Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ, κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, πρόσκληση γιὰ μιὰ «καινή» ἐν Χριστῷ ζωή. Κατὰ τὴν Διακαινήσιμο ἑβδομάδα ποὺ διανύομε γευόμαστε πράγματι, οἱ ἄνθρωποι καὶ ἡ κτίση ὅλη, τὴν ἐμπειρία αὐτῆς τῆς καινούργιας ἀναστημένης ζωῆς.
Ὅπως παλαιότερα κατ’ αὐτὲς τὶς ἡμέρες οἱ νεοφώτιστοι ἀδελφοί μας ποὺ ἐλάμβαναν τὸ βάπτισμα ἔλαμπαν μέσα στὰ λευκὰ λαμπριάτικα ἐνδύματά των, ἔτσι καὶ ἐμεῖς σήμερα, οἱ ἀναβαπτισμένοι καὶ ἐνδεδυμένοι τὸν χιτῶνα τῆς νέας ἀναστημένης ἐν Χριστῷ ζωῆς, βιώνομε τὴν χαρὰ τῆς Λαμπρῆς καὶ ἀστραποβολοῦμε μέσα στὰ νέα φωτεινά μας ἐνδύματα.
Ἐξ ἄλλου, ὅταν κάποιος παραμένει ἑνωμένος μὲ τὸν Χριστό, αὐτὸς ἀποτελεῖ πλέον καινούργιο δημιούργημα: «εἰ τις ἐν Χριστῶ, καινὴ κτίσις» (Β’ Κορ., ε’ 17). Στὸ ἑξῆς τίποτε στὴν καινὴ αὐτὴν κτίση δὲν θυμίζει τὸ παρελθόν: «Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθε, ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα» (ὅ.π.).
Ἔτσι καὶ ὁ ὑμνογράφος, μὲ τὴν σειρά του, ἀναφωνεῖ: «νῦν τὰ πάντα πεπλήρωται φωτός», διότι πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση, στὸν κόσμο τῆς πτώσεως καὶ τῆς φθορᾶς, δὲν ὑπῆρχε φῶς ἀλλὰ σκότος, δὲν ὑπῆρχε χαρὰ ἀλλὰ λύπη, δὲν ὑπῆρχε γαλήνη καὶ εἰρήνη ἀλλὰ μόνον ταραχὴ καὶ σύγκρουση.
Ἡ «καλὴ ἀλλοίωση» ποὺ προκαλεῖ ἡ νέα ἐν Χριστῶ ζωὴ θὰ φαίνονταν καλύτερα, ἐὰν λ.χ. κάναμε μιὰ ἀκτινογραφία σὲ ἕναν ἄνθρωπο πρὸ τῆς Ἀναστάσεως καὶ κατόπιν κάναμε ἄλλη μία στὸν ἴδιο ἄνθρωπο μετὰ ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση. Βεβαίως, γιὰ νὰ συντελεστῆ ἡ καλὴ αὐτὴ ἀλλοίωση, χρειάζεται νὰ τὸ θέλῃ καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος.
Ἐπειδὴ ὅμως τὸ πνεῦμα τῶν ἡμερῶν εἶναι ἀναστάσιμο, καὶ λίγο ἕως πολὺ οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἔχουν ὑποστῆ σὲ ἕναν βαθμὸ τὴν θετικὴ αὐτὴν ἀλλαγή, εἶναι σχεδὸν βέβαιο ὅτι ἡ μετααναστάσιμη ἀκτινογραφία των θὰ ἔχῃ λιγότερες «σκιὲς» στὰ ἐπίμαχα σημεῖα καὶ γιὰ κάποιους μάλιστα θὰ εἶναι ἐντελῶς καθαρή! Σὲ κάποιους ἄλλους ἀσφαλῶς, ποὺ ἐναντιώνονται μὲ πεῖσμα στὴν Ἀνάσταση, ἡ ἀκτινογραφία θὰ ἐξακολουθῆ νὰ ἔχῃ σκιερὰ σημεῖα καὶ μετά.
Γι’ αὐτοὺς ὅμως ποὺ βίωσαν τὴν ἀναστάσιμη ἐμπειρία, ἔστω καὶ σὲ μικρὸ βαθμό, τὸ ζήτημα εἶναι πλέον πῶς θὰ διατηρηθῆ ἡ ἀκτινογραφία των καθαρὴ ἀπὸ νέα στίγματα καὶ νέες σκιές. Τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴν δίνει καὶ πάλι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «εἰ οὖν συνηγέρθητε τῷ Χριστῷ, τὰ ἄνω ζητεῖτε, τὰ ἄνω φρονεῖτε, μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς» (Κολοσ., γ’ 1-2).
Ὅποιος ἔζησε τὴν ἐμπειρία τῆς συναναστάσεως μὲ τὸν Χριστό, κανονικὰ δὲν θέλει νὰ γευτῆ καὶ πάλι τὴν πτώση, τὴν ἁμαρτία, τὸν πόνο, τὸν θάνατο. Ἐπειδὴ ὅμως ὡς ἄνθρωπος εἶναι ὑποκείμενος στὸν νόμο τῆς φθορᾶς, κάθε φορὰ ποὺ αἰσθάνεται ὅτι σύρεται πρὸς τὰ κάτω, δὲν ἔχει παρὰ νὰ ἁπλώσῃ τὸ χέρι του καὶ νὰ ζητήσῃ βοήθεια ἀπὸ τὸν Κύριο τοῦ ἐλέους καὶ τῆς ἀγάπης, ὁ Ὁποῖος «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν».
Ὅπως ἑπομένως ὁ Ἀναστὰς Κύριος κατῆλθε στὸν ζοφερὸ Ἅδη καὶ ἀνέσυρε ἀπὸ κεῖ τὸν πεπτωκότα ἄνθρωπο, πιάνοντάς τον ἁπαλὰ καὶ σταθερὰ ἀπὸ τὸν καρπὸ καὶ τραβῶντας τον πρὸς τὰ ἄνω, ἔτσι, μὲ τὴν ἴδια σταθερότητα καὶ ἀποφασιστικότητα, θὰ συνεγείρῃ καὶ τὸν κάθε πεσμένο ἀπὸ ἐμᾶς, ἀρκεῖ μόνον νὰ ἁπλώσωμε τὸ χέρι μας, καὶ τότε Ἐκεῖνος θὰ μᾶς προσφέρῃ τὸ δικό Του, διότι «ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἦλθε ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός» (Λουκ., ιθ’ 10).
Ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἀπὸ ἐμᾶς ἔχομε κάνει μιὰ προεργασία, «καθαρίσαμε τὶς αἰσθήσεις μας, γιὰ νὰ ἀντικρύσωμε τὸ ἀπρόσιτο φῶς τῆς ἀναστάσεως», τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, τώρα θὰ ἀφεθοῦμε καὶ πάλι νὰ γεμίσωμε ἀπὸ ἀκαθαρσίες; Δὲν θὰ διατηρήσωμε τὸν καθρέπτη τῆς ψυχῆς μας καθαρό, ὥστε νὰ ἀκτινοβολῆ ἐπάνω του ἀπρόσκοπτα τὸ φῶς; Δὲν θὰ θελήσωμε νὰ καθαρίσωμε ἔστω τὴν λερωμένη ἐπιφάνεια, ὥστε τὸ φῶς νὰ εἰσχωρῆ καλύτερα στὸ ἐσωτερικό της;
Ἀφοῦ κοπιάσαμε και ἀπεκδυθήκαμε «τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ», καὶ ἐνδυθήκαμε «τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν», πῶς ἀνεχόμαστε νὰ ζοῦμε καὶ πάλι μὲ κακία, ὀργή, θυμό, βλασφημία, αἰσχρολογία καὶ μάλιστα χωρὶς συγχώρεση καὶ ἀγάπη ἀνάμεσά μας; Ἄρα ψευδόμεθα στὸν ἑαυτό μας καὶ «εἰς ἀλλήλους», καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα στὸν Χριστό, «ὅς ἐχαρίσατο ἡμῖν» (Κολοσ., γ’ 8-10, 13)!
Ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης, ὁ μαθητὴς τῆς ἀγάπης, ἐπικρίνει τὴν ὑποκριτικὴ συμπεριφορὰ τῶν κατὰ τ’ ἄλλα «ἀναστημένων» ἀνθρώπων: «ἐὰν εἴπωμεν ὅτι κοινωνίαν ἔχομεν μετὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐν τῶ σκότει περιπατῶμεν, ψευδόμεθα καὶ οὐ ποιοῦμεν τὴν ἀλήθειαν». Προτιμώτερο εἶναι «ἐὰν ὁμολογῶμεν τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν (τὶς ἀδυναμίες/τὰ ὀλισθήματά μας), καὶ τότε Ἐκεῖνος ἔχει τὴν δυνατότητα καὶ τὴν θέληση «νὰ καθαρίσῃ ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀδικίας» (Α’ Ἰωάν., α’ 6, 9).
Χρειάζεται λοιπὸν νὰ εἴμαστε συνεπεῖς καὶ νὰ εὐθυγραμμίζωμε τὴν ζωή μας μὲ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι ὥστε, ὅπως Ἐκεῖνος περπάτησε «ἐν τῷ φωτί», ἔτσι ὀφείλομε «καὶ ἡμεῖς ἐν τῷ φωτὶ περιπατεῖν» (ὅ.π. β’ 6), ἐὰν βεβαίως θέλωμε νὰ ζοῦμε διαρκῶς στὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεώς Του.
Τότε καὶ ἡ χαρά μας θὰ εἶναι «πεπληρωμένη» καὶ κανεὶς δὲν θὰ μπορῇ νὰ μᾶς τὴν ἀφαιρέσῃ (Ἰωάν., ιστ’ 22-24), καὶ ἡ εἰρήνη μας θὰ εἶναι ἐξασφαλισμένη μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἐν Χριστῷ ἀνακαινισμένους καὶ μόνιμα ἀναστημένους ἀδελφούς. Αὐτὴν τὴν χαρὰ τῆς αἰωνίου ἀναστημένης ζωῆς ἔνοιωθαν ὅλοι μας οἱ Ἅγιοι καὶ μάλιστα ὁ Ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ καὶ τὴν μετέδιδε σὲ ὅλους μὲ τὸν χαιρετισμό του: «Χριστὸς ἀνέστη, χαρά μου».
Εἴθε τὴν ἴδια ἀναστάσιμη χαρὰ νὰ βιώνωμε καὶ ἐμεῖς, μεταδίδοντάς την μὲ τὴν σειρά μας πρὸς πᾶσα κατεύθυνση, ὥστε «τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸ» νὰ διαχέεται παντοῦ, καὶ μέσα μας καὶ γύρω μας, καὶ νὰ σκορπίζῃ τὰ παχυλὰ σκοτάδια τοῦ κόσμου τούτου. Γένοιτο!
Χριστὸς Ἀνέστη καὶ «ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν», ἵνα ἐν Χριστῷ καὶ ἐν ἀληθείᾳ νῦν καὶ ἀεὶ ζήσωμεν!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος