Η Θεία Μεταμόρφωση είναι ένα από τα τελευταία και μεγαλύτερα θαυμαστά γεγονότα της επί γης παρουσία του Χριστού, κατά το οποίο φανερώθηκε στους μαθητές Του μέρος της θείας δόξης Του, «καθώς ηδύναντο», όπως αναφέρεται στην ευφρόσυνη ασματική ακολουθία της εορτής. Το συμβάν αυτό, όπως αναφέρουν τα Ιερά Ευαγγέλια, επισυνέβη λίγο πριν το πάθος του Κυρίου. Ήταν δε επιβεβλημένο να γίνει διότι έπρεπε η στενή ομάδα των τριών μαθητών Του (Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης), να γίνουν αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες της θείας δόξης. Να πεισθούν ότι ο Διδάσκαλός τους, τον οποίο ακολούθησαν και μαθήτευσαν τα τελευταία τρία χρόνια, δεν ήταν ένας από τους συνηθισμένους ραβίνους, που αναδεικνύονταν συχνά στην ιουδαϊκή κοινωνία, αλλά ο αναμενόμενος Μεσσίας. Και όχι μόνον αυτό: Να αποκολληθούν από την λαθεμένη ιουδαϊκή αντίληψη περί του Μεσσία, η οποία ήταν συνυφασμένη με κάποια εθνική αποκατάσταση του ιουδαϊκού λαού.
Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είναι ο σαρκωμένος Υιός και Λόγος του Θεού (Ιωάν.1,14), ο «ὢν απαύγασμα της δόξης και χαρακτὴρ της υποστάσεως αυτού, φέρων τε τα πάντα τω ρήματι τῆς δυνάμεως αὐτοῦ» (Εβρ.1,3). Για χάρη της ημετέρας σωτηρίας «ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλιπ.2,7), «καθαρισμὸν ποιησάμενος τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν» (Εβρ.1,3). Αυτή η ασύλληπτου μεγέθους κένωση αποτελεί την αποβολή της θείας δόξας, είναι η αυτοπαραίτησή Του από την θεία μεγαλειότητα, προκειμένου να καταστεί προσιτός στον άνθρωπο. Έγινε αληθινός άνθρωπος, «κεκοινώνηκε σαρκὸς καὶ αἵματος, καὶ αὐτὸς παραπλησίως μετέσχε τῶν αὐτῶν (των ανθρώπων), ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ' ἔστι τὸν διάβολον, καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας» (Εβρ.2,14). Για να το πραγματοποιήσει, «ὤφειλε κατὰ πάντα τοῖς ἀδελφοῖς ὁμοιωθῆναι» (Εβρ.2,17), δηλαδή να γίνει αληθινός άνθρωπος, προσλαμβάνοντας πραγματικά την ανθρώπινη φύση, ολόκληρη την ανθρωπότητα, για να είναι αληθινή και πραγματική η σωτηρία μας.
Το «κατά πάντα τοις αδελφοίς ομοιωθήναι» σημαίνει την αποβολή, η μάλλον, την απόκρυψη της θείας Του δόξας από τον πεπερασμένο άνθρωπο, να είναι και να φαίνεται άνθρωπος, διότι ο πεσμένος στην αμαρτία άνθρωπος ήταν ανίκανος για τη θέα του Θεού. Όπως διαβεβαίωσε ο Θεός στον προφήτη Μωυσή, δεν ήταν δυνατόν να φανερωθεί η δόξα Του σε κανέναν άνθρωπο. Όταν ο «Μωυσῆς εἰσῆλθεν εἰς τὸν γνόφον, οὗ ἦν ὁ Θεός» (Έξ.20,22), επάνω στο όρος Σινά, για να παραλάβει το Νόμο, ζήτησε από το Θεό να δει το πρόσωπό Του: «ἐμφάνισόν μοι σεαυτόν». Εκείνος όμως του αποκρίθηκε: «ἐγὼ παρελεύσομαι πρότερός σου τῇ δόξῃ μου καὶ καλέσω τῷ ὀνόματί μου … οὐ δυνήσῃ ἰδεῖν τὸ πρόσωπόν μου· οὐ γὰρ μὴ ἴδῃ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου καὶ ζήσεται» (Έξ.33,18-21). Του εξήγησε ότι ήταν αδύνατο να αντικρίσει τη δόξα Του, διότι θα πέθαινε πάραυτα. Το μόνο που του επέτρεψε ήταν να αντικρύσει «τα οπίσω» Του: «ἰδοὺ τόπος παρ᾿ ἐμοί, στήσῃ ἐπὶ τῆς πέτρας· ἡνίκα δ᾿ ἂν παρέλθῃ ἡ δόξα μου, καὶ θήσω σε εἰς ὀπὴν τῆς πέτρας καὶ σκεπάσω τῇ χειρί μου ἐπὶ σέ, ἕως ἂν παρέλθω· καὶ ἀφελῶ τὴν χεῖρα, καὶ τότε ὄψει τὰ ὀπίσω μου, τὸ δὲ πρόσωπόν μου οὐκ ὀφθήσεταί σοι» (Εξ.22,22-23). Ακόμα και ο λαός είχε τη συναίσθηση του απροσίτου του Θεού, αφού «πᾶς ὁ λαὸς ἑώρα τὴν φωνὴν καὶ τὰς λαμπάδας καὶ τὴν φωνὴν τῆς σάλπιγγος καὶ τὸ ὄρος τὸ καπνίζον·
φοβηθέντες δὲ πᾶς ὁ λαὸς ἔστησαν μακρόθεν. καὶ εἶπαν πρὸς Μωυσῆν· λάλησον σὺ ἡμῖν, καὶ μὴ λαλείτω πρὸς ἡμᾶς ὁ Θεός, μὴ ἀποθάνωμεν» (Εξ.20,18-19).
Σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας μας Αυτός που συνομιλούσε με τον Μωυσή στο όρος Σινά ήταν ο Υιός και Λόγος του Θεού, ως ο Άσαρκος Λόγος στην Παλαιά Διαθήκη. Αρνήθηκε να φανερώσει τη δόξα Του στον μέγιστο των προφητών και πιστό θεράποντά Του Μωυσή, διότι ο άνθρωπος, με την πτώση του, έχασε την ύψιστη δυνατότητα να έχει άμεση σχέση με το Δημιουργό του. Βαρύτατα τραυματισμένος από την αμαρτία, δεν μπορούσε να έχει άμεση επαφή με το Θεό. Οι σπάνιες εμφανίσεις του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη είναι σκιώδεις και καλυμμένες με πέπλα συμβολισμών.
Την ανθρώπινη αυτή αδυναμία θεράπευσε ο Θεός, στέλνοντας τον Υιό Του στον κόσμο, την εικόνα Του, διότι Αυτός «εστιν εικών του Θεού του αοράτου» (Κολ.1,15), ο Θεός εικονίζεται στο θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού. Με την ενσάρκωση του Λόγου δεν είναι πια ο αόρατος ο Θεός, αλλά ορατός, αφού, όπως μας διαβεβαίωσε ο Κύριος: «ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα» (Ιωάν.14,9). Είναι και αυτό ένα δείγμα της άμετρης αγάπης του Θεού για το ανθρώπινο γένος, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να είναι πια ορατός, στο θείο πρόσωπο του σαρκωμένου Υιού Του.
Αλλά όπως προαναφέραμε, οι άνθρωποι μπορούσαν να δουν μόνο την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Δεν ήταν σε θέση να Τον δουν ως Θεάνθρωπο. Δεν μπορούσαν να δουν την κρυμμένη θεία Του δόξα. Ήταν όμως αναγκαίο να φανερωθεί η θεία Του δόξα, λίγο πριν το πέρας της επί γης παρουσίας Του, στον περιορισμένο αριθμό των τριών μαθητών Του. Έπρεπε κάποιοι από τους ακολούθους Του και συνεχιστές του σωτηριώδους έργου Του να αποκτήσουν μια ελάχιστη εμπειρία της θεότητάς Του. Να γίνουν οι μάρτυρες της θεανθρωπότητάς Του. Να βεβαιώσουν, τόσο στους άλλους μαθητές Του, όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, ότι ο Διδάσκαλός τους δεν ήταν ένας από τους πολλούς ραβίνους, έστω ο τελειότερος, αλλά ο σαρκωμένος Θεός. Αυτό άλλωστε διαβεβαιώνει και ο αυτόπτης απόστολος Ιωάννης: «εθεασάμεθα την δοξαν αυτού, δόξαν πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιωάν.1,14) και ο απόστολος Πέτρος μας γνωρίζει ότι «επόπται γενηθέντες της εκείνου μεγαλειότητος » (Β΄ Πέτρου 1,16).
Η θέα της δόξης του Θεού δεν υπήρξε προνόμιο μόνο των μαθητών του Κυρίου, αλλά έδωσε σε όλους μας τη δυνατότητα να γίνουμε επόπτες της εκείνου μεγαλειότητας. Στο εξής ο κάθε άνθρωπος, εφόσον ντυθεί το Χριστό, δια του αγίου Βαπτίσματος, λάβει τη σφραγίδα και τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, ενωθεί οργανικά με τον Κύριο, διά των Ιερών Μυστηρίων και κύρια δια της Μεταλήψεως του Σώματος και του Αίματός Του και μορφωθεί σε αυτόν ο Χριστός (Ρωμ.8,29) δια του προσωπικού του αγώνα κατά του κακού και της αμαρτίας, μπορεί να έχει την εμπειρία του θαβωρίου θείου φωτός. Οι άγιοι της Εκκλησίας μας μαρτυρούν αυτή τη συγκλονιστική εμπειρία, ως το υπέρτερο στάδιο αγιότητας. Η ησυχαστική παράδοση, η οποία αποτελεί το αποκορύφωμα της ορθοδόξου πνευματικότητας, μαρτυρεί ακριβώς αυτή το συγκλονιστικό βίωμα των ακτίστων ενεργειών του Θεού.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο αιρετικός δυτικός χριστιανισμός, στόχευσε εναντίον της ενιαίας και αδιαίρετης Εκκλησίας, στη θέα του θείου φωτός, χαρακτηρίζοντας το θαβώριο φως ως ένα μετεωρολογικό φαινόμενο και την εμπειρία των ησυχαστών ως δαιμονική αυταπάτη! Φυσικά αυτό απορρέει από την σχολαστική κακοδοξία περί της γνώσεως της ουσίας του Θεού δια της ανθρώπινης λογικής και της ταυτίσεώς της με τις άκτιστες ενέργειές του. Αλλά, όπως σημειώνει ο Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος «Ενώ οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι ο Θεός έχει άκτιστη ουσία και άκτιστη ενέργεια και ότι ο Θεός έρχεται σε κοινωνία με την κτίση και τον άνθρωπο με την άκτιστη ενέργειά Του, εν τούτοις οι Παπικοί πιστεύουν ότι στον Θεό η άκτιστη ουσία ταυτίζεται με την άκτιστη ενέργειά Του (actus purus) και ότι ο Θεός επικοινωνεί με την φύση και τον άνθρωπο δια των κτιστών ενεργειών Του, δηλαδή ισχυρίζονται ότι στον Θεό υπάρχουν και κτιστές ενέργειες. Οπότε η Χάρη του Θεού δια της οποίας αγιάζεται ο άνθρωπος θεωρείτε ως κτιστή ενέργεια. Αλλά έτσι δεν μπορεί να αγιασθεί». Πρόκειται αναμφίβολα για σοβαρότατη κακοδοξία, η οποία έχει ολέθριες σωτηριολογικές προεκτάσεις, τις οποίες δε μπορούμε να αναπτύξουμε στο παρόν πόνημα.
Η μεταμόρφωσή του Χριστού στο όρος Θαβώρ ενώπιον των τριών κορυφαίων μαθητών Του, αποτελεί μέγα γεγονός για το έργο της σωτηρίας του κόσμου. Αποδεικνύει περίτρανα ότι ο Χριστός δεν είναι ένας από τους πάμπολλους ιδρυτές θρησκειών του κόσμου, ένας σπάνιος πνευματικός δάσκαλος, ένας μεγάλος κοινωνικός αναμορφωτής, ένας σοφός νομοθέτης, αλλά ο σαρκωμένος Θεός. Για τούτο και η σωτηρία μας είναι βεβαία. Με την θεία Μεταμόρφωση αποδεικνύεται περίτρανα ότι η σωτηρία μας δεν είναι απλά μια ηθική βελτίωση, όπως και πάλι πρεσβεύει ο παραφθαρμένος δυτικός χριστιανισμός, ούτε μια κάποια ευδαιμονιστική μεταθανάτια επιβίωση, αλλά μετοχή στη θεία δόξα, δηλαδή κατά χάριν θέωση! Ο αμέτρως αγαπών τον άνθρωπο Θεός μοιράζεται με αυτόν τη θεότητά Του! Αυτή είναι άλλωστε η πεμπτουσία του μεγάλου μυστηρίου της Θείας Ενανθρωπήσεως, η θέωση του ανθρώπου. Ο απόστολος Παύλος είναι σαφής: «ημείς δε οι πάντες», όσοι αποδεχτούμε τη δωρεά της εν Χριστώ απολυτρώσεώς μας, «ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι την αυτήν εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν, καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος» (Β΄Κορ.3,18). Όλοι οι πιστοί του Χριστού, ως «σύμμορφοι της εικόνος του Θεού» (Ρωμ.8,29), θα μεταμορφωθούμε και εμείς και θα συνδοξασθούμε με Αυτόν. Τόσο μεγάλο είναι το μέγεθος της φιλανθρωπίας του Θεού, ο Οποίος τόσο πολύ μας αγαπά, ώστε θέλει να μας χαρίσει μέρος της δικής Του δόξας, να μας καταστήσει συμβασιλείς Του στην ατέρμονη βασιλεία Του, να μοιραστεί μαζί μας το θρόνο της μεγαλοσύνης Του!