Το καλύτερο απ’ όλα είναι να σωπαίνουμε. Δεν χρειάζεται εμείς πολύ να σκεφτόμαστε. Ο Κύριος ξέρει, προνοεί πόσο μπορούμε να αντέξουμε. Ποιό βάρος στεναχώριας μπορούμε να σηκώσουμε.
Σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει αμέσως να πλησιάσουμε τον Κύριο, ο όποιος είναι για μας, σαν το ζεστό σπίτι μας τον χειμώνα. Να σιωπούμε. Καλό είναι να σιωπούμε, επειδή αμέσως δεν μπορούμε να νικήσουμε το κύμα των δύσκολων σκέψεων και της στεναχώριας.
Συχνά μας έρχονται σκέψεις για το μέλλον μας πού είναι γεμάτο ανασφάλεια. Αναρωτιόμαστε: «Πώς θα τελειώσουμε αυτή τη δουλειά, πώς θα λυθεί αυτό το πρόβλημα;
Γι’ αυτό είναι καλό να σιωπούμε, να ηρεμούμε και να απασχολούμε με κάτι το νου μας.
Επειδή ο νους μας έχει συνηθίσει να πλανιέται παντού, γι’ αυτό πρέπει να του δίνουμε μια καλή απασχόληση. Ή απασχόληση αυτή είναι η προσευχή.
Έτσι σταδιακά μαθαίνουμε να προσευχόμαστε και η προσευχή γίνεται συνήθειά μας.
Όπως και κάθε άλλη δουλειά την οποία έχουμε συνηθίσει να την κάνουμε, έτσι μαθαίνουμε και να προσευχόμαστε. Και αφού η προσευχή γίνει συνήθειά μας μετά από κάποιο χρονικό διάστημα προσευχόμαστε χωρίς να σκεφτόμαστε. Όπως με κάθε απλή δουλειά πού έχουμε συνηθίσει να κάνουμε. Τα χέρια μας εργάζονται και η δουλειά τελειώνει. Έτσι συμβαίνει και με την προσευχή. Σιγά, σιγά η προσευχή γίνεται συνήθεια.
Σιγά, σιγά γίνεται εσωτερική προσευχή. Τότε και η καρδιά μας ασταμάτητα προσεύχεται.
Και όταν ο Κύριος βλέπει την προσπάθειά μας, βλέπει πώς Τον αναζητούμε με όλη την καρδιά μας και θέλουμε να είμαστε μαζί Του ένα, τότε αμέσως Αυτός μάς δίνει την ευλογία και τη Δύναμή Του.