Ο Χριστός έγινε άνθρωπος, για να ελευθερώσει την «κατά φύσιν» αθάνατη δημιουργηθείσα ανθρώπινη υπόσταση, από τον χειρότερο εχθρό της, τον θάνατο, που, με την εκούσια πτώση της τον κατέστησε ένα «παρά φύσιν» νομοτελειακό γεγονός (Γεν. κεφ. Γ’).
Το αποτέλεσμα ήταν να είναι ο Άδης, πριν την Αποκάλυψη του Χριστού, ο προορισμός όλων των ανθρώπων, «οικία παντί θνητώ» (Ιώβ 30, 23).
Τι συμβαίνει λοιπόν με τον θάνατο του Χριστού; Ο Θεάνθρωπος, «θανάτω, θάνατον πατήσας». Ο Χριστός απέθανε εκουσίως, αλλά ο θάνατός Του, έγινε η απαρχή της νεκρώσεως του θανάτου, καθώς ο Άδης και ο θάνατος με τη δύναμη που διέθεταν, ήταν ανίσχυροι, πλέον, σύμφωνα και με τον Απ. Παύλο, να κρατήσουν τον αδιάφθορο Θεάνθρωπο, «τη ζωή του παντός», στην κατάσταση της φθοράς και της θνητότητας: «Χριστός εγερθείς εκ νεκρών, ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει» (Ρωμ. 6, 9).
Αυτό σημαίνει ότι ο Ιησούς Χριστός, εκτελώντας υπάκουα το σχέδιο της οικονομίας του Θεού και Πατρός, για τη σωτηρία της ανθρώπινης φύσεως, σαρκώθηκε, συγκαταβατικά και έγινε αληθινός άνθρωπος, δεν έπαψε, όμως, να είναι και Θεός. Έτσι, έφτασε στο σημείο να θυσιαστεί «διά την ημετέραν σωτηρίαν», ως ενιαύσιος αμνός του νέου Πάσχα, για να έλθει αντιμέτωπος με τον έως τότε ανίκητο διάβολο, να διαλύσει το βασίλειο του Άδη και, διά της Αναστάσεώς Του, να συντρίψει το φοβερό του όπλο, τον θάνατο: «Ο Θεός ερρύσατο ημάς εκ της εξουσίας του σκότους, και μετέστησεν εις την Βασιλείαν του υιού της αγάπης αυτού, εν ω έχομεν την απολύτρωσιν» (Κολ.1,13).
Με τη θριαμβευτική του Ανάσταση, ως Σωτήρας και Λυτρωτής του κόσμου, έκανε μια νέα αρχή για την πάσχουσα, έως τότε, λόγω της απομακρύνσεώς της από τον Πατέρα και Δημιουργό της, ανθρώπινη φύση: Την ενέταξε στο δικό του Σώμα, στην Εκκλησία, στην οποία ο θάνατος δεν είναι πλέον ανίκητος, αλλά νικημένος, διότι, εντός της Εκκλησίας, ισχύει, εν Χριστώ, για όλους τους πιστούς, το πλαίσιο των όρων που ψάλλονται στην αναστάσιμη περίοδο: «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας… και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».
Ο πιστός λαός του Θεού, με βάση την σωτήρια παράδοσή του, στηρίζει την πίστη και την ελπίδα της υπαρκτικής του πληρότητας και ζωοποιήσεως στην Ανάσταση του Χριστού: «Νυνί δε Χριστός εγήγερται εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο ... εν τω Χριστώ πάντες ζωοποιηθήσονται» (Α΄ Κορ.15, 20 και 22).
Η ζωή μας ολόκληρη, ως Χριστιανών, κινείται γύρω από την Ανάσταση. Η γέννησή μας, ο τρόπος της ζωής μας, η λατρεία μας στον Θεό, ακόμα και ο θάνατός μας, προσανατολίζονται με κέντρο το γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου και τη πίστη μας στην εν Χριστώ προσωπική μας Ανάσταση.
Ωστόσο, αν και η νίκη του Χριστού κατά του θανάτου προσφέρεται σε όλους τους ανθρώπους, δεν μεταδίδεται, μαγικά και υποχρεωτικά, σε όλους, αλλά μόνον σε εκείνους, που, εκουσίως, θέλουν να είναι ενεργά μέλη στο σώμα του Χριστού, στη ζώσα Εκκλησία και μιμούνται την ενάρετη και άγια ζωή του Χριστού, που φτάνει, πάντοτε, μέσω του Σταυρού, στη χαρά της Αναστάσεως.
Ο Σταυρός φοβίζει τον αρχέκακο διάβολο, διότι, μέσω του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού έπαυσε να είναι αήττητος. Ο πιστός άνθρωπος, ως μέλος του σώματος του νικητή του θανάτου, Αναστάντα Χριστού, λαμβάνει τη χαρισματική δύναμη, που του προσφέρει η Εκκλησία, αξιώνεται να αγωνίζεται, σταυρικά και θυσιαστικά, κατά του διαβόλου, μέσω των αρετών του Χριστού και να τον νικά.
Ο Απ. Παύλος, τοποθετεί την Ανάσταση στο κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής και πίστεως, διότι την θεωρεί ως το σημαντικότερο και θεμελιακότερο γεγονός της χριστιανικής ζωής, άνευ της οποίας, η πίστη είναι μάταιη, κενή και ανωφελής: ««Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών» (Α΄ Κορ. 15, 14.
Το πρώτο κήρυγμα των Αποστόλων του Χριστού, που αποτελούσε τη βάση της Καινής ζωής των Χριστιανών, βασιζόταν στο γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού.
Ο Χριστός σταυρώθηκε και απέθανε, αλλά δεν έμεινε στον τάφο, όπως τόσοι ιδρυτές και θεμελιωτές των διαφόρων θρησκειών, καθώς είναι ο Μοναδικός, που υπερέβη τους όρους της φύσεως, νίκησε τον θάνατο και αναστήθηκε, προσφέροντας, για πρώτη φορά στην ανθρωπότητα, την προσδοκία της δικής της Αναστάσεως.
Η πίστη στην κοινή Ανάσταση των ανθρώπων φέρνει τον άνθρωπο να ζει ανάμεσα σε δύο διαστάσεις: Στον παρόντα αιώνα και στο μέλλοντα αιώνα. Η Ανάσταση του Χριστού, όχι ως πληροφορία, αλλά ως οντολογική εμπειρία, θεραπεύει και ενδυναμώνει πνευματικά την ανθρώπινη ύπαρξη, διότι την επαναφέρει στη αδιάλειπτη σχέση της με τον Δημιουργό και την εμβολιάζει με την αφοβία έναντι του θανάτου και την ελπίδα της κοινής Αναστάσεως των νεκρών.
Έτσι, οι άνθρωποι απαλλάσσονται από την αγωνία του μηδενισμού της ύπαρξης, που φέρνει ο άνευ πίστεως θάνατος και εγκεντρίζονται, με τη χαρά και την ελπίδα της αιωνιότητας: «Χαράς τα πάντα πεπλήρωται της αναστάσεως την πείραν ειληφότα» (Στιχηρόν Αίνων ήχου Γ’).
Η λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, μας προσανατολίζει στην πορεία προς την Ανάσταση, αλλά μέσω της Σταύρωσης που είναι η αγιασμένη οδός, που πρώτος ακολούθησε ο ίδιος ο Λυτρωτής και ζητά να την ακολουθήσουν όλοι οι άνθρωποι, αν θέλουν να είναι και αυτοί, χάριτι Θεού, νικητές του Θανάτου: «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον Σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Μάρκ. Η’ 34).
Η Εκκλησία, επίσης, με τη θεολογία της Λατρείας της, επισημαίνει: «Δεύτε ουν και ημείς, κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθώμεν αυτώ και συσταυρωθώμεν και νεκρωθώμεν δι’ Αυτόν ταις του βίου ηδοναίς» (Τροπάριον όρθρου Μ. Δευτέρας).
Στην Εκκλησία, όπου ολόκληρη η λατρεία και η θεολογία της οδηγούν στη Σταύρωση και στην Ανάσταση, δεν γινόμαστε μέλη για να βολευτούμε ή για να συνεχίσουμε ο καθένας το δικό του ατομικό δρόμο, ικανοποιώντας τα πάθη του, αλλά για να ενταχθούμε σε μια κοινή και «καινή οδό» αγρυπνίας και εγρηγόρσεως.
Πρόκειται για μια εμπειρία ζωής, όπου μαθαίνουμε να ζούμε, μυστηριακά, μια ζωή, «εν προσευχή και νηστεία», με ταπείνωση, μετάνοια και εξομολόγηση, μια ζωή αγωνιστική κατά των θανατερών λογισμών και των παθών, που μας υποβάλλει ο διάβολος, προκειμένου να γινόμαστε σταδιακά, με τη χάρη, τη δύναμη και την ευλογία του Θεού, νικητές του κακού και του θανάτου, αρνούμενοι τον αμαρτωλό εαυτό μας και μιμούμενοι τον πρώτο νικητή, τον Κύριο της ζωής και του θανάτου, Ιησού Χριστό.
Ο Χριστός, όμως, για να είμαστε νικητές, μας καλεί να του προσφέρουμε, όχι ένα μέρος, αλλά ολόκληρη τη ζωή μας: «και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα».
Ο Ιωάννης, στο Βιβλίο της Αποκαλύψεως, κάνει λόγο για τον δεύτερο θάνατο, και εννοεί τον πνευματικό θάνατο, που είναι η μετά την κρίση αιώνια καταδίκη του ανθρώπου στην κόλαση. Η Εκκλησία τον φυσικό θάνατο τον θεωρεί κοίμηση και όχι υπαρξιακό τέλος, αφού η ψυχή δεν πεθαίνει, αλλά αναμένει την έλευση του Χριστού ως Κριτή και την κοινή Ανάσταση όλων, κατά την οποία θα ενωθεί το σώμα της και θα κριθεί, ως πρόσωπο, κατά τα έργα αυτού.
Ο Απ. Παύλος βεβαιώνει τους Χριστιανούς για την Ανάσταση των νεκρών, σημειώνοντας ότι αυτή συσχετίζεται, άμεσα, με την Ανάσταση του Χριστού (Α΄ Κορ. 15, 20).
Ο Χριστός, αφενός, με την Ενανθρώπισή του, ένωσε, στη Θεανθρώπινη υπόστασή Του, το Θείο με το ανθρώπινο, το άφθαρτο με το φθαρτό, το αθάνατο με το θνητό.
Με τον σταυρικό Του θάνατο και την Ανάστασή του, αφετέρου, νικά και θανατώνει τον θάνατο, ως θεάνθρωπος και περνάει τη νίκη αυτή, χαρισματικά, στον κάθε βαπτισμένο και εγκεντρισμένο στον Χριστό άνθρωπο.
Απ. Παύλος, επίσης, διδάσκει ότι ο κάθε άνθρωπος, εισερχόμενος στο σώμα του Χριστού, στην Εκκλησία, εμβολιάζεται με την αφθαρσία και την αθανασία του Θεανθρώπου, ως Αρχηγού της Εκκλησίας (Ρωμαίους 11, 17-24), ενώ, χωρίς αυτόν τον εμβολιασμό, παραμένει αλύτρωτος στο βασίλειο της φθοράς και του θανάτου.
Η ορθόδοξη Θεολογία ερμηνεύει τον τρόπο που ο Χριστός χαρίζει, υπερφυώς, τις θείες και άκτιστες ενέργειές Του στη δική μας κτιστή φύση, για να μπορεί και εκείνη, εν τω Χριστώ, να νικά τη θνητότητα και τη φθαρτότητα.
Οι δύο φύσεις Του παρέμειναν ενωμένες, αχωρίστως, στο θεανδρικό του πρόσωπο, έτσι ώστε, το Άγιο Σώμα Του να συνεχίσει να δέχεται, μετά τον θάνατο και την ταφή Του, τις ενέργειες της Θεότητάς Του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, να μην είναι δυνατή η διαφθορά του Σώματος του Κυρίου, η οποία ακολουθεί τη φυσική νέκρωση όλων των σωμάτων. Η Αγία Ψυχή Του, επίσης, με την κάθοδό Της στον Άδη, δεν σταμάτησε να είναι η ψυχή ενός και του αυτού Προσώπου του Χριστού και να δέχεται τις ενέργειες της Θεότητας, με τις οποίες ήταν ενωμένη εξ άκρας Συλλήψεως
Όπως μας έλεγε ο Μακαριστός Καθηγητής μας της Δογματικής Θεολογίας, π. Ιω. Ρωμανίδης, «οι δύο φύσεις του Χριστού αλληλοπεριχωρούνται κατά ασύγχυτο τρόπο. Όταν λέμε περιχώρηση εννοούμε την ενοίκηση των δύο φύσεων στο ένα πρόσωπο του Θεανθρώπου. Κατά την περιχώρηση των δύο φύσεων, η θεία φύση ενεργεί και μεταδίδει, ενώ η ανθρώπινη φύση δέχεται την θεία ενέργεια. Συνέπεια της υποσταστικής ενώσεως των δύο φύσεων είναι αυτό που λέγεται στην Θεολογία αντίδοση ή κοινοποποίηση των ιδιωμάτων. Τι θα πει αυτό; Αντίδοση των ιδιωμάτων σημαίνει μετάδοση των ιδιωμάτων των δύο φύσεων στο ένα πρόσωπο του Χριστού»
Ο πιστός, συνεπώς, μπορεί να νικά τον θάνατο, όχι μόνος του, όμως, αλλά με τη θεία ενέργεια και χάρη, που τον αφθαρτίζει και τον αθανατίζει.