Μήπως καὶ σήμερα δὲν κραυγάζουν οἱ Χριστομάχοι: σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν! Μήπως καὶ σήμερα δὲν ζητοῦν τὴν κεφαλὴ τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ;
Ὦ ναί, ὅταν οἱ ἄνθρωποι τρελαθοῦν ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια, ὅταν ἀλλοφρονήσουν ἀπὸ τὴν αὐταρέσκεια, τότε δὲν τοὺς χρειάζεται ὁ Θεός, δὲν χρειάζονται τὴν Δικαιοσύνη Του ἀφοῦ ἀνακηρύσσουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ Θεό. Προτείνουν τὴν ἐλάχιστη καὶ ψεύτικη ἀλήθεια τους ὡς τὴν μεγάλη, τὴν σωτήρια ἀλήθεια. Ἀνακηρύσσουν ἀκόμα, τὴν ἐλάχιστη γήϊνη, δική τους ἀνάπηρη δικαιοσύνη ὡς τὴν μέγιστη δικαιοσύνη: δὲν μᾶς χρειάζεται ἡ Δικαιοσύνη τοῦ Χριστοῦ, δὲν θέλουμε τὴν Δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.
Οἱ ἄνθρωποι, μὲ τυφλωμένο τὸν νοῦ καὶ τὴν ψυχή, δὲν βλέπουν μά καὶ δὲ θέλουν νὰ δοῦν ὅτι σὲ τοῦτο τὸν κόσμο ὁ ἄνθρωπος -ὁ γνήσιος ἄνθρωπος- δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ δίχως τὸν Θεό. Γιατὶ ἄραγε αὐτό; Μὰ ἐπειδὴ ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι γεμάτος ἀπὸ Ἠρῶδες, γεμάτος ἀπὸ Φαρισαίους. Οἱ Ἠρῶδες ζητοῦν τὴν κεφαλὴ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ζητοῦν τὶς κεφαλὲς ὅλων τῶν δικαίων τῆς γῆς. Καὶ οἱ Φαρισαῖοι, οἱ ψευδεῖς Γραμματεῖς καὶ οἱ ψευδόσοφοι τοῦ κόσμου αὐτοῦ ἀπαιτοῦν τὸν θάνατο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
Μπροστὰ στὸν θάνατο οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀδύναμοι σὰν τὰ κουνούπια, σὰν τὰ πετραδάκια. Γιὰ ποιὸ πρᾶγμα καυχᾶσθε ὦ ἄνθρωποι; Γιὰ τὸν πλοῦτο, τὴν ἐπιστήμη, τὴν φιλοσοφία καὶ τὴν κουλτούρα; Ὅλα αὐτὰ εἶναι σκύβαλα - σὺ καὶ ἐγὼ δοῦλοι τοῦ θανάτου! Κάθε ἄνθρωπος εἶναι δοῦλος τοῦ φόβου, δοῦλος τοῦ θανάτου. Μπορεῖ νὰ γίνει ἄνθρωπος σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο μὲ χαρά; Ὄχι δὲν μπορεῖ.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ ἀντικρίσει σοβαρὰ τὸν ἑαυτό του καὶ μὲ σοβαρότητα θὰ κοιτάξει τὸν θάνατο σὰν τὸν ἔσχατο σταθμὸ αὐτῆς τῆς ζωῆς, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει χαρὰ σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο, δὲν ὑπάρχει γι' αὐτὸν καμιὰ ἀπόλαυση ἐδῶ. Ὅλες οἱ ἀπολαύσεις εἶναι ἕνα ψέμα, ἐὰν ὁ θάνατος ἀποτελεῖ γιὰ μένα καὶ γιὰ σένα τὸν τελευταῖο σταθμὸ αὐτοῦ τοῦ κόσμου.