Καὶ εἶναι τόσο ἀντιπροσωπευτικὴ τῆς περιπέτειας ὅλων τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ περιγραφὴ αὐτή, καὶ τόσο ἀληθινοὶ καὶ διαχρονικοὶ οἱ πρωταγωνιστές της, ὥστε δικαίως εἰπώθηκε ὅτι, ἀκόμη καὶ ἐὰν χανόταν ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο καὶ σωζόταν μόνον αὐτὴ ἡ περικοπή, θὰ ἦταν ἀπὸ μόνη της ἐπαρκής, γιὰ νὰ δώσῃ τὸ μήνυμα τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου.
Ποιό εἶναι αὐτό; Εἶναι τὸ ἐξαιρετικὰ αἰσιόδοξο καὶ ἐλπιδοφόρο μήνυμα ὅτι καὶ ὁ ἄσωτος, ὁ κάθε ἄσωτος, μπορεῖ νὰ σωθῇ, ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσῃ καὶ νὰ μετανοήσῃ. Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται τὸ μεγαλεῖο τοῦ φιλεύσπλαγχνου πατρός. Μόλις βλέπει τὸν ἄσωτο υἱό του νὰ ἐπιστρέφῃ μετανοημένος, δὲν ζητάει ἐξηγήσεις γιὰ τὴν ἀσωτία του, οὔτε τὸν μαλώνει γιὰ τὴν παρεκτροπή του. Γνωρίζει, βεβαίως, ὁ στοργικὸς πατέρας ἀλλὰ καὶ καλὸς καρδιογνώστης, Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος ἐτάζει (=ἐξετάζει, διερευνᾶ) νεφροὺς καὶ καρδίας, ὅτι ὁ υἱός του εἶναι πληγωμένος ἀπὸ τὶς δυσκολίες ποὺ συνάντησε, ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὴν προδοσία τῶν φίλων, ἐξουθενωμένος ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία καὶ τὴν ἀποστασία, καὶ τὸ μόνο ποὺ χρειάζεται εἶναι ἡ ἀποδοχή, ἡ ἀνοιχτὴ καὶ ζεστὴ ἀγκαλιὰ ποὺ τόσο στερήθηκε, ἡ ἀγάπη ποὺ τόσο τοῦ ἔλλειψε μακρυὰ ἀπὸ τὸν πατέρα.
Ἔχομε καὶ ἄλλοτε πεῖ ὅτι οἱ πρῶτες ἑβδομάδες τοῦ Τριῳδίου εἶναι προπαρασκευαστικὲς γιὰ τὴν εἰσαγωγὴ στὸ κυρίως «σῶμα», τὴν Μεγάλη Σαρακοστή. Πράγματι, τὸΤριῴδιο ὁμοιάζει στὴν διάταξή του μὲ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ποὺ εἶναι τριμερές. Ἔχει καὶ αὐτό, ὅπως τὸ σῶμα, τὰ ἄκρα, -τὶς τέσσερις πρῶτες Κυριακές-, τὸν κορμό, -τὶς ἕξι ἑβδομάδες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς-, καὶ τὴν κεφαλή, -τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα-, ποὺ ὁδηγεῖ μέσα ἀπὸ τὴν ἀποκορύφωση, τὴν σταύρωση καὶ τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ, στὴν ζωηφόρο Ἀνάστασή Του.
Οἱ δύο πρῶτες, λοιπόν, Κυριακὲς τοῦ Τριῳδίου εἶναι Κυριακὲς πορείας. Τὴν πρώτη Κυριακὴ ὁ Τελώνης καὶ ὁ Φαρισαῖος «ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι», ἀλλὰ μόνον ὁ ἕνας ἐξ αὐτῶν, ὁ τελώνης, «κατέβη δεδικαιωμένος». Τί σχέση ἔχει ὁ τελώνης μὲ τὸν ἄσωτο τῆς δεύτερης Κυριακῆς τοῦ Τριῳδίου; Ὁ πρῶτος ἄνοιξε τὸ Τριῴδιο μὲ τὴν ταπείνωση, ὅπως ἀναφέραμε σὲ προηγούμενο ἄρθρο μας, ὁ δεύτερος πορεύθηκε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς πρὸς τὸν πατέρα, ἐπίσης μὲ ταπείνωση καὶ μετάνοια.
Ἀνάβαση, κατάβαση, πορεία. Γιὰ νὰ φθάσωμε στὴν κορυφή, στὴν ἀνάσταση, χρειάζεται νὰ ξεκινήσωμε ἀπὸ τὴν βάση καὶ σιγὰ σιγὰ νὰ ἀνέλθωμε. Τὰ ἄκρα, καὶ μάλιστα τὰ πόδια, εἶναι ἐκεῖνα ποὺ κινητοποιοῦν τὸ ὑπόλοιπο σῶμα καὶ συγχρόνως τὸ στηρίζουν. Ὅπως ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματος εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένα τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο, ἔτσι καὶ οἱ Κυριακὲς τοῦ Τριῳδίου εἶναι ὀργανικὰ δεμένες μεταξύ των, ἀπὸ ἀπόψεως περιεχομένου.
Ἐξ ἄλλου οἱ τὰ πάντα καλῶς διαταξάμενοι Πατέρες ἅρμοσαν ἔτσι τὰ «μέλη» τοῦ «σώματος τοῦ Τριῳδίου», ὥστε τὸ κάθε προηγούμενο μέλος νὰ δίνῃ τὴν σκυτάλη στὸ ἑπόμενο, κ.ο.κ. Ἡ ταπείνωση λοιπὸν τοῦ τελώνου εἶναι προπαρασκευαστικὴ ἀρετή, χωρὶς τὴν ὁποία ἀδυνατεῖ νὰ ὁδηγηθῆ κάποιος στὴν μετάνοια ποὺ ἐπιδεικνύει τελικὰ ὁ ἄσωτος. Ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄσωτος παίρνει τὴν ἀπόφαση νὰ ἐπιστρέψῃ στὸν οἶκο τοῦ πατρός του («ἀναστὰς πορεύσομαι»), ἀφοῦ πρῶτα ἔχει ταπεινωθῆ ἀρκετά, ὥστε νὰ μὴν τρέφῃ ἀξιώσεις νὰ γίνῃ δεκτὸς ἀπὸ αὐτὸν παρὰ μόνον ὡς «ἕνας τῶν μισθίων» του.
Φανταστῆτε ὅμως νὰ μὴν ταπεινωνόταν ὁ ἄσωτος καὶ νὰ μὴν ἔτρωγε ξυλοκέρατα, ὥστε νὰ ἀναγκαστῆ νὰ θυμηθῆ πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός του περισσεύουσιν ἄρτων, ἐνῶ αὐτὸς λιμῷ ἀπόλλυται. Δὲν θὰ ἐρχόταν ποτὲ «εἰς ἑαυτόν» καὶ δὲν θὰ ἔπαιρνε ποτὲ τὴν ἀπόφαση γιὰ ἐπιστροφή. Θὰ μοῦ πῆτε καὶ ἄλλοι ἄσωτοι μπορεῖ νὰ πάρουν τὴν ἀπόφαση γιὰ ἐπιστροφὴ ἀλλὰ τὸ ζήτημα εἶναι τί βρίσκουν ὅταν γυρίζουν! Βρίσκουν ἕναν πατέρα ἢ μιὰν μάνα νὰ τοὺς περιμένῃ μὲ ἀνοικτὲς ἀγκάλες ἢ μήπως γυρίζουν σὲ διαλυμένα σπίτια καὶ ἀντὶ γιὰ θαλπωρὴ συναντοῦν παγερὴ ἀδιαφορία; Καὶ τότε πιὰ κυλοῦν καὶ πάλι στὸν βοῦρκο μὲ μεγαλύτερη ἀπόγνωση!
Ὁ ἄσωτος, ὅμως, τοῦ Εὐαγγελίου διατηροῦσε βαθιὰ μέσα του τὴν ἀνάμνηση τῆς προτέρας ἀρχοντιᾶς. Ἔτσι ἔκανε τὸ πρῶτο βῆμα μετανοίας: συνειδητοποίησε τὴν ἀνωτερότητα τοῦ προηγουμένου βίου καὶ ἔνοιωσε καλύτερα τὸν δικό του ξεπεσμό. Ἡ ἀρχὴ εἶχε γίνει. Τὸ δεύτερο βῆμα ἦταν εὐκολώτερο, ἡ ἀπόφαση γιὰ ἐπιστροφή: «ἀναστὰς πορεύσομαι». Ὅταν ἔχουν γίνει τὰ δύο προηγούμενα βήματα, τὸ τρίτο βῆμα ἔρχεται ὡς φυσικὸ ἐπακόλουθο, ἡ συντριβὴ καὶ ἡ εἰλικρινὴς μετάνοια: «πάτερ, (…) ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου…ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου». Ὁποία ταπείνωση! Αὐτός, ἕνα πρώην βασιλόπουλο, δέχεται νὰ γίνῃ ἕνας «δοῦλος» τοῦ πατρός του, ἕνας κοινὸς ὑπηρέτης.
Ἀλλὰ καὶ πόσο φοβερὸ αὐτὸ ποὺ ἀκολουθεῖ! Τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἄσωτος ἀνακοινώνει τὴν ταπεινωτική του ἀπόφαση νὰ ὑποδουλωθῆ στὸν πατέρα, ὁ πατέρας τὸν ἐξυψώνει, ἀποκαθιστῶντας τον στὸν θρόνο τοῦ υἱοῦ καὶ δίνοντάς του πάλι τὰ βασιλικὰ διαπιστευτήρια: «τὴν στολὴν τὴν πρώτην», «τὸν δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας». Αὐτὸ εἶναι τὸ τέταρτο καὶ σημαντικώτερο βῆμα μετανοίας ποὺ ἐπισφραγίζει ὅλα τὰ προηγούμενα: ἡ πορεία σὲ νέο δρόμο, μὲ νέα ὑποδήματα, ὄχι πλέον τῆς ἀσωτίας ἀλλὰ τῆς σωτηρίας.
Αὐτὴ ἡ σωτηρία τοῦ χαρίστηκε βεβαίως ὡς δῶρο ἀπὸ τὸν πατέρα, ποὺ τὸ ἀποδέχεται ὅμως ὁ ἄσωτος οἰκειοθελῶς καὶ τὸ ἔχει κερδίσει καὶ μὲ τὴν δική του προσπάθεια. Μεγάλη πράγματι ἐπιτυχία, ἕνα ἀληθινὸ θαῦμα, νὰ εἶναι κανεὶς ἄσωτος (ἄσωστος), «νεκρός» καὶ «ἀπολωλός» καὶ νὰ ἀναζῆ καὶ νὰ ἀνασταίνεται! Ποιός δὲν θὰ χαιρόταν μὲ τὴν μεγάλη αὐτὴν χαρά; Ποιός δὲν θὰ ἤθελε νὰ συμμετάσχῃ στὸ ἑορταστικὸ αὐτὸ δεῖπνο ποὺ προσφέρει ὁ πατέρας γιὰ τὴν ἀνέλπιστη –γιὰ τοὺς ἄλλους, ὄχι γιὰ τὸν ἴδιο- ἐπιστροφὴ τοῦ παιδιοῦ του;
Καὶ ὅμως ὁ μεγάλος υἱὸς ὄχι μόνον δὲν χαίρεται ἀλλὰ ὀργίζεται κιόλας. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ τιμᾶ ὁ πατέρας τὸν ἄσωτο υἱό του, αὐτὸν ποὺ κατέφαγε τὸν βίον μετὰ πορνῶν, θυσιάζοντας, μάλιστα, τὸν μόσχο τὸν σιτευτό; Μεγάλο τὸ πρόβλημα τοῦ μεγάλου ἀδελφοῦ. Δὲν μπορεῖ νὰ χαρῆ μὲ τὴν κοινὴ χαρά. Δὲν πανηγυρίζει μὲ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀδελφοῦ του. Νοιώθει ὅτι ὁ πατέρας τὸν ὑποτιμᾶ, αὐτὸν ποὺ τοῦ δούλεψε «τοσαῦτα ἔτη».
Τί κοινὸ ἔχει ὁ μεγάλος ἀδελφὸς μὲ τὸν Φαρισαῖο τῆς περασμένης Κυριακῆς; Καὶ ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος θεωροῦν τὸν ἑαυτό των ἀνώτερο καὶ περιφρονοῦν τοὺς κατὰ κόσμο ἀπαξιωμένους, τοὺς τελῶνες καὶ τοὺς ἀσώτους. Δὲν μποροῦν νὰ χωνέψουν πῶς ἕνας κύριος, στὴν προκειμένη περίπτωση ὁ πατέρας, μπορεῖ νὰ συντρώγῃ καὶ νὰ συμπίῃ μὲ τελῶνες, πόρνες καὶ ἀσώτους! Ἀδιανόητο γιὰ τὸν δικό τους καθωσπρεπισμὸ καὶ γιὰ τὴν δική των δικαιοσύνη. Ἄλλο ὅμως τὸ μέτρο τῆς θείας δικαιοσύνης καὶ ματαία (;) ἡ προσπάθεια τοῦ πατρὸς νὰ πείσῃ τὸν μεγάλο του γιό, «τὸν υἱὸ τῆς κληρονομίας» του, νὰ χαρῆ καὶ νὰ εὐφρανθῆ μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ πεπτωκότος ἀδελφοῦ του.
Ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, μὲ ποιόν ἀπὸ τοὺς δύο ἀδελφοὺς ἐπιλέγομε νὰ ὁμοιάσωμε; Μὲ τὸν ἄσωτο υἱὸ ποὺ ὅμως τελικὰ σώζεται, χάρη στὴν ταπείνωση καὶ στὴν μετάνοιά του, ἢ μήπως μὲ τὸν ἀκοινώνητο μεγάλο ἀδελφό, ὁ ὁποῖος «οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν» στὸ κοινὸ δεῖπνο, γιὰ μὴν μολυνθῆ ἀπὸ τὸν ἄσωτο;
Ἐὰν θέλωμε, πάντως, νὰ γευθοῦμε τὰ ἀγαθὰ τῆς αἰωνίου καὶ κοινῆς Βασιλείας τοῦ πατρός, ἂς ἀγωνιστοῦμε νὰ ταπεινωνώμαστε καὶ νὰ μετανοοῦμε εἰλικρινῶς, ὅπως ὁ ἄσωτος υἱός, γιὰ νὰ εὕρωμε σωτηρία καὶ ἔλεος παρὰ τοῦ μόνου ἀγαθοῦ καὶ ἐλεήμονος κοινοῦ πατρὸς τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Γένοιτο!