Γεννήθηκε στη Ρώμη επί των διαδόχων του Μ. Θεοδοσίου. Οι γονείς του ήσαν ενάρετοι άνθρωποι, διέθεταν μεγάλη περιουσία και διακρίνονταν για την αρετή της ελεημοσύνης. Η επιμονή των γονέων του οδήγησε τον Όσιο στον έγγαμο βίο, τον οποίο όμως εγκατέλειψε, με τη σύμφωνη γνώμη της συζύγου του. Παίρνοντας τα αναγκαία υλικά αγαθά μαζί του, έφυγε κρυφά για την Έδεσσα της Συρίας, όπου για 17 χρόνια έζησε ασκητικά, προσευχόμενος και μελετώντας το λόγο του Θεού και μη παραλείποντας την πρόνοια για τους φτωχούς.
Ακολούθως, επέστρεψε στη Ρώμη, όπου συνάντησε τους γονείς του και τη σύζυγό του και έζησε κοντά τους για άλλα 17 χρόνια, χωρίς να αποκαλύψει την ταυτότητά του. Κατά το διάστημα αυτό, δεν έπαυσε να διακονεί τους συνανθρώπους του και να προσεύχεται αδιάλειπτα, με αγάπη και σωφροσύνη.
Το προσωνύμιο «Άνθρωπος του Θεού», δόθηκε στον Αλέξιο κατά θαυμαστό τρόπο από τον ίδιο το Θεό, ο οποίος πληροφόρησε τον επίσκοπο Ρώμης Ιννοκέντιο, κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας και ενώπιον πολλών μαρτύρων, για την κοίμηση του μοναχού Αλέξιου, που θα συνέβαινε την επόμενη μέρα. Οι συγγενείς του πληροφορήθηκαν την ταυτότητά του, μέσω σημειώματος, που είχε φυλαγμένο στη ζώνη του και είχε ο ίδιος ετοιμάσει, όταν από τον Κύριο έλαβε την πληροφορία για την επερχόμενη αναχώρησή του από τα εγκόσμια στα ουράνια.