Ἔχουμε ἀναφερθῆ σὲ παλαιότερο ἄρθρο μας στὰ «Παράδοξα τῆς Κοιμήσεως» τῆς Θεοτόκου, πῶς δηλαδὴ ἕνα γεγονὸς θλίψεως, πόνου καὶ ὀδύνης, ὅπως εἶναι ἡ Κοίμηση, μετατρέπεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας σὲ ποίημα χαρᾶς καὶ μάλιστα ἀγαλλιάσεως, καθ’ ὅτι ὁ «θάνατος» τῆς Παναγίας εἶναι μετάσταση «ἐκ τοῦ θανάτου πρὸς τὴν ζωήν» καὶ μάλιστα «ἀπὸ τῶν λυπηροτέρων εἰς τὰ χρηστότερα καὶ θυμηδέστερα καὶ ἀνάπαυσις καὶ χαρά» (ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία τῆς Γονυκλισίας).
Πράγματι, ὁ ἐτήσιος λειτουργικὸς κύκλος τῆς Ἐκκλησίας μας ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν ζωηφόρο μετάσταση τῆς Παναγίας μας καὶ ἀρχίζει ἐκ νέου μὲ τὴν ἐλπιδοφόρο γέννησή της: «Σήμερον τῆς παγκοσμίου χαρᾶς τὰ προοίμια﮲ σήμερον ἔπνευσαν αὗραι σωτηρίας προάγγελοι».
Σὲ τί ἔγκειται ὅμως τὸ παράδοξο τῆς Γεννήσεως τῆς Ὑπεραγίας καὶ Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου; «Ἐν τῇ γεννήσει σου, Κόρη, (…) καὶ τῶν φυσάντων τὸ λυπηρὸν τῆς ἀτεκνίας διέλυσας ὄνειδος καὶ τῆς προμήτορος Εὔας τὴν ἐν τῷ τίκτειν κατάραν» (Ἐξαποστειλάριο ἑορτῆς). Διπλὰ θαυμαστό, λοιπόν, τὸ γεγονὸς τῆς Γεννήσεως τῆς Θεομήτορος. Ἀπὸ τὴν μιά, λύεται ἡ ντροπὴ («ὄνειδος») καὶ ἡ λύπη τῶν γονέων της, ἐξ αἰτίας τῆς ἀτεκνίας των, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη λύεται ἡ κατάρα τῆς προμήτορος Εὔας «ἐν τῷ τίκτειν», μὲ τὸν τόκο τῆς Θεοτόκου, μὲ τὴν γέννηση, δηλαδή, τοῦ Σωτῆρος. Καὶ αὐτὴ ἡ δεύτερη χαρά, ἡ διάλυση τῆς κατάρας ποὺ συνώδευε ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος, λόγῳ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, εἶναι πολὺ εὐρύτερη καὶ πολὺ πιὸ λυτρωτικὴ ἀπὸ τὴν χαρὰ τῶν γονέων της﮲ εἶναι «παγκόσμιος χαρά», διότι ἀπὸ τὴν νέα Εὔα, τὴν Παναγία, θὰ ἀνατείλῃ ἐπιτέλους ἡ σωτηρία γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.
Πῶς, λοιπόν, νὰ μὴν ἑορτάζῃ καὶ νὰ μὴν πανηγυρίζῃ κανεὶς τὸ Γενέθλιο τῆς «παγκοσμίου δόξης», τῆς Παρθένου Μαρίας; Γι’ αὐτὸ ὁ ὑμνωδὸς ψάλλει: «Ἡ Γέννησίς σου, Θεοτόκε, χαρὰν ἐμήνυσεν πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ. ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, Χριστὸς ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ λύσας τὴν κατάραν καὶ δοὺς τὴν εὐ-λογίαν, ὁ καταργήσας τὸν θάνατον καὶ δωρησάμενος ἡμῖν ζωὴν τὴν αἰώνιον».
Ἀντιστοίχως, ὅπως στοὺς Αἴνους τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως ὁ ὑμνογράφος παρουσιάζει τὰ παράδοξα τοῦ θαύματος τῆς μεταστάσεως «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν», ἔτσι καὶ τώρα, στοὺς Αἴνους τῆς ἑορτῆς τοῦ Γενεσίου, ὁ ὑμνογράφος ἀναφωνεῖ καὶ πάλι: «Ὦ τοῦ παραδόξου θαύματος», διότι ἀφ’ ἑνὸς μὲν «ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς», ἡ Παρθένος, «ἐκ τῆς στείρας τίκτεται», ἀφ’ ἑτέρου δὲ «ἡ θεοδόχος Κόρη, τοῦ Θεοῦ τὸ σκήνωμα, τὸ πανάγιον ὄρος (τῶν ἀρετῶν) ἡμῖν δεδώρηται».
Πόσο εὐγνώμονες, ἀλήθεια, νὰ εἴμαστε στὸν ἀγαθὸ Θεὸ ποὺ μᾶς δώρισε τὸν εὐλογημένο αὐτὸν καρπὸ τῆς χάριτος, τὴν Κεχαριτωμένη Κόρη, «τὸ θεῖον ἀπάνθισμα», «τὸ ἔμψυχον παλάτιον τῆς δόξης τοῦ Κυρίου εἰς κοινὴν εὐφροσύνην καὶ χαρὰν καὶ σωτηρίαν τῶν ψυχῶν»! Ἐκεῖνοι, βεβαίως, ποὺ αἰσθάνονται ἀκόμη πιὸ εὐγνώμονες γιὰ τὸ «θεῖον δῶρον», μὲ τὸ ὁποῖο τοὺς τίμησε καὶ τοὺς ἀντέμειψε ὁ Κύριος γιὰ τὸν εὐλαβῆ καὶ προσευχητικὸ βίο των καὶ τὴν ἀγαθοεργὸ πολιτεία των, εἶναι οἱ δίκαιοι γονεῖς τῆς Παναγίας, ὁ Ἰωακείμ, τοῦ ὁποίου «οὐκέτι τὰ δῶρα ἀποστρέφονται» καὶ ἡ Ἄννα, τῆς ὁποίας «ὁ θρῆνος εἰς χαρὰν μετεβλήθη». «Στήλη σωφροσύνης ἔμψυχος καὶ λαμπρὸν δοχεῖον ἀποστῖλβον χάριτι» ἀναδείχθηκε, κατὰ τὸν ὐμνογράφο, «ἡ εὐκλεὴς Ἄννα», τῆς ὁποίας ἀκόμα καὶ τὸ ὄνομα σημαίνει «χάρις Θεοῦ».
Ἡ χαριτωμένη, λοιπόν, πρώην στεῖρα Ἄννα τίκτει «τὴν πρόδρομον τῆς χάριτος», τὴν Παρθένο Μαρία, «τὴν πασῶν τῶν γενεῶν προεκλεχθεῖσαν εἰς ἐκπλήρωσιν τῆς θείας οἰκονομίας, δι’ ἧς ἐτέχθη ὁ Χριστὸς καὶ ἀνεπλάσθημεν οἱ γηγενεῖς καὶ ἀνεκαινίσθημεν ἐκ τῆς φθορᾶς πρὸς ζωὴν τὴν ἄ-ληκτον».
Ἀπορεῖ, λοιπόν, ὁ ὑμνογράφος καὶ ἐξίσταται καὶ ἀναλογίζεται σίγουρα σὲ ποιό γςγονὸς νὰ δώσῃ μεγαλύτερη ἔμφαση, τῆς χαρᾶς τῶν προπατόρων, γιὰ τὸ δῶρο τῆς τεκνογονίας, ἤ τῆς δικῆς μας χαρᾶς, ὅλων τῶν ἀνθρώπων, γιὰ τὸ δῶρο τῆς σωτηρίας; Καὶ ἐπειδὴ ἀδυνατεῖ νὰ σταθμίσῃ ποιά χαρὰ εἶναι μεγαλύτερη, ἀφοῦ καὶ οἱ δύο εἶναι πρωτόγνωρες καὶ ἀπροσμέτρητες, γι’ αὐτὸ συμπλέκει στὸν ὕμνο του τὶς δύο μεγάλες αὐτὲς χαρές: «σήμερον στειρωτικαὶ πύλαι ἀνοίγονται, σήμερον καρπογονεῖν ἡ χάρις ἀπάρχεται…». Καὶ ἀλλοῦ: «ἐξ ἀσπόρου ῥίζης φυτὸν ζωηφόρον ἐβλάστησεν ἡμῖν», «ἐξ ἀγόνου τεχθεῖσα μητρὸς (ἡ Παναγία) ἔτεκε ὑπὲρ φύσιν τὸν ἁπάντων Θεόν».
Στὰ παραπάνω λόγια τοῦ ὑμνογράφου δὲν ξέρομε, ἀλήθεια, οὔτε ἐμεῖς τί νὰ πρωτοθαυμάσωμε: τὸ ὕψος τοῦ πνεύματος τοῦ δημιουργοῦ, τὸ βάθος τῶν νοημάτων ἤ μήπως τὸν πλοῦτο τοῦ λόγου καὶ τὴν ὑπέροχη γλῶσσα; Μᾶλλον συνδυασμὸ ὅλων ἐπιτυγχάνει ἄριστα ὁ θεοφώτιστος ὑμνουργός.
Ἐκεῖ, ὅμως, ποὺ ὁ ὑμνογράφος μᾶς καλεῖ πλέον ὅλους μαζὶ νὰ συνεορτάσωμε εἶναι στὸ ὑπέροχο Δοξαστικὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ: «Δεῦτε ἅπαντες πιστοὶ πρὸς τὴν Παρθένον δράμωμεν. ἰδοὺ γὰρ γεννᾶται τὸ τῆς παρθενίας κειμήλιον, (…) ὁ ναὸς ὁ ἅγιος, τὸ τῆς θεότητος δοχεῖον, τὸ παρθενικὸν ὄργανον, ὁ βασιλικὸς θάλαμος, ἐν ᾧ ἐτελεσιουργήθη τὸ παράδοξον μυστήριον τῆς ἀπορρήτου ἑνώσεως τῶν συνελθουσῶν ἐπὶ Χριστοῦ φύσεων.» Λὲς καὶ ὁ ὑμνογράφος ἔχει βάλει, σ’ αὐτὸ τὸ τροπάριο, ὅλη του τὴν τέχνη νὰ παρουσιάσῃ τὸ παράδοξο, πράγματι, μυστήριο τῆς ἑνώσεως μέσα στὴν παρθενικὴ γαστέρα «τῶν συνελθουσῶν ἐπὶ Χριστοῦ φύσεων»!
Δὲν ἔχομε, ἑπομένως, παρὰ νὰ ἀνταποκριθοῦμε καὶ ἐμεῖς στὸ συλλογικό του κάλεσμα καὶ νὰ πανηγυρίσωμε, διότι «σήμερον γεννᾶται τῆς κατάρας ἡ ἀναίρεσις, τῆς εὐ-λογίας ἡ ἀντίδοσις, τῆς ζωῆς ἡμῶν ἡ πρόξενος», καὶ νὰ παρακαλέσωμε συγχρόνως τὴν μητέρα τοῦ Θεοῦ, τὴν γλυκιά μας Παναγία, «δι’ ἧς τὰ ἐπίγεια τοῖς οὐρανίοις συνάπτεται εἰς σωτηρίαν ἡμῶν» νὰ αἰτεῖται πάντοτε «τὴν εἰρήνην καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος». Γένοιτο! Χρόνια πολλά!