Σε αυτό το Δείπνο μετείχε και ο Ιούδας, ο οποίος, αφού έλαβε στα χέρια του τον άρτο που του έδωσε ο Χριστός, έσπευσε να Τον προδώσει. Σύμφωνα με την ερμηνεία που δίνουν οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, αυτό συνέβη διότι ο Ιούδας προσήλθε στο υπερώο χωρίς φόβο, χωρίς πίστη και χωρίς αγάπη προς τον Διδάσκαλό του.
Πορευόταν, όπως και οι υπόλοιποι μαθητές, πλάι στον Ιησού. Δεχόταν καθημερινώς την αγάπη Του, έβλεπε τα θαύματα που επιτελούσε, άκουγε την διδασκαλία Του, γεύτηκε την ταπείνωσή Του, όταν έπλυνε στο υπερώο και τα δικά του πόδια, όπως και των άλλων Αποστόλων.
Εντούτοις, όλα αυτά δεν στάθηκαν ικανά να αλλοιώσουν υπαρξιακά την καρδιά του, ώστε να αποδεχθεί την αλήθεια για τον Θεάνθρωπο Κύριο. Μέσα του υπήρχε κακότητα, φιλαργυρία, ψεύδος, υποκρισία, εμπάθεια που δεν άφηναν χώρο να στερεωθεί μια ουσιαστική, αληθινή και αγαπητική σχέση με τον Διδάσκαλο.
Όλα αυτά τα πάθη έδιωξαν τον φόβο, δηλαδή τον σεβασμό προς τον Ιησού, που θα εμπόδιζε τον Ιούδα από την υψίστη ασέβεια της φρικτής προδοσίας. Δεν σεβάστηκε τον Κύριο, διότι δεν πίστεψε οντολογικά σε Αυτόν αποδεχόμενος ότι δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος, αλλά ο τέλειος Θεός που έγινε και τέλειος άνθρωπος, για να σώσει και να λυτρώσει το πλάσμα Του. Και έτσι δεν μπόρεσε ποτέ να αγαπήσει αληθινά Αυτόν που τον αγάπησε και του έδωσε και το «γλωσσόκομον» (ταμείο), μήπως του θεραπεύσει με αυτόν τον τρόπο το πάθος της φιλαργυρίας.
Προσήλθε λοιπόν στο Δείπνο χωρίς να είναι εφοδιασμένος με αυτά τα τρία όπλα του φόβου, της πίστεως και της αγάπης, που θα τον βοηθούσαν να πολεμήσει τον Διάβολο και τις εμπαθείς έξεις του, ώστε να μην φτάσει ποτέ στην προδοσία του Θεανθρώπου.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η Εκκλησία μας σε κάθε Θεία Λειτουργία όπου τελείται το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας καλεί τους πιστούς να λάβουν το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου λέγοντας: «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε.» Για να μπορέσουν όμως να βλαστήσουν μέσα μας αυτά τα τρία λυτρωτικά άνθη, πρέπει με την μετάνοια, την καθαρά εξομολόγηση και την εκκλησιαστική ζωή να καθαρίσουμε το χωράφι της ψυχής μας από τα ζιζάνια της αμαρτίας, ώστε να καλλιεργήσουμε τον φόβο, την πίστη και την αγάπη προς τον Θεό.
Ο φόβος (σεβασμός) προς τον Θεό θα μας οδηγεί στο να πράττουμε πάντοτε το θέλημά Του, όπως αυτό εκφράζεται μέσα από την Αγία Γραφή και από τους ερμηνευτές της, τους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας.
Η πίστη μας ότι Αυτός είναι ο Δημιουργός μας και ο Θεός Πατέρας μας θα μας κινεί να αναθέτουμε σ’ Αυτόν όλη την ζωή μας και να συνεχόμαστε από το ότι «εν Αυτώ ζώμεν καί κινούμεθα καί εσμέν» (Πράξ. ΙΖ, 28). Έτσι, αυτά θα αποτυπώνονται στα έργα της καθημερινής ζωής μας.
Η δε αγάπη μας προς Αυτόν θα βρίσκεται πάνω από πρόσωπα και πράγματα, ακόμα και πάνω από τον ίδιο τον εαυτό μας. Δεν θα είναι αγάπη που θα παραμένει στα λόγια, αλλά θα αποδεικνύεται από τα έργα μας. Ο Ίδιος ο Θεάνθρωπος είπε «εάν αγαπάτε με, τάς εντολάς τάς εμάς τηρήσατε» (Ιωάν. ΙΔ, 15).
Εάν διαθέτουμε τέτοια αγάπη, τότε θα αυξάνει και ο φόβος και η πίστη μας προς τον Θεό. Και έχοντας αυτά τα τρία θα είμαστε άξιοι να προσέλθουμε, για να λάβουμε εντός μας το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο λαμβάνουμε μέσα μας την Ζωή, τον Παράδεισο, διότι ο Θεάνθρωπος είναι ο Παράδεισος. Έτσι, ειρηνεύουμε και ενοποιούμαστε ως ψυχοσωματικές οντότητες. Στην αντίθετη περίπτωση, δεν ωφελούμαστε καθόλου από τη συμμετοχή μας στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και φθάνουμε, όπως ο Ιούδας, στην προδοσία, καταλήγοντας στον πνευματικό θάνατο.