«Ὦ τοῦ παραδόξου θαύματος· ἀπιστία πίστιν βεβαίαν ἐγέννησεν». Πραγματικὰ θαυμαστὸς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ ἔγινε πρόξενος βεβαίας πίστεως!
Πῶς μπορεῖ ἀλήθεια νὰ συμβῆ αὐτό; Εἶναι ποτὲ δυνατὸν ἀπὸ τὴν ἀπιστία νὰ προκύψῃ πίστη καὶ μάλιστα βεβαία; «Πάντα δυνατὰ τῶ πιστεύοντι», θὰ σπεύσῃ νὰ ἀπαντήσῃ κάποιος. Ὅμως ὁ Θωμᾶς περιγράφεται ὡς ἄπιστος, ὄχι ὡς πιστός, μέχρι τοὐλάχιστον νὰ λάβῃ τὶς ἀποδείξεις ποὺ ζητοῦσε. «Πάντα δυνατὰ τῶ Κυρίω, τῷ ἐργαζομένῳ διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων», θὰ ἀπαντήση κάποιος ἄλλος καὶ ἡ ἀπάντησή του θὰ εἶναι ἀσφαλῶς πιὸ στοχευμένη.
Πράγματι ὁ Κύριος ἐργάζεται βάσει σχεδίου πρὸς ὄφελος τῆς δικῆς μας σωτηρίας. Ὅταν ἐμφανίστηκε τὴν πρώτη φορὰ στοὺς μαθητές «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων», «τότε ὁ Θωμᾶς οἰκονομικῶς οὐχ εὑρέθη μετ’ αὐτῶν».
Ἐὰν ὁ Θωμᾶς ἦταν παρών, δὲν θὰ ἀμφέβαλε, καὶ ἐὰν δὲν ἀμφέβαλε, δὲν θὰ ζητοῦσε νὰ ψηλαφήσῃ τὸν Κύριο, καὶ ἐὰν ὁ Κύριος δὲν τοῦ ἔδινε αὐτὴν τὴν δυνατότητα τῆς ἔρευνας, τότε δὲν θὰ ἀναφωνοῦσε «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Ἔτσι, οὔτε ἐμεῖς θὰ διδασκόμασταν ἀπὸ τὴν δική του ὁμολογία, ὥστε νὰ ὁμολογοῦμε μὲ τὴν σειρά μας «ὁ Κύριός μας καὶ ὁ Θεός μας»!
Ἡ ἀπιστία λοιπὸν τοῦ Θωμᾶ γέννησε τὴν βεβαία πίστη. Μὲ τὸν τρόπο του ὁ Θωμᾶς «ἐθεολόγει», «ἐγνώρισε τὸν σαρκωθέντα Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ ὡς πεπονθότα σαρκί καὶ ἐκήρυξε τὸν Ἀναστάντα Θεόν».
Πράγματι, ἐκεῖνος ποὺ «τόλμησε» νὰ ζητήσῃ ἀποδείξεις γιὰ «τὴν ἄπιστη πίστη» του ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς θερμότερους κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου καὶ μάλιστα στὴν μακρυνὴ Ἰνδία! Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ κηρύξῃ στοὺς ἀνθρώπους ὅσα θαυμαστὰ εἶδε κοντὰ στὸν διδάσκαλό Του καὶ νὰ πείσῃ τοὺς ἀπίστους νὰ πιστεύσουν, ἐὰν ὁ ἴδιος πρῶτα δὲν εἶχε πειστῆ;
Νά γιατὶ ὁ ἀγαθὸς Κύριος δείχνει συγκατάβαση γιὰ τὴν «καλὴ ἀπιστία» τοῦ Θωμᾶ καὶ ὄχι μόνον δὲν τὸν ἐμποδίζει νὰ ἱκανοποιήσῃ τὴν «περιέργειά» του ἀλλὰ τὸν ἐνθαρρύνει κιόλας: «δεῦρο ψηλάφησον τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας μου καὶ τὴν ἀκήρατον μου πλευράν»!
Εἶναι τέτοιο τὸ μέγεθος τῆς φιλανθρωπίας Του, ὥστε νὰ δέχεται «ὑπὸ Ἰουδαίων ραπιζόμενος, ὑπὸ ἀποστόλων ψηλαφώμενος», ἀκόμα καὶ «ὑπὸ τῶν ἀθετούντων αὐτὸν πολυπραγμονούμενος». Δὲν ταπεινώνεται ὁ Κύριος οὔτε ἀπαξιώνεται, ὅταν καταπιάνονται μαζί Του οἱ κάθε λογῆς ἀθετοῦντες. Ἀντιθέτως, μάλιστα! Τὸ γεγονὸς ἄλλωστε ὅτι πολυπραγμονοῦν, ὅτι ἀσχολοῦνται «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως» μὲ τὸ πρόσωπό Του, ἀποτελεῖ τρανὴ ἀπόδειξη ὅτι ἀναγνωρίζουν τὴν ἀξία Του, καὶ ἄς μὴν θέλουν οἱ ἴδιοι νὰ τὸ παραδεχθοῦν!
Τελικὰ ὁ Θωμᾶς, καθὼς φαίνεται, δὲν χρειάστηκε νὰ ψηλαφήσῃ τὸν Κύριο, παρ’ ὄτι ὁ Ἴδιος τὸν κάλεσε: «ὡς θέλεις, ψηλάφησον». Ἐκεῖνος ποὺ θεράπευε τὰ σώματα καὶ τὶς ψυχὲς τῶν ἄλλων στεκόταν τώρα μπροστά του, φέροντας πάνω Του ζωντανὰ καὶ ἀνεξίτηλα τὰ σημάδια τοῦ Σταυροῦ καὶ συγχρόνως διαπιστευτήρια τῆς Ἀναστάσεώς Του!
Ὁ Θωμᾶς δὲν χρειάζεται πλέον ἀποδείξεις. Ἡ ὁμολογία του «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» ἰσοδυναμεῖ μὲ ὁμολογία τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου.
Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος «χαίρει ἐρευνώμενος», ἐπειδὴ γνωρίζει ὅτι ἡ ἔρευνά Του μᾶς ὁδηγεῖ στὴν πίστη καὶ στὴν «αἰώνιον ζωὴν» (Ἰωάν., ε’ 39 & κ’ 31). Ἔτσι ζητάει ἀπὸ τὸν καθένα μας, ὅπως καὶ ἀπὸ τὸν Θωμᾶ: «μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός, ἐπίσης δὲ τοῖς ἄλλοις πιστώθητι».
Δὲν μᾶς ζητάει δηλαδὴ ἁπλῶς νὰ πιστέψωμε, ἀλλὰ μᾶς καλεῖ νὰ κάνωμε καὶ ἕνα βῆμα παραπέρα: «νὰ πιστωθοῦμε στοὺς ἄλλους», νὰ ἐνταχθοῦμε δηλαδὴ σὲ ἕνα σύνολο ἀδελφῶν, ποὺ ὅλοι τους ἔχουν ὡς κοινὸ χαρακτηριστικὸ τὴν πίστη τους στὸν ἴδιο Κύριο, τὸν σαρκωθέντα, παθόντα, ταφέντα καὶ ἀναστάντα Σωτήρα μας Χριστό!
Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατὶ ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ νὰ ἐνταχθοῦμε στὸ σύνολο αὐτὸ τῶν πιστῶν καὶ «πιστοποιημένων» ἀδελφῶν. Διότι γνωρίζει ἀσφαλῶς ὅτι, ἐὰν μένωμε μόνοι, ὅπως ὁ Θωμᾶς, οἱ ἀμφιβολίες μας θὰ αὐξάνωνται, καὶ ὅσο αὐξάνονται, τόσο θὰ ἀγωνιοῦμε καὶ θὰ θλιβώμαστε, ὅπως ὁ ἀπομονωμένος Θωμᾶς. Ἐὰν ὅμως εἴμαστε «ἕνδεκα» καὶ ὄχι «ἕνας», τότε θὰ εἶναι εὐκολώτερο νὰ ἐνισχυώμαστε καὶ νὰ στηρίζωμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον στὴν πίστη μας.
«Ὁ τὸν θάνατον πατήσας καὶ τὸν Θωμᾶν πληροφορήσας» κατεύθυνον καὶ ἐμᾶς στὴν ζήτησή Σου καὶ στὴν ἐνίσχυση τῆς πίστεώς μας, Κύριε, δόξα σοι!
Πηγές-Βοηθήματα: Πεντηκοστάριο/Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ, Εἰς τὴν Καινήν Κυριακήν. Καὶ εἰς τὸν ἀπόστολον Θωμᾶν (PG 63, σελ. 927-930).