Ο Αιμιλιανός καταγόταν από το Δορύστολο της Θράκης (σημερινή Σιλίστρα Βουλγαρίας) και μαρτύρησε επί βασιλείας του βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη (361-363). Κατεχόμενος από χριστιανικό ζήλο, εισήλθε μία ημέρα σε κάποιο ειδωλολατρικό ναό και κατέστρεψε τα είδωλα. Κατόπιν παρουσιάσθηκε στον τοπικό ηγεμόνα και ανέλαβε την ευθύνη της πράξης του, για να μην κατηγορηθούν άδικα άλλοι άνθρωποι. Ο βυζαντινός αξιωματούχος διέταξε να συλληφθεί, να ξυλοκοπηθεί και στη συνέχεια να καεί ζωντανός.
Απολυτίκιο
Ως προσφορά και ολοκάρπωμα θείον, δια πυρός προσενέχθεις τω Δεσπότη, τοις όμβροις των χαρίτων σου ευφραίνεις νυν ημάς, πυρ γαρ το ουράνιον, τη ψυχή περιφερών, ώσπερ αύραν έφερες, την κατάφλεξιν Μάρτυς. Αλλά μη παύση πάντοτε φρουρείν, τους σε τιμώντας, Αιμιλιανέ ένδοξε.
Λαογραφία
Απέναντι από τις Σπέτσες στην πελοποννησιακή ακτή είναι χτισμένο το εκκλησάκι του Άι-Μιλιανού. Στη μνήμη του συγκεντρώνονται από τα γύρω μέρη με καΐκια και κάνουν λειτουργία, ιδιαίτερα οι ναυτικοί. Το θαλάσσιο στενό, στο μέρος που βρίσκεται το εκκλησάκι είναι δυσκολοπέραστο, γιατί σχηματίζεται ρεύμα. Σύμφωνα, λοιπόν, με την παράδοση, γνωστή και σήμερα στους Σπετσιώτες, το εκκλησάκι αυτό το έχτισε ένας έμπορος-ναυτικός που μετέφερε κρασιά στις Σπέτσες. Τέτοιος ήταν ο κίνδυνος που πέρασε στο μέρος εκείνο, ώστε, όταν γλύτωσε, έχτισε το εκκλησάκι με κρασί! Κατά την παράδοση, είδε έναν νέο στο κατάστρωμα της μπρατσέρας του, σαν Άγιο, που του έδωσε θάρρος και τον οδήγησε στο πλαϊνό λιμανάκι. Αργότερα, βρήκαν την εικόνα του Αγίου Αιμιλιανού στο σημείο όπου ο καπετάνιος έχτισε το εκκλησάκι.