Γεννήθηκε περί το 270 στη Μακεδονία από γονείς πλουσίους και ευγενείς και ταυτόχρονα πιστούς Χριστιανούς. Επειδή στην πατρίδα τους η χριστιανική τους πίστη τους δημιουργούσε μεγάλα προβλήματα εξαιτίας των διωγμών και των αφόρητων πιέσεων από τα ειδωλολατρικά ιερατεία, αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στην Αλεξάνδρεια, όπου τα πράματα ήταν ελαφρώς καλλίτερα. Επί πλέον είχαν μάθει ότι στην δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Ρωμαϊκού Κράτους οι Χριστιανοί ήταν πολυπληθείς και αποζητούσαν να ενωθούν μαζί τους.
Μετά την εγκατάστασή τους στην Αλεξάνδρεια, φρόντισαν να γνωριστούν με τους εξέχοντες Χριστιανούς της πόλεως, Φρόντισαν επίσης να βρουν Χριστιανούς δασκάλους για την κόρη τους, ώστε να μορφωθεί και κατά κόσμον, αλλά κυρίως κατά Θεόν. Και πράγματι η αρχοντοπούλα Συγκλητική απέκτησε μεγάλη μόρφωση και στολίστηκε με αρετές και σπάνια σωφροσύνη για την νεανική της ηλικία.
Παράλληλα ήταν στολισμένη με σωματική ομορφιά και χάρη, ώστε είχε γίνει στόχος πολλών νέων, την οποία ζητούσαν σε γάμο από τους γονείς της. Εκείνοι την πίεζαν να παντρευτεί, αλλά εκείνη αρνιόταν πεισματικά, διότι είχε υποσχεθεί πίστη στον Νυμφίο Χριστό και παρθενία, η οποία θα τη βοηθούσε να δοθεί ολοκληρωτικά στο έργο της Εκκλησίας. Είχε ακούσει για τις άγιες γυναίκες της αρχαίας Εκκλησίας, οι οποίες προτίμησαν την παρθενία και αφιερώθηκαν στη διακονία της Εκκλησίας και των συνανθρώπων τους και θέλησε να τους μιμηθεί.
Όταν κοιμήθηκαν οι γονείς της, μοίρασε τη μεγάλη περιουσία της στους φτωχούς και το αρφανά της Αλεξάνδρειας και αναχώρησε για την έρημο, όπου ίδρυσε μοναστήρι, εφαρμόζοντας ασκητικούς κανόνες, τους οποίους σύνταξε και όρισε η ίδια. Με προσευχή, νηστεία, αγρυπνία και μελέτη των Γραφών κατόρθωσε να φτάσει σε σημεία αγιότητας. Πολύ γρήγορα διαδόθηκε η φήμη της στην γύρω περιοχή. Πλήθος ανθρώπων έτρεχαν να ωφεληθούν από τις πνευματικές της νουθεσίες. Επίσης πολλές γυναίκες θέλησαν να μονάσουν μαζί της ως υποτακτικές της στο μοναστήρι της. Έτσι δημιουργήθηκε μια μεγάλη μοναστική αδελφότητα.
Η Συγκλητική κατέστη η πνευματική τους μητέρα και το λαμπρό παράδειγμα αρετής και αγιότητας. Φερόταν μαζί τους ως αδελφή και όχι ως ηγουμένη, φροντίζοντας και υπηρετώντας την καθεμιά. Φρόντιζε να μην διαφημίζονται οι αρετές της και να μη δείχνει την αγιότητά της. Είχε καταστεί το υπόδειγμα της ταπείνωσης στην αδελφότητα. Τους μιλούσε συνεχώς για την πίστη στο Θεό και τις νουθετούσε να τηρούν με ακρίβεια την χριστιανική ζωή, η οποία απορρέει από τις ευαγγελικές επιταγές.
Όσο περνούσε ο καιρός τόσο πρόκοβε στην αρετή και την αγιότητα. Είχε αποκτήσει την ικανότητα να πολεμάει κατά μέτωπον το διάβολο και να του χαλά τα σχέδια, ώστε να μην μπορεί να την προσβάλει. Αλλά δίδασκε και στις μοναχές τους τρόπους πώς να αποφεύγουν τις μηχανορραφίες του «απ’ αρχής ανθρωποκτόνου» (Ιωάν.8,44). «Πρέπει να γνωρίζουμε, ότι όσο ανεβαίνουμε τα πνευματικά σκαλοπάτια, τόσο ο διάβολος προσπαθεί να μας πολεμήσει με τις παγίδες του.
Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε πάντοτε άγρυπνες στους λογισμούς, που συχνά μας πολεμούν. Ο εχθρός μας, προκειμένου να γκρεμίσει τον οίκο της ψυχής μας, ή από τα θεμέλια τον γκρεμίζει, ή από τη σκεπή» έλεγε. Επίσης τόνιζε πως «Ο εχθρός μας, αφού μεταχειριστεί όλα του τα όπλα, αφήνει τελευταίο την υπερηφάνεια. Είναι το μεγαλύτερο καταστρεπτικό δηλητήριο, με το οποίο, ποτίζει την ψυχή μας»!
Για την πολεμική της κατά του διαβόλου, ο μισόκαλος την φθόνησε και προσπάθησε να την καταστρέψει. Προσπαθούσε να βρει τρόπους για να τη βγάλει από τη μέση, διότι δεν μπορούσε να πειράξει τις μοναχές της Μονής. Την πρόσβαλε στο σώμα. Της έδωσε φοβερούς και αβάσταχτους πόνους στα εντόσθια. Κατόπιν της έβαλε επώδυνες πληγές στα πνευμόνια, να μη μπορεί να αναπνεύσει και να αιμορραγεί από το στόμα. Πίστευε ο πονηρός πως έτσι θα τη θανάτωνε σύντομα.
Αλλά η οσία υπόμεινε με καρτερία τους πόνους και τους πυρετούς, που την έριχναν στο κρεβάτι για πολλές ημέρες. Αν και έλειωνε καθημερινά σαν κερί, δεν έβγαζε τον παραμικρό βογγητό από το στόμα της, αλλά συνεχώς δοξολογούσε το Θεό. Θεωρούσε τους σωματικούς της πόνους ως μέρος του αγώνα της για πνευματική τελείωση. Δίδασκε στις μοναχές, πως είναι προτιμότερο να υποφέρουν από σωματικούς πόνους, παρά να είναι αμέριμνες, διότι βρίσκει ο διάβολος την ευκαιρία να τις πειράξει. Ο πονεμένος άνθρωπος είναι απασχολημένος με το πρόβλημά του και δεν του μένει χρόνος για ανεμελιά, την οποία εκμεταλλεύεται ο πονηρός.
Παρ’ όλους στους πόνους της η Συγκλητική δίδασκε αδιάκοπα στις μοναχές πως να ξεπερνούν τις παγίδες του διαβόλου. Γι’ αυτό και εκείνος θέλησε να της κλείσει το στόμα, να μη μπορεί να μιλάει. Τη αφαίρεσε τη φωνή, προξενώντας βλάβες στις φωνητικές της χορδές. Αλλά εκείνη δεν πτοήθηκε από το νέο κτύπημα. Με νοήματα και το παράδειγμά της συνέχιζε να διδάσκει τις μοναχές. Αλλά ο διάβολος της καταφέρνει νέο πρόβλημα. Της δημιούργησε φοβερό απόστημα στο στόμα, ώστε ήταν αδύνατο να λάβει τροφή.
Τρεις ολόκληρους μήνες κράτησε το μαρτύριό της. Εξουθενωμένη, κάλεσε τις μοναχές να τις δει για τελευταία φορά και να τις προειδοποιήσει ότι σε τρεις ημέρες θα έφευγε από κοντά τους. Και όντως την Τρίτη ημέρα παρέδωσε την αγία ψυχή της στο Χριστό, τον Οποίο τόσο αγάπησε και υπηρέτησε σε όλη τη ζωή της, σε ηλικία ογδόντα ετών. Η μνήμη της τιμάται στις 5 Ιανουαρίου.