Ο άγιος Μαρτίνος γεννήθηκε στην Κεντρική Ιταλία. Ανήλθε στον παπικό θρόνο το 649 μ.Χ., όταν η εκκλησία ταλανιζόταν από την αίρεση των Μονοθελητών. Δυστυχώς όμως, και η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης είχε πέσει στα δίκτυα αυτής της αίρεσης, διότι ακόμη και ο Πατριάρχης Παύλος ο Β΄ ήταν υπέρμαχος του Μονοθελητισμού μαζί με τον αυτοκράτορα Κώνστα το Β΄.
Ο πάπας Ρώμης Μαρτίνος προσπάθησε με επιστολή του αλλά και με ειδικούς απεσταλμένους κληρικούς να επαναφέρει τον Πατριάρχη και τον αυτοκράτορα στο ορθόδοξο δόγμα. Όμως, ο Πατριάρχης επηρεασμένος από τον αυτοκράτορα επέμενε στο Μονοθελητισμό και εξόρισε τους απεσταλμένους του πάπα Μαρτίνου σε διάφορα νησιά. Ο αυτοκράτορας, μάλιστα με δόλο, κατόρθωσε να συλλάβει και τον ίδιο τον άγιο, τον οποίο αφού οδήγησε στην Κωνσταντινούπολη τον εξόρισε στη Χερσώνα, όπου και εκοιμήθη εν μέσω κακουχιών το 655 μ.Χ.
Ανάμνηση της ανακομιδής των ιερών λειψάνων του νεομάρτυρα αγίου Γεωργίου του Κυπρίου, από την Άκρα
Η Εκκλησία σήμερα ποιεί ανάμνηση της ανακομιδής και κατάθεσης στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου, στη Λευκωσίας (1967) των ιερών λειψάνων του νεομάρτυρα αγίου Γεωργίου του Κυπρίου, από την Άκρα (Πτολεμαΐδα).
Σήμερα, επίσης, έρχεται στη μνήμη μας η αποφράδα ημέρα της άλωσης της Κωνσταντινουπόλεως, από τους Σταυροφόρους το 1204.
Ο Άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος ο Κύπριος μαρτύρησε στις 23 Απριλίου 1752 στην Άκρα (αρχαία Πτολεμαΐδα) της Παλαιστίνης.
Εξαιτίας της φτώχιας και της σκλαβιάς έφυγε από την ιδιαίτερη πατρίδα του την Κύπρο, από μικρό παιδί, και πήγε στην Πτολεμαΐδα, Άκρι ή Άκρα, της Παλαιστίνης, για να εργαστεί. Εκεί μπήκε στην υπηρεσία ενός Ευρωπαίου προξένου. Μεταξύ των υπηρεσιών που επιτελούσε ήταν να ψωνίζει τρόφιμα για την οικία του αφέντη του. Συνήθιζε να αγοράζει αυγά από μια πτωχή Τουρκάλα. Η γυναίκα εκείνη είχε μια κόρη, η οποία έβγαινε και συνομιλούσε ελεύθερα με το Γεώργιο, ακόμα κι όταν απουσίαζε η μητέρα της. Κάποιες γειτόνισσες, βλέποντας πως ο νέος δεν αγοράζει αυγά από αυτές, τον φθόνησαν και τον συκοφάντησαν.
Μια μέρα λοιπόν, που ο Άγιος πήγε να αγοράσει αυγά, απουσίαζε η Τουρκάλα, του άνοιξε η κόρη της. Συνεννοημένες τότε οι γειτόνισσες όρμησαν στο σπίτι, άρπαξαν τον νέο και άρχισαν να φωνάζουν πως είπε ότι θα γίνει μουσουλμάνος και θα παντρευτεί την κοπέλα. Συγχρόνως μαζεύτηκαν και πολλοί Τούρκοι, τον άρπαξαν και τον πήγαν στο δικαστή ψευδομαρτυρώντας πως θα ασπαστεί το Κοράνι, το ιερό βιβλίο των μουσουλμάνων. Ο κριτής τον ρώτησε αν είναι αλήθεια όλα αυτά. Ο Γεώργιος του απάντησε με θάρρος ότι ουδέποτε είπε τέτοια κουβέντα, ούτε καν έκανε τέτοια σκέψη και πως εκείνοι, από κακία τον συκοφάντησαν, και ότι Χριστιανός γεννήθηκε και Χριστιανός θέλει να πεθάνει.
Άρχισαν τότε να του τάζουν δώρα μεγάλα, δόξες, τιμές, ακόμη και αξιώματα αλλά δεν μπόρεσαν να τον δελεάσουν να προδώσει τον Χριστό. Χρησιμοποίησαν ύστερα διάφορες τιμωρίες αλλά και πάλι δεν μπόρεσαν να κάμψουν το φρόνημα του Αγίου. Έτσι εξέδωσε ο κριτής την τελική του απόφαση: θάνατος.
Ήταν Παρασκευή, ημέρα προσευχής για τους μουσουλμάνους. Αφού βγήκαν από το τζαμί, έκαναν συμβούλιο. Έφεραν τον Άγιο σιδηροδέσμιο και τον έβαλαν στη μέση, του ανακοίνωσαν την εναντίον του απόφαση και άρχισαν να τον κολακεύουν και να τον παρακαλούν να γίνει μουσουλμάνος. Ο Άγιος τους ήλεγξε με πολλή τόλμη για τις ενέργειές τους, οπότε βλέποντας τη σταθερότητά του, στάθηκαν όλοι κυκλικά γύρω του κρατώντας τα πιστόλια τους και του είπαν πως αν δεν αλλάξει γνώμη, θα τον σκοτώσουν. Ο Άγιος αντί άλλης απαντήσεως ύψωσε τα αλυσοδεμένα χέρια του στον ουρανό και με μεγάλη φωνή είπε:
«Κύριε Ιησού Χριστέ δέξαι το πνεύμα μου και αξίωσον με της Βασιλείας Σου».
Μόλις τα είπε αυτά τον πυροβόλησαν όλοι αμέσως. Και καθώς έπεσε κάτω όρμησαν με τα μαχαίρια τους και τεμάχισαν το μαρτυρικό του λείψανο.
Ενώ ακόμα δεν είχαν ικανοποιήσει πλήρως το φθόνο και την κακία τους, εξεγέρθηκε εναντίον τους η ίδια η φύση. Ενώ στη θάλασσα επικρατούσε γαλήνη, έγινε ένας μεγάλος αναβρασμός, η θάλασσα αγρίεψε. Τρομοκρατημένοι οι Τούρκοι, φοβούμενοι μήπως καταποντισθεί όλη η πόλη, έτρεξαν στους Χριστιανούς και τους ανάγκασαν να πάνε να πάρουν το τίμιο λείψανο του Μάρτυρα και να το θάψουν.
Όταν σήκωσαν το Λείψανο του Αγίου Γεωργίου του Κυπρίου με πολλές τιμές και το ενταφίασαν, τότε ησύχασε η θάλασσα και, αφού καθάρισε ωσάν δούλη το αγιώτατο αίμα του μάρτυρος, αποσύρθηκε στον τόπο της.
Για τρεις συνεχόμενες νύχτες ουράνιο φως κατέβαινε στον τάφο του Αγίου και όλη η πόλη έφεγγε από ένα γλυκύτατο φως από εκείνο τον πύρινο στύλο που ερχόταν από τον ουρανό. Σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος οι Χριστιανοί συνήθιζαν να πηγαίνουν στον τάφο του Αγίου και να ανάβουν κεριά. Μεταξύ αυτών και πολλοί ασθενείς Πολλά θαύματα έγιναν στον τάφο του Αγίου, ένεκα της παρρησίας του στην Αγία Τριάδα.
Ο τάφος του Αγίου παρέμεινε ανέπαφος μεταξύ του Ι. Ναού του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου και του κτηρίου της Ι. Μητροπόλεως Πτολεμαΐδος μέχρι το 1963. Τότε, κατόπιν συνεννοήσεως του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου Γ’ και του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Βενεδίκτου, ανοίχθηκε ο τάφος παρουσία του Μητροπολίτου Ναζαρέτ Ισιδώρου, του ηγουμένου της Ι. Μονής Μαχαιρά Ελπιδίου, του μοναχού της Ι. Μονής Σταυροβουνίου Νικάνδρου και άλλων κληρικών της Παλαιστίνης.
Τοποθετήθηκαν σε κατάλληλη θήκη και μεταφέρθηκαν στη Κύπρο, στις 13 Απριλίου 1967 από τον τότε Χωρεπίσκοπο Τριμυθούντος και κατόπιν Μητροπολίτη Νικαίας Γεώργιο.
Αγαπητοί, συνειδητοποιούμε ότι έχουμε, κλήρος και λαός, την ευλογία και την ευθύνη μας απέναντι στους Αγίους που γέννησε η δισχιλιετής Αποστολική Εκκλησία της Κύπρου.
Οφείλουμε, πέρα από εξάρσεις ενθουσιασμού και γοητείας, από διάφορες τοπικές συνήθειες άλλων παραδόσεων να κρατήσουμε ώριμα και μελετημένα θεολογικά, ιστορικά και εκκλησιαστικά την παράδοση των προγόνων μας. Εκείνοι κράτησαν για τους επιγόνους την Αγία Παρακαταθήκη της Ορθοδόξου Πίστεως σε εποχές ενδεχομένως δυσκολότερες από τη δική μας.