Ἀλλὰ ποιές εἶναι αὐτές; Ἡ πίστη, ἡ προσευχή, ἡ ἐξομολόγηση, ἡ μετάνοια. Αὐτές, ὅμως, τὶς διέθεταν καὶ οἱ μωρὲς παρθένες, ἀλλὰ δὲν κατάφεραν τελικὰ νὰ εἰσέλθουν στὸν οὐράνιο νυμφῶνα. Γιατί; Διότι δὲν διέθεταν ἔλαιο.
Καὶ γιὰ λίγο λάδι ἔχασαν τὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν; Οἱ Πατέρες ἑρμηνεύουν ὅτι τὸ «ἔλαιον» συμβολίζει τὰ ἔργα ἀγάπης, τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴν προσφορὰ στὸν ἐμπερίστατο ἀδελφό. Ὁ Χρυσόστομος, μάλιστα, θεωρεῖ τὴν ἐλεημοσύνη «βασίλισσα τῶν ἀρετῶν», ποὺ ἔχει τὴν δύναμη κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως νὰ μᾶς ἐξαιρέσῃ ἀπὸ τὴν τιμωρία, «κἄν μυρία ὦμεν πεπλημμεληκότες» (PG 55, 517- 518).
Νά, γιατί οἱ πέντε παρθένες ἐκλήθησαν μωρές. Διότι, ἐὰν καὶ διέθεταν τὴν καθόλου εὐκαταφρόνητη ἀρετὴ τῆς παρθενίας, ἐνῶ εἶχαν ἁγνίσει μὲ ἐπιμέλεια τὰ σώματά των, δὲν εἶχαν μεριμνήσει μὲ τὴν ἴδια προθυμία καὶ γιὰ «τὸ κοινωνικὸν τῆς ψυχῆς ἔλαιον». Τὴν ὥρα, λοιπόν, ποὺ κατέφθανε ὁ Νυμφίος, ἐκεῖνες δὲν εἶχαν «ἱκανὸ ἔλαιον» στὰ ἀγγεῖα τῆς ψυχῆς των, δὲν διέθεταν ἀρκετὰ ἔργα ἀγάπης, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀκούσουν ἐκεῖνο τὸ φοβερὸ «οὐκ οἶδα ὑμᾶς» (Ματθ. κε’ 12) καὶ νὰ μείνουν ἐκτὸς τῆς Βασιλείας.
Συνεπῶς, ἐπισημαίνουν οἱ Πατέρες, καὶ μάλιστα ὁ Χρυσόστομος, μόνον ὁ συνδυασμὸς τῆς παρθενίας μὲ τὴν ἐλεημοσύνη εἶναι σωστικός, διότι ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἀπείρως ἀνώτερη τῆς παρθενίας, καὶ ἂς μὴν εἶναι ἡ δεύτερη καθόλου εὔκολο νὰ ἀποκτηθῆ. Ὁ ἴδιος, ἐξ ἄλλου, Θεὸς ποὺ εἶπε «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου» εἶπε καὶ «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Ματθ. κβ’ 37-39). Ἄλλωστε, στὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κρίσεως, τὸ ἴδιο αὐτὸ στοιχεῖο, τὸ ἔλεος, ἀποτελεῖ καθοριστικὸ κριτήριο γιὰ τὴν σωτηρία μας: «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε (τὸ ἔλεος) ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. κε’46).
Ἑπομένως, ὁ Κύριος δὲν «τιμωρεῖ» τὶς πέντε παρθένες, διότι δὲν εἶχαν ἔλαιο, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀμέλειά των, διότι δὲν φρόντισαν νὰ ἀποκτήσουν ἐγκαίρως, ἐνῶ ἤξεραν, ὡς παρθένες ἀσκήτριες ποὺ ἦταν, ὅτι χρειαζόταν νὰ εἶναι ἕτοιμες «τὴν ὥραν τοῦ τέλους» νὰ ὑποδεχθοῦν τὸν Νυμφίο των. Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο οἱ ἄλλες πέντε φρόνιμες παρθένες δὲν δανείζουν ἀπὸ τὸ ἔλαιό των αὐτὴν τὴν ὕστατη στιγμή, διότι δὲν εἶναι «καιρὸς ἐμπορίας ἀλλ’ ἐπάθλων», καιρὸς ἑπομένως ἐπιβραβεύσεως γιὰ τὶς ἀρετὲς καὶ ὄχι καιρὸς ἀγορᾶς ἐλαίου, δηλαδὴ ἀποκτήσεως ἀρετῶν!
Ἔτσι καὶ ἡ περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς εἶναι «καιρὸς εὐπρόσδεκτος», ἡ κατάλληλη περίοδος νὰ ἐργαστοῦμε γιὰ τὴν σωτηρία μας. Τώρα, μάλιστα, ποὺ βρισκόμαστε στὴν τελικὴ εὐθεῖα ἂς δράξωμε πάλι τὴν εὐκαιρία νὰ ἀξιοποιήσωμε ὁποιοδήποτε χάρισμα μᾶς ἐμπιστεύτηκε ὁ Κύριος.
Ἂς μὴν κρατήσωμε κρυφό, μόνον γιὰ τὸν ἑαυτό μας, οὔτε νὰ θάψωμε τὸ τάλαντο τῆς χάριτος ποὺ μᾶς δάνεισε ὁ Κύριος, ἀλλὰ «ἂς τὸ δανείσωμε μὲ τὴν σειρά μας στοὺς φτωχούς», ὥστε νὰ ἀποκτήσωμε «φίλον τὸν Κύριον», διότι «ὁ ἐλεῶν πτωχόν δανείζει Θεῷ». Ἐξ ἄλλου, ὁ ἀγαθὸς Θεὸς ἀποδίδει πάντοτε μὲ τόκο καὶ «πολλαπλασίως» ὅ τι προσφέρεται μὲ προθυμία καὶ ἱλαρότητα.
Ἐὰν θέλωμε, ἑπομένως, νὰ συμμετάσχωμε στὴν χαρὰ τοῦ Κυρίου μας καὶ νὰ γίνωμε συνδαιτυμόνες στὸ οὐράνιο τραπέζι τῆς Βασιλείας Του, δὲν ἔχομε παρὰ νὰ ἀκολουθήσωμε τὸ παράδειγμα τῶν φρονίμων παρθένων, ποὺ ἐργάστηκαν ὄχι μόνον γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῶν προσωπικῶν ἀλλὰ καὶ τῶν κοινωνικῶν ἀρετῶν καὶ μάλιστα «δι’ ἔργων ἀγαθῶν». Ἔτσι, τὴν κατάλληλη στιγμή, ἔδειξαν τὸ σωστὸ καὶ ἔγκυρο πιστοποιητικό, αὐτὸ τῆς ἐλεημοσύνης καὶ τῆς φιλαδελφίας, ποὺ τοὺς ἄνοιξε διάπλατα τὶς πύλες τοῦ αἰωνίου Νυμφῶνος, τοῦ Ὁποίου εἴθε καὶ ἐμεῖς νὰ ἀξιωθοῦμε «διὰ τὸ μέγα Του ἔλεος»!