Βλέποντας τὸν ἀπὸ Ἀνατολὰς κίνδυνο γιὰ τὴν Θράκη, μετέβη στὴν Κομοτηνὴ γιὰ νὰ στηρίξη ἐκχριστιανισθέντες Μουσουλμάνους. Ἤθελε νὰ παραμείνη μαζί τους γιὰ ἕνα διάστημα γιὰ νὰ βοηθήση.
Στὰ θέματα τῆς Πατρίδος δὲν ἤθελε οἱ Χριστιανοὶ νὰ εἶναι ἀδιάφοροι. Πολὺ λυπόταν ποὺ ἔβλεπε πνευματικοὺς ἀνθρώπους νὰ ἐπιζητοῦν νὰ βολευθοῦν οἱ ἴδιοι καὶ νὰ μὴν ἐνδιαφέρωνται γιὰ τὴν Πατρίδα.
Ὁ καημός του καὶ ἡ ἀπορία του ἦταν πῶς οἱ ὑπεύθυνοι δὲν ἀντιλαμβάνονται ποῦ ὁδηγούμαστε. Ὁ ἴδιος ἀπὸ παλαιὰ διέβλεπε τὴν σημερινὴ κατάσταση καὶ ἀνησυχοῦσε, ἀλλὰ δὲν διέσπειρε τὶς ἀνησυχίες του στὸν κόσμο. Ἔλεγε: «Ἀπὸ τὸ κακὸ ποὺ ἐπικρατεῖ σήμερα θὰ βγεῖ μεγάλο καλό».
Λυπόταν γιὰ τὴν πνευματικὴ κατάπτωση τῶν πολιτῶν. Μιλοῦσε αὐστηρὰ γι΄ αὐτοὺς ποὺ ψήφιζαν ἀντιχριστιανικοὺς νόμους. Λυπήθηκε γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τῆς γλώσσας καὶ εἶπε: «Ἡ ἑπόμενη γενεὰ θὰ φέρει Γερμανοὺς νὰ μᾶς μάθουν τὴν γλώσσα μας, καὶ τὰ παιδιά μας θὰ μᾶς φτύνουν».
Ἔγραφε σὲ ἐπιστολή του: «Αὐτοὶ ποὺ κατάργησαν τὰ Ἀρχαῖα πάλι θὰ τὰ ξαναφέρουν».Δημοσίευσε ἕνα σύντομο κείμενο ὑποστηρίζοντας τὸν ἁγνότατο πατριώτη καὶ εὐλαβέστατο ἥρωα Μακρυγιάννη ἀπὸ τὶς ἐναντίον του ἄδικες καὶ ψευδεῖς κατηγορίες.
Πέρα ἀπὸ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἀληθείας, ὑπῆρχε τότε, ὅπως καὶ σήμερα, ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη προβολῆς ἑνὸς ἰδανικοῦ προτύπου πρὸς μίμηση γιὰ τοὺς πολιτικοὺς ἡγέτες, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὑποβοήθηση τοῦ λαοῦ νὰ ἀπόκτηση ὀρθὰ πολιτικὰ κριτήρια στὴν ἐπιλογὴ τῶν κυβερνητῶν τοῦ Ἔθνους μας.
Κάποιος Πρωθυπουργός, τοῦ ὁποίου κατέκρινε δημοσίως ἐνέργειες ἐπιζήμιες γιὰ τὸ Ἔθνος καὶ τὴν Ἐκκλησία, ζήτησε νὰ τὸν συνάντηση στὴν Σουρωτή. Ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «Ἂς ἔρθη, θὰ τοῦ τὰ ψάλω καὶ μπροστά του». Εἶχε τὸ ψυχικὸ σθένος αὐτὸς ὁ πτωχὸς καλυβίτης νὰ ὑψώνη τὴν φωνὴ του ἄφοβα μπροστὰ στοὺς ἰσχυρούς τῆς ἡμέρας.
Ὅταν κάποιος πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας ἐπισκέφθηκε τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὁ Γέροντας συνέστησε στὰ μοναστήρια νὰ μὴν τὸν δεχθοῦν, γιατί εἶχε ὑπογράψει τὸν νόμο περὶ τῶν ἀμβλώσεων.
Ἀπὸ Ὑπουργὸ ποὺ θέλησε νὰ βοηθήση γνωστό του Μοναστήρι δὲν δέχθηκε τίποτε, γιατί ἀνῆκε σὲ κόμμα ποὺ εἶχε ὑπογράψει ἀντιχριστιανικοὺς νόμους. Ὁ Γέροντας ἦταν ἄνθρωπος τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἑνότητος. Δὲν ἀνῆκε σὲ κανένα κόμμα. Ἦταν ὑπεράνω κομμάτων.
Ἀπέρριπτε ἄθεα πολιτικὰ κόμματα καὶ πολιτικοὺς ποὺ εἶχαν σχέση μὲ τὴν Μασωνία, γιὰ τὴν ἀθεΐα τους καὶ τὴν πολεμική τους πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Ἔλεγε: «Τί νὰ τὸ κάνω τὸ δεξὶ ἢ τὸ ἀριστερὸ χέρι, ἂν δὲν κάνη σταυρό;», ἀπορρίπτοντας ἔτσι τοὺς ἄθεους πολιτικοὺς ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν πολιτικὴ τους τοποθέτηση. Κάποια κόμματα, γνωρίζοντας τὴν ἐπιρροή του στὸν λαό, ζήτησαν νὰ τὸν προσεταιρισθοῦν χάριν ψηφοθηρίας, ἀλλὰ ματαίως.
Τὸν ἐπισκέπτονταν πολιτικὰ πρόσωπα, βουλευτές, ὑπουργοί, γερουσιαστὲς ἀπὸ τὶς Η.Π.Α. καὶ ὁ βασιλιὰς Κωνσταντῖνος τοῦ ἔστελνε κάρτες. Ἀπὸ κανέναν ὅμως δὲν ζήτησε τίποτε γιὰ τὸν ἑαυτό του ἢ γιὰ γνωστά του μοναστήρια. Μόνο ζητοῦσε νὰ ἐνεργοῦν γιὰ τὸ καλό τῆς Πατρίδος καὶ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀκόμη βοήθησε πολλοὺς κρατικοὺς ὑπαλλήλους μὲ τὶς συμβουλές του νὰ εἶναι τίμιοι καὶ εὐσυνείδητοι στὴν ἐργασία τους. Ἐκτιμοῦσε τοὺς καλοὺς παιδαγωγοὺς γιὰ τὸ οὐσιαστικὸ ἔργο ποὺ προσφέρουν, καὶ τοὺς εὐλαβεῖς στρατιωτικούς, ποὺ ἔχουν ἰδανικά.
Πολλοὺς νέους ἀναρχικούς τοὺς ἔπεισε νὰ ὑπηρετήσουν στρατιῶτες. Γενικῶς συμβούλευε ὅλους νὰ ἔχουν σεβασμὸ καὶ ἀγάπη πρὸς τὴν Πατρίδα, νὰ ἐνεργοῦν γιὰ τὸ κοινὸ καλὸ εὐσυνείδητα καὶ νὰ μὴν παρασύρωνται ἀπὸ τὸ γενικὸ πνεῦμα τῆς ἀδιαφορίας, τῆς ἰσοπεδώσεως τῶν πάντων, τοῦ βολέματος καὶ τῆς καταχρήσεως. Κυρίως ὅμως ὁ Γέροντας βοήθησε τὴν Πατρίδα ἀφανῶς μὲ τὴν προσευχή του. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ τυπικὸ ποὺ ἀναφέρθηκε, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ποίημα ποὺ ἔστειλε στὴν μητέρα του. Στὸ τέλος γράφει ὅτι γίνεται καλόγηρος, γιὰ νὰ προσεύχεται «καὶ γιὰ ὅλη τὴν Πολιτεία».
Ἔδινε πρῶτος τὸ παράδειγμα καὶ παρακινοῦσε, λέγοντας: «Νὰ κάνουμε προσευχὴ ὁ Θεὸς νὰ φωτίζη τοὺς ὑπευθύνους ποὺ ἔχουν θέσεις μεγάλες στὴν Πολιτεία, γιατί αὐτοὶ μποροῦν νὰ κάνουν μεγάλο καλό». Ὅταν ὑπῆρχε ἔνταση στὶς Ἑλληνοτουρκικὲς σχέσεις, ἔλεγε: «Πολλὰ σύννεφα μαζεύτηκαν. Ἂν μπορέσουμε νὰ τὰ διώξουμε» (μὲ τὴν προσευχή).
Σὲ παρόμοια περίπτωση ἔκανε Θεία Λειτουργία στὸ Καλύβι του. Στοὺς Μακαρισμοὺς δὲν ἔψαλλε ὅ,τι προέβλεπε τὸ τυπικό, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν κανόνα τοῦ ὁσίου Νικολάου τοῦ Κατασκεπηνοῦ, γιατί ἦταν κατάλληλο γιὰ τὴν περίπτωση αὐτή: «Ἀθέων Ἀγαρηνῶν τὰ βέλη σύντριψον Δέσποινα, καὶ πᾶσαν ἐπιβουλὴν δαιμόνων ματαίωσον, λαὸν χριστεπώνυμον σκέπων καὶ φυλάττων, ἵνα πόθῳ σὲ δοξάζωμεν».