Στὴν ἀρχὴ μάλιστα τῆς ὁμιλίας του αὐτῆς ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Σήμερον, ἀγαπητοί, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς παρεδόθη (…) κλαῦσον δὲ πικρῶς, ἀλλὰ μὴ ὑπὲρ τοῦ παραδοθέντος Ἰησοῦ ἀλλ’ ὑπὲρ τοῦ προδότου Ἰούδα», διότι «ὁ μὲν παραδοθεὶς τὴν οἰκουμένην ἔσωσεν, ὁ δὲ προδοὺς τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἀπώλεσε».
Ἔτσι ὁ ἱερὸς Πατὴρ στρέφει τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ λόγου του στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰούδα καὶ στὶς συνθῆκες τῆς προδοσίας. Ὅσον ἀφορᾶ τὸν χρόνο ἐπισημαίνει: «Τότε πορευθεὶς εἷς τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Ἰούδας Ἰσκαριώτης, πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς εἶπε· Τί θέλετέ μοι δοῦναι, καὶ ἐγὼ ὑμῖν παραδώσω αὐτόν;» (Ματθ. κστ’ 14-15). Τί προηγεῖται τοῦ «τότε;» Ἡ μύρωση τοῦ Ἰησοῦ ὑπὸ τῆς πόρνης γυναικός! «Καὶ ὅτε ἡ πόρνη μετενόησεν, τότε ὁ μαθητὴς τὸν διδάσκαλον προέδωκεν», λέει ὁ Χρυσόστομος.
Καὶ δὲν μποροῦσε Ἐκεῖνος, λέει ὁ Χρυσόστομος, ποὺ εἵλκυσε τὴν πόρνη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία νὰ ἀποτρέψῃ καὶ τὸν μαθητὴ ἀπὸ τὴν προδοσία; Ἀσφαλῶς, μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι ὁ μαθητὴς ἀπὸ μόνος του πορεύθηκε πρὸς τοὺς ἀνόμους κριτὲς τοῦ Ἰησοῦ, «αὐτὸς ἀφ’ ἑαυτοῦ ἔτεκε τὸν δόλον, οὐκ ἀναγκασθεὶς οὐδὲ βιασθείς», ἑρμηνεύει καὶ πάλι ὁ θεόπνευστος Πατήρ. Ἀντιθέτως ἡ πόρνη ἐπεζήτησε καὶ κέρδισε τὴν σωτηρία της.
Ἐξ ἄλλου ὁ Ἰούδας δὲν ἦταν ἕνας ἁπλὸς μαθητής, ἀλλ’ «εἷς τῶν δώδεκα». Ἀνῆκε στὴν «δοκιμωτάτη τάξη» τῶν μαθητῶν, καθ’ ὅτι οἱ δώδεκα ἀπολάμβαναν μεγαλύτερη τιμὴ ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα ποὺ εἶχαν «τὰ δευτερεῖα», ὑπογραμμίζει καὶ πάλι ὁ Ἰωάννης.
«Ὁρᾶς ἀπὸ ποίου χοροῦ ἐξέπεσεν (ὁ Ἰούδας); ὁρᾶς ποίας διδασκαλίας κατεφρόνησεν; ὁρᾶς ὅσον κακόν ἔστιν ἡ ῥαθυμία καὶ ἡ ὀλιγωρία;» ἀναρωτιέται μὲ νόημα ὁ Χρυσόστομος. Δὲν ἀρκεῖ μόνον νὰ εἶσαι «ἐκλεκτός», ἀλλὰ χρειάζεται νὰ μεριμνᾶς παράλληλα καὶ νὰ ἀγωνίζεσαι νὰ διατηρηθῆς στὸ ὕψος τῆς ἀποστολῆς σου, κάτι ποὺ ἀσφαλῶς δὲν ἔπραξε ὁ Ἰούδας.
Ἀντιθέτως, ἀντὶ νὰ συμπορεύεται μὲ τοὺς ὑπολοίπους στὴν μέριμνα γιὰ τὴν προετοιμασία τοῦ Πάσχα [«ποῦ θέλεις ἑτοιμάσωμέν σοι φαγεῖν τὸ πάσχα» (Ματθ. κστ’ 17)], αὐτὸς ἔσπευδε νὰ κάνῃ δόλιες συμφωνίες, μὲ ἀντικείμενο συναλλαγῆς τὸν ἴδιο του τὸν Διδάσκαλο: «τί θέλετέ μοι δοῦναι, κἀγὼ ὑμῖν παραδώσω Αὐτόν;»
«Ὦ τῆς μιαρᾶς φωνῆς! (…) Ταῦτά σε ἐπαίδευσεν ὁ Χριστός, εἰπέ μοι!» ἀναφωνεῖ ὁ Χρυσορρήμων καὶ συνεχίζει: «ἀντί τίνος παραδίδως τὸν διδάσκαλον; ὅτι σοι παρέδωκεν τὴν ἐξουσίαν τῶν δαιμόνων; ὅτι νοσήματα λύειν ἐποίησεν; ὅτι λέπρας καθαίρειν; ὅτι νεκροὺς ἀνιστᾶν; ἀντὶ τούτων τῶν εὐεργεσιῶν ταύτας δίδως τὰς ἀμοιβάς;»
«Ὦ τῆς ἀπονοίας (τῆς ἀπογνώσεως)! μᾶλλον δέ, ὦ τῆς φιλαργυρίας! Ὅρα πόσα ἐξέβαλεν ἐκ τῆς ψυχῆς τοῦ Ἰούδα: τὰ θαύματα, τὴν διδασκαλίαν, τὴν νουθεσίαν, τὴν κοινωνίαν τὴν ἐν τῆ τραπέζῃ, πάντα εἰς λήθην ἐνέβαλεν ἡ φιλαργυρία».
Βεβαίως, κατὰ τὸν Χρυσόστομο, δὲν εἶναι μόνον ἡ φιλαργυρία, τὸ «παλαιόν» πάθος τοῦ Ἰούδα, ἡ αἰτία γιὰ τὴν ἐπαίσχυντη πράξη τῆς προδοσίας τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ πρὸ πάντων ἡ προαίρεση: «αὕτη πάντων αἰτία καὶ τῶν ἀγαθῶν καὶ τῶν κακῶν».
Ὁ Ἰούδας, ὅπως εἴδαμε, δὲν πιέστηκε νὰ ἀπεμπολήσῃ τὸν διδάσκαλό Του. Ὁ Σατανὰς «εἰσῆλθε εἰς ἐκεῖνον», διότι βρῆκε πρόσφορο ἔδαφος μέσα στὴν μιαρή του ψυχή, καὶ ἐνήργησε σταδιακὰ μέχρι τὴν τελικὴ προδοσία καὶ τὴν αὐτοχειρία του. Ἐξ ἄλλου ὁ ἴδιος ὁ Κύριος προέβλεψε τὶς τραγικὲς συνέπειες τῆς αὐτονομήσεως τοῦ Ἰούδα: «οὐαὶ τῶ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι’ οὗ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται» (Ματθ. κστ’ 24).
Παρὰ τὸ γεγονός, βεβαίως, ὅτι ὁ Χριστὸς ὡς Θεὸς γνώριζε ποιόν «ἔτρεφε» στὸν κύκλο Του, ἐν τούτοις τοῦ ἔδειξε ἀγάπη καὶ ἔλεος καὶ τοῦ ἔδωσε εὐκαιρίες νὰ ἀποφύγῃ τὴν βδελυρὴ προδοσία, ἔστω καὶ τὴν ὕστατη στιγμή.
Πρῶτον, κατὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, «ἐσθιόντων αὐτῶν εἶπεν: ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με» (ὅ.π. 22). Αὐτὸ δὲν τὸ εἶπε, ἀσφαλῶς, γιὰ τοὺς ἄλλους μαθητὲς ἀλλὰ γιὰ τὸν «προδότη» Ἰούδα («ὑμεῖς καθαροί ἐστέ, ἀλλ’ οὐχὶ πάντες», Ἰωάν. ιγ’ 11), πού, σημειωτέον, οὐδέποτε ἀναφέρεται στοὺς Εὐαγγελιστὲς μ’ αὐτὴν τὴν προσωνυμία (μόνον στὴν ὑμνολογία), χάρη στὸ ὕψος τῆς ἀγαθότητος τοῦ Κυρίου!
Ἡ στάση αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἄκρως παιδαγωγικὴ ἀλλὰ καὶ βαθιὰ ἀγαπητική. Ὁ Κύριος λέγοντας «εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με» (ὅ.π.), «ἐταράχθη» καὶ πόνεσε. Γιατί ἐταράχθη; «ἰδὼν τὴν ὑπερβάλλουσαν ἀγνωμοσύνην καὶ τὴν μανίαν τοῦ μαθητοῦ καὶ ἐπελεῶν αὐτόν»! Καὶ μάλιστα, συνεχίζει ὁ Χρυσόστομος, ὁ Κύριος «καὶ μέχρι τῆς αὐτοῦ προδοσίας οὐκ ἐπαύετο τῆς τοῦ μαθητοῦ διορθώσεως προνοούμενος». Ἐκεῖνος, ὅμως, ὁ δύσμοιρος «οὐκ ᾐσθάνετο εἰς οἷον κρημνὸν ἑαυτὸν ὠθῶν».
Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ μεγάλο δράμα τοῦ Ἰούδα. Εἶχε τόσο πολὺ καταληφθῆ ἀπὸ τὸ πάθος του, ποὺ τόλμησε νὰ ρωτήσῃ ὑποκριτικά: «μήτι ἐγὼ εἰμί, ραββί;» Ἔτσι ἔχασε τὴν εὐκαιρία γιὰ διόρθωση. Γι’ αὐτό, ἀμέσως μετὰ ἀπὸ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, καὶ πάλι «εἰσῆλθεν εἰς αὐτὸν ὁ Σατανᾶς», γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσῃ στὴν ἐπιτέλεση τοῦ τελευταίου μέρους τοῦ σχεδίου του.
Πολλὲς «θεωρίες» ἔχουν διατυπωθῆ γιὰ τὸ ποιὸν τοῦ Ἰούδα, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὅτι ἦταν σκληρόκαρδος, καθ’ ὅτι Ἰουδαῖος -ὁ μοναδικὸς Ἰουδαῖος μαθητὴς τοῦ Κυρίου-, ὅτι ἀπογοητεύτηκε, ἐπειδὴ δὲν βρῆκε ἐπίγειο Μεσσία, ὅπως περίμενε, ὅτι γι’ αὐτὸ φθόνησε στὴν συνέχεια τὸν Κύριο. Ὅλες αὐτὲς ἔχουν τὴν βασιμότητά των, καμμία ὡστόσο δὲν εἶναι τόσο ἐπαρκής, ὅσο ἡ θεωρία τοῦ Χρυσοστόμου περὶ προαιρέσεως.
Ἡ διαφορά του ἀπὸ τοὺς ὐπολοίπους ὀφείλεται, κατὰ τὸν Χρυσόστομο, στὴν «ἐπιλογή». Οἱ ὑπόλοιποι, οἱ ἕνδεκα, ἐπιλέγουν νὰ μείνουν μὲ τὸν Κύριο κατὰ τὶς δύσκολες αὐτὲς ὧρες, νὰ τὸν συντροφεύσουν, νὰ τοῦ συμπαρασταθοῦν, ὡς ἀληθινοὶ «φίλοι», ὅπως τοὺς θεωρεῖ ὁ Χριστός. Ὁ Ἰούδας, «ὁ εἷς τῶν δώδεκα» ἐπιλέγει νὰ φύγῃ «μέσα στὴν νύχτα» καὶ νὰ δράσῃ μέσα στὸ σκοτάδι.
Γι’ αὐτὸ λοιπὸν ὁ Χρυσόστομος ἀναρωτᾶται: «Εἶδες μαθητήν; Εἶδες μαθητάς;» Καὶ συνεχίζει: «Τῶν αὐτῶν ἀπέλαυσαν κἀκεῖνος καὶ οὗτοι θαυμάτων, τῶν αὐτῶν διδαγμάτων, τῆς αὐτῆς ἐξουσίας».
Ἐκεῖνοι, «οἱ ἔνδοξοι μαθηταί», «ἐν τῶ νιπτῆρι τοῦ δείπνου ἐφωτίζοντο», τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ αὐτός, «ὁ δυσσεβής», «ἐσκοτίζετο» ἀπὸ τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας. Καὶ οἱ ἕντεκα καὶ ὁ ἕνας μὲ τὸ ἴδιο πρόσωπο κοινωνοῦσαν, μὲ τὸν Χριστό. Ὅμως οἱ ἕντεκα γίνονται δεκτικοὶ τοῦ φωτός, τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ὁ ἕνας δὲν ἀφήνει τὸ φῶς νὰ τὸν καταυγάσῃ ἀλλὰ προτιμάει νὰ πνιγῆ μέσα στὸ σκοτάδι. Καὶ παραμένει μέχρι τέλους δοῦλος τοῦ σκότους, δόλιος καὶ ἀμετανόητος.
Ἑπομένως, γιὰ νὰ μὴν βυθιστοῦμε καὶ ἐμεῖς στὰ σύγχρονα πηκτὰ σκοτάδια γύρω μας, δὲν ἔχομε παρὰ νὰ καθαρίζωμε διαρκῶς τὸ ἔσοπτρο τῆς ψυχῆς μας, ὥστε νὰ δέχεται τὶς ἀκτῖνες τοῦ φωτός-Χριστοῦ. Ἀντλῶντας συνεχῶς καὶ πάντοτε ἀπὸ τὴν πηγή τοῦ φωτὸς καὶ παραμένοντας ἑνωμένοι μαζί Του καὶ μεταξύ μας, ὡς δέσμες φωτός, ὄχι μόνον θὰ λάμπωμε καὶ θὰ ἀκτινοβολοῦμε φῶς ἀπὸ τὸ φῶς Του, ἀλλὰ θὰ παραμένωμε καὶ ἄνω στημένοι, ὅπως τὸ φῶς!
Ἔτσι καὶ μόνον ἔτσι δὲν θὰ χάσωμε οὔτε ἐφέτος τὴν εὐκαιρία νὰ ἀπολαύσωμε τὴν πλούσια πνευματικὴ τράπεζα ποὺ προσφέρει ὁ Κύριος σὲ ὅλους τοὺς πιστοὺς καὶ εἰλικρινῶς μετανοοῦντες φίλους Του, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τὸν ἅπαντα αἰῶνα. Ἀμήν. Γένοιτο!