Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει καμία ιστορική απόδειξη ότι ο άγιος Ιωάννης και ο Χριστός μαθήτευσαν στους Εσσαίους (ιουδαϊκή αίρεση με βάπτισμα, ευχαριστία, καθάρσεις, ποινές, έντονο ασκητικό χαρακτήρα και διαχωρισμό των ανθρώπων σε αγίους και βέβηλους).
Η θέση αυτή χρησιμοποιείται συνήθως για να χτυπήσει την πίστη στον Ιησού Χριστό ως Υιό και Λόγο του Θεού.
Άλλωστε, ενώ στους Εσσαίους ίσχυε ότι: α) όλα τα μέλη της κοινότητας προετοίμαζαν τον ερχομό δύο Μεσσιών και όχι ενός, β) υποτιμούσαν τις γυναίκες, γ) εξαφανίζεται η προσωπικότητα στα μέλη τους, δ) εφάρμοζαν αυστηρό τελετουργικό με πολύ συχνές πλύσεις – καθάρσεις και διατάξεις Σαββάτου, ε) ετοιμάζονταν για πνευματικό πόλεμο,στ) ήσαν σωβινιστές Ισραηλίτες, ζ) επικεντρώνονταν στο Μωυσή, η) ερμήνευαν αριθμολογικά τις Γραφές, θ) το βάπτισμά τους είχε μαγική σημασία και ι) η ευχαριστία τους είχε έννοια ειδωλολατρικής ιερής τελετής….
Εντελώς αντίθετα, στον κύκλο της πρώτης χριστιανικής κοινότητας και του Αγίου Ιωάννη: α) μόνο ο Ιωάννης αποκαλείται «βαπτιστής», βαπτίζει μεγάλα πλήθη θρησκευόμενων και προετοιμάζει την οδό τού ενός και μοναδικού Μεσσία, β) οι μαθητές του Κυρίου και η πρώτη Εκκλησία σέβονται απόλυτα τις γυναίκες, γ) διατηρούσαν τα ονόματα και την προσωπικότητα τους, δ) ζούσαν ελεύθερα, ε) δεν εφάρμοζαν αυστηρά το τυπικό και τις διατάξεις του Νόμου, στ) αγαπούσαν όλους τους λαούς χωρίς διακρίσεις, ζ) δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με τον Μωυσή, η) ούτε ερμήνευαν μυστικά τις Γραφές, θ) το βάπτισμα αφορούσε στη σωτηρία μέσω της πίστεως και ι) η Θεία Κοινωνία είναι Τράπεζα συνδεδεμένη με το υπερουράνιο θυσιαστήριο όπου παρατίθεται για τροφή ο ενανθρωπήσας Λόγος του Θεού (βλ. και «Ιωάννης ο Βαπτιστής βάσει των Πηγών», Γ.Σ. Γρατσέα, Αθ. 1968, σελ. 158-160, 182-200)
Κατά την απορριπτέα πίστη αποκρυφιστικων κύκλων, ο Ιησούς Χριστός ταξίδεψε μετά τα 12 χρόνια Του και πριν τα 30 Του, σε Ινδίες, Αίγυπτο, Θιβέτ, όπου και μαθήτευσε στη θεοσοφία και τον αποκρυφισμό.
Κάθε άλλο συνέβη ωστόσο:
α) Ο Ιησούς, αν και δωδεκαετής, άφησε άφωνους τους μορφωμένους νομοδιδασκάλους στο ναό της Ιερουσαλήμ, από την κατά Θεόν σοφία του, χωρίς να χρειάζεται γι’ αυτό να μαθητεύσει σε αποκρυφιστικά κέντρα της Ανατολής.
β) Το Ευαγγέλιο αναφέρει καθαρά ότι από 12 μέχρι 30 ετών, όταν δημόσια άρχισε το σωτηριώδες κήρυγμα του, «ην υποτασσόμενος» στον «Ιωσήφ και στη μητέρα του» (Λουκ. 2,51). Τον ονομάζουν μάλιστα «υιό τέκτονος» (Ματθ. 13,55) και «Ιησούς ο τέκτων» (Μαρκ. 6,3), πού σημαίνει ότι αναμφισβήτητα δούλευε μαζί με τον Ιωσήφ ως μαραγκός, αλλά και οικοδόμος, πριν τη δημόσια δράση του.
γ) Αν είχε πάει για σπουδές σε ανατολίτικα κέντρα θεοσοφίας, οι Γραμματείς και Φαρισαίοι θα το χρησιμοποιούσαν εναντίον του, παρουσιάζοντας στους οπαδούς Του τη δήθεν μαγική πηγή της δύναμης του, όταν ο Ιησούς επέμενε ότι θεράπευε με τη δύναμη του Πατρός Του.
δ) Οι συμπατριώτες του, όταν ο Χριστός επανειλημμένα θαυματουργούσε και κήρυττε, έλεγαν: «Πώς αυτός γνωρίζει τα ιερά γράμματα χωρίς να έχει σπουδάσει;» (Ίω. 7,15). Γνώριζαν καλύτερα βέβαια, από τους σύγχρονους αμαθείς άθεους και αποκρυφιστές ότι δεν είχε μεταβεί για σπουδές εκτός της φυσικής του πατρίδας (Πίστη και Λογική, Μανώλη Μελινού, Διαδρομή Α’, σελ. 81,82).
Τα θαύματα του Χριστού, πλανεμένα γράφουν κάποιοι, πώς ήταν αποτέλεσμα φυσικών βιολογικών δυνάμεων και όχι υπερφυσικά. Τα θαύματα είναι συστατικά στοιχεία των ευαγγελικών διηγήσεων και λάμβαναν χώρα σε αναφορά πάντοτε προς τον Θεό, η Τριαδική Χάρη του οποίου είναι ή αιτία της υπερφυσικής πραγματοποίησής τους.
Τα θαύματα του Χριστού προϋποθέτουν και βρίσκονται σε πλήρη συμφωνία με τη διδασκαλία του, την αλήθεια, αγάπη και ζωή, που παρέχει ο υπερουράνιος Πατέρας Του. Αν λοιπόν, ο Χριστός είχε συγκεκριμένη πηγή και περιεχόμενο διδασκαλίας και με διαφορετικό τρόπο, τελείως φυσικό ή μαγικό, επιτελούσε τα άπειρα θαύματα που έκανε στη διάρκεια της επίγειας διαμονής του, τότε θα ήταν… ο μεγαλύτερος δημαγωγός και βλάσφημος άνθρωπος της ιστορίας.
Επειδή, όμως, ο Ιησούς ήταν άγιος στη ζωή και στο έργο του και βρισκόταν σε τέλεια αρμονία με τη διδασκαλία του -η δε διδασκαλία και το κήρυγμα του υπήρξε το πλέον απαράμιλλο και το πλέον ανώτερο, πού ακούστηκε ποτέ από χείλη τόσο υπεύθυνου και συγκροτημένου (Θε)ανθρώπου- συμπεραίνει κανείς ότι τα θαύματα τα τελούσε με τη δύναμη της θεότητάς του και άρα ο τρόπος πραγματοποιήσεώς των ήταν υπερφυσικός.
Τις ψευτοθεραπείες του ειδωλολατρικού κόσμου χαρακτηρίζουν: η χρήση μαγικών τύπων, φαρμάκων και υπνωτισμού, η μυστικιστική ερμηνεία των ονείρων, η αλαζονεία του δήθεν θαυματουργού και η αναξιοπιστία των διηγήσεων, πρακτικές και ιδιότητες πού δεν συναντώνται στον Ιησού Χριστό (βλ. «Ψυχικαί Έρευναι» Γ, Αντ. Πισσάνου, έκδ. Πρόοδος, Αθ. 1975, σελ. 62,63 και Παν. Τρεμπέλα. όπου ανωτέρω, σελ. 493. 494, 497, 512, 513. 516-518).
Κανένας εξάλλου αποκρυφιστής δεν κατάφερε ποτέ να θεραπεύσει βλάβες οργάνων ανεπανόρθωτες (σαν τον τυφλό εκ γενετής π.χ. πού δεν είχε κόρες οφθαλμών και τον επί 38 χρόνια παράλυτο με φθορά των μελών του από την μακροχρόνια κατάκλιση), να υποτάξει τα στοιχεία της φύσεως (ειρήνευση της φουρτουνιασμένης θάλασσας και θαυμαστή αλιεία), να εκδιώξει δαιμόνια και να τα στέλνει στους χοίρους, να ανασταίνει νεκρούς (τον τετραήμερο Λάζαρο, αλλά και την κόρη του Ιαείρου και τον υιό της χήρας της Ναΐν), να χορταίνει χιλιάδες άτομα με λίγα ψωμιά και ψάρια και να ενεργεί τόσα άλλα θαύματα, όσα δεν θα χωρούσαν σε όλα τα βιβλία του κόσμου να γραφτούν (Ίω. 21,25) (βλ. «Πίστη και Λογική», Α’, Αθ. 1993 και «Απολογητικοί Μελέται Ε’», Παν. Τρεμπέλα).
Η διδασκαλία του Ιησού Χριστού υπήρξε κατά τη γνώμη άσχετων ερευνητων μυστικιστική και εσωτεριστική. Αντίθετα, η διδασκαλία του Κυρίου υπήρξε πάντοτε φανερή, αφορούσε στον Ένα Θεό, Πατέρα Παντοκράτορα, τον Ιησού Χριστό, τον Υιόν του, τον οποίον απέστειλε στον κόσμο, ‘ίνα ο κόσμος σωθεί δι’ αυτού’ και στον Παράκλητο -Πνεύμα, το ζωοποιόν τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος.
Η αγάπη υπήρξε η πρακτική, κατεξοχήν, διδασκαλία του Θεανθρώπου, χωρίς την οποία, και σε συνδυασμό με τη μετάνοια, ταπείνωση και την προσευχή, είναι κλειστή η οδός προς τη Βασιλεία των Ουρανών.
Αν το ευαγγέλιο της σωτηρίας, στο οποίο καλούσε ο Χριστός τους ανθρώπους, ήταν αποκρυφιστικό, θα τον είχαν κατηγορήσει οι εχθροί Του σαν μάγο και γητευτή στο Συνέδριο, βρίσκοντας πρόφαση για τη θανάτωση του, διότι η μαγεία, η μαντεία, η νεκρομαντεία, η οιωνοσκοπία, κ.λπ. τιμωρούνταν με τον δια λιθοβολισμού θάνατο (Λευϊτικόν 19,26 & 20-27- Ιερεμ. 34,9- Εξ. 22,18- Δανιήλ 2,27-28).
Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες τιμωρούσαν επίσης με ποινή θανάτου τη μαγεία («Στο Γιάννη Κορδάτο, οφειλόμενη απάντηση», π. Ευ. Κ. Μαντζουνέα, Αθ. 1983, σελ. 43,44). Αλλά και ο απ. Παύλος, ο θαυμάσιος αυτός κήρυκας και μέγιστος ιεραπόστολος, πού διακηρύσσει ότι ‘έχει Πνεύμα Θεού’ και ‘φέρει στο σώμα του τα στίγματα του Ιησού’, επιτίθεται με δριμύτητα εναντίον των Εθνικών Μυστηρίων, τα οποία ονομάζει ‘Τράπεζα δαιμονίων’ (Α’ Κορ. 10,19-21, αλλά και Β’ Κορ. 6,14 – Α’ Τιμ. 6,20).
Οι Ορθολογιστές ισχυρίζονται ότι ο Ιησούς δεν είχε συνείδηση της θεϊκής του υπόστασης και ότι δεν είναι Υιός του Θεού κατά φύσιν. O Χριστός είχε πλήρη συνείδηση της θεϊκής Του υπόστασης και αποστολής. Ο ίδιος αποκαλύπτει: «Πριν γεννηθεί ο Αβραάμ εγώ υπάρχω (όχι υπήρχα)» (Ίω. 8,58) και «Εγώ και ο Πατέρας είμαστε Ένα» (Ίω. 10,30). Στην παράκληση του Φιλίππου να τους δείξει τον Πατέρα, του επισημαίνει: «Τόσο καιρό είμαι μαζί σας Φίλιππε και δεν με γνώρισες; Εκείνος πού έχει δει εμένα, έχει δει τον Πατέρα» (Ιω. 14,9).
Στον Όρο της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου (Χαλκηδόνα 451 μ.Χ.) διατυπώνεται η πίστη της Εκκλησίας ότι στο Χριστό υπάρχουν δύο φύσεις, η θεία και η ανθρώπινη. Ως προς τη θεϊκή του φύση, ο Χριστός είναι ομοούσιος με το Θεό Πατέρα, είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, πού γεννήθηκε από τον Πατέρα προ πάντων των αιώνων.
Ως προς την ανθρώπινη φύση του είναι ομοούσιος με μας τους ανθρώπους, πλήρης και τέλειος άνθρωπος, χωρίς αμαρτία. Όμως, αν και ο σαρκωμένος Χριστός υφίσταται με δύο φύσεις, είναι ένα πρόσωπο, το πρόσωπο του Υιού και Λόγου του Θεού.