρθηκε νέος φοβερός διωγμός από τον Βαλεριανό. Ο Κυπριανός συνελήφθη και εξορίστηκε στην Κούρουβη. Ένα χρόνο μετά επανήλθε, αλλά ο ανθύπατος Γαλέριος τον συνέλαβε και τον υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια για να γίνει ειδωλολάτρης. Στο τέλος αποκεφαλίστηκε στις 14 Σεπτεμβρίου του 258, δίνοντας ο ίδιος 25 χρυσά νομίσματα στο δήμιο ως φιλοδώρημα, για την τιμή που του έκανε, να μαρτυρήσει για το Χριστό! Τιμάται η μνήμη του στις 2 Οκτωβρίου, μαζί με την παρθονομάρτυρα Ιουστίνη.
Ο άγιος Κυπριανός ανήκει στους μεγάλους Πατέρες και θεολόγους της Εκκλησίας μας και στις πιο φωτεινές μορφές της ιστορίας. Τη θεολογία του την επισφράγισαν δύο τοπικές σύνοδοι του 255 και του 256, ανάγοντάς την ως διδασκαλία της οικουμενικής Εκκλησίας. Υπήρξε εκπρόσωπος του νέου, εν Χριστώ, ανακαινισμένου κόσμου της αλήθειας και του φωτός, πληρώνοντας με τη ζωή του το μεγάλο τίμημα της μεταλλαγής του παλιού ζοφερού και εφιαλτικού κόσμου της πλάνης και της φθοράς.