Να σας πω ένα γεγονός, για να δείτε τι βάρος μπορεί να σηκώσει η υπακοή. Μου το είπε ο π. Χαράλαμπος ο υποτακτικός του γέρο Ιωσήφ, που έγινε μετά ηγούμενος στου Διονυσίου το μοναστήρι. Μία μέρα είχαν εργασίες οικοδομικές και δούλευαν ώρες ολόκληρες. Ήταν δύσκολα τότες τα πράγματα. Όλα στην πλάτη τα κουβαλούσαν. Κάποια στιγμή ακούστηκε η κόρνα από το καΐκι στον αρσανά. Έδινε έτσι σήμα ότι έχουμε πράγματα. Ο γέροντας κατέβασε το κεφαλάκι του. Ήξερε ότι τους είχαν στείλει ένα βαρέλι λάδι. Δυσκολεύτηκε. Σε ποιόν να πει να το ανεβάσει, που ήταν όλοι σκοτωμένοι από το διακόνημα; Βλέπει ο παπά Χαραλάμπης τον γέροντα και τρέχει.
«Τι έχεις γέροντα;».
«Τι να έχω: Βρήκε την ώρα ο ευλογημένος να φέρει το λάδι; Ντρέπομαι, τέκνον. Είστε όλοι πεθαμένοι από τη δουλεία. Ποιος να σηκώσει τέτοια ώρα τόσες οκάδες;».
«Γι’ αυτό στεναχωριέσαι, γέροντα; Δώσε μου την ευχή σου και έφυγα».
«Τι λες, παιδί μου; Αυτό είναι ασήκωτο. Δεν θα τα καταφέρεις».
«Δώσε μου ευχή γέροντα, να φύγω».
«Την ευχή της Παναγίας, τέκνον. Την ευχή της Παναγίας μας και την δική μου. Αφού το επιθυμεί η ψυχή σου, πήγαινε».
Είδες, ψυχή θέλει η υπακοή. Ψυχή και ευχή.
Παίρνει λοιπόν ένα σκοινί ο π. Χαραλάμπης και τρέχει στον αρσανά. Γονατίζει, δένει το βαρέλι στην πλάτη. Κάνει να σηκωθεί, τα γόνατα λύγισαν. Που να περπατήσει. Σαν μεθυσμένος, να πούμε, πήγαινε, μια από εδώ και μια από εκεί. Λέει με το λογισμό:
«Δεν τα παρατάω. Αφού μου έδωσε ευχή ο γέροντας, δεν τα παρατάω μέχρις να πέσω κάτω».
Κοίταξε τώρα. Ο καλός λογισμός σε συνδέει, τρόπον τινά, με την προσευχή. Ο κακός λογισμός, σε απομακρύνει από την προσευχή. Αφού αυτά σκεφτόταν, λέει: «Παναγία μου, δι’ ευχών του γέροντά μου, βοήθησέ με». Εεε, τι ήταν να το πει. Κάθε βήμα και πιο ελαφρύ γινόταν το βαρέλι, μέχρι που έφτασε να μην το νιώθει καθόλου στην πλάτη του. Αισθανόταν, βρε παιδί μου, ότι κάποιος βοηθούσε, ότι κάποιος σήκωνε το βάρος, ότι κάποιος τον έσπρωχνε ελαφρά. Από τον αρσανά μέχρι τα καλυβάκια είναι, με το μουλάρι, όχι με τα πόδια, δύο ολόκληρες ώρες. Εκείνος, ο ευλογημένος, λιγότερο από μία ώρα έκανε. Μόλις έφτασε πάνω, βάζει μετάνοια στον μακαρίτη τον γέροντα και του λέει τα καθέκαστα:
«Γέροντα, το και το….».
Ο γέροντας με δάκρυα στα μάτια του είπε:
«Τέκνον γλυκύτατο, σπλάχνο της ψυχής μου. Από την ώρα που έφυγες έκανα κομποσκοίνι. Εσύ ήσουν στην υπακοή και εγώ στην προσευχή. Πώς να μη σηκώσει το βάρος ο Θεός;». Αυτή είναι η αλήθεια. Εσύ μόνο υπακοή κάνεις και ο Χριστός σηκώνει το βάρος σου. Έτσι γίνεται και το φορτίο σου ελαφρύ.
Απόσπασματα απ' το βιβλίο του Πατρός Σπυρίδωνα Βασιλάκου ''Έλα Φώς'' Συνάντηση με τον Όσιο Εφραίμ Κατουνακιώτη