«Γνωρίζω ὑμῖν τό εὐαγγέλιον τό εὐαγγελισθέν ὑπ᾽ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστιν κατά ἄνθρωπον» (Γαλ. 1.11), ἀκούσαμε σήμερα τόν ἀπόστολο Παῦλο νά διαβεβαιώνει τούς χριστιανούς τῆς Γαλατίας.
Αἰσθάνεται χρέος του ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος νά ἀναφερθεῖ στή γνησιότητα τοῦ κηρύγματός του. Αἰσθάνεται χρέος νά βεβαιώσει τούς πιστούς ὅτι ὅσα τόν ἄκουσαν νά τούς λέγει γιά τόν Χριστό καί τή ζωή του δέν εἶναι πληροφορίες πού προέρχονται ἀπό ἀνθρώπους, ἔστω καί ἀπό αὐτούς τούς μαθητές καί ἀποστόλους τοῦ Κυρίου. Αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά τούς βεβαιώσει ὅτι ὅσα τούς εἶπε γιά τό εὐαγγέλιο καί τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἀνθρώπινες σκέψεις καί ἰδέες καί θεωρίες. Εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ πού ἐπέλεξε μέ θαυμαστό τρόπο τόν πρώην διώκτη του Σαῦλο γιά νά τόν καταστήσει ἀπόστολό του καί τόν ἀξίωσε πολλῶν καί οὐρανίων ἀποκαλύψεων.
Καί αὐτή ἡ διαβεβαίωση τοῦ ἀποστόλου Παύλου δέν ἰσχύει μόνο γιά τούς Γαλάτες, ἰσχύει καί γιά ἐμᾶς, ἀδελφοί μου, πού πιστεύσαμε μέ τό κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου· ἰσχύει γιά τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ἡ πίστη τῆς ὁποίας εἶναι ἀποκεκαλυμμένη ἀπό τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος ἦρθε στόν κόσμο γιά νά μᾶς γνωρίσει προσωπικά τήν ἀλήθειά του. Ἦρθε στόν κόσμο γιά νά μᾶς γνωρίσει τόν Πατέρα του καί νά μᾶς διδάξει ὁ ἴδιος τί θά πρέπει νά πιστεύουμε καί πῶς θά πρέπει νά ζοῦμε γιά νά πλησιάσουμε τόν Θεό καί νά λάβουμε καί πάλι τήν υἱοθεσία, τήν ὁποία ᾽Εκεῖνος μᾶς χάρισε μέ τήν ἐνανθρώπηση καί τή θυσία του.
Ἡ πίστη μας στόν Χριστό δέν ἀποτελεῖ, λοιπόν, μία ἀνθρώπινη ἐπινόηση, δέν ἀποτελεῖ ἕνα σύστημα νόμων καί κανόνων πού δημιούργησαν ἄνθρωποι, δέν ἀποτελεῖ ἐφεύρημα τῶν ἀποστόλων ἤ τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά ἀποκάλυψη τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτό καί παραμένει ἀναλλοίωτη ἀπό τόν χρόνο, ἀναλλοίωτη ἀπό τίς προσπάθειες πολλῶν νά τήν ἀλλάξουν, νά τήν παρερμηνεύσουν, νά τήν ἀμαυρώσουν. Παραμένει ἀναλλοίωτη, ὅσο καί ἐάν βάλλεται ἀπό τούς ἐχθρούς της, ἀπό αὐτούς πού θέλουν καί ἐπιδιώκουν νά τήν ἐξαφανίσουν, γιατί τούς ἐνοχλεῖ, γιατί τούς ἐλέγχει τή συνείδηση, γιατί εἶναι ἐμπόδιο στά συμφέροντα καί τίς ἐπιδιώξεις τους.
Ἡ πίστη μας καί ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας βασίζεται στήν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ, γι᾽ αὐτό καί δέν μποροῦμε καί ἐμεῖς νά τήν ἀλλάξουμε, δέν μποροῦμε νά τήν ἐκσυγχρονίσουμε, δέν μποροῦμε νά τήν προσαρμόσουμε στίς συνθῆκες καί τίς ἀπαιτήσεις τῆς ἐποχῆς μας, ὅπως ζητοῦν κάποιοι, θεωρώντας την ξεπερασμένη.
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί κρίνουν, ἀδελφοί μου, μέ ἀνθρώπινα κριτήρια, καί νομίζουν ὅτι ὅπως τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων μπορεῖ νά χρειάζονται ἀνανέωση καί ἐκσυγχρονισμό, καί οἱ θεωρίες καί οἱ ἰδεολογίες, τά φιλοσοφικά καί πολιτικά τους συστήματα νά χρειάζονται ἀναπροσαρμογή καί ἀντικατάσταση, ἔτσι χρειάζεται καί ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ἀνανέωση.
Αὐτό ὅμως εἶναι ἀπολύτως ἐσφαλμένο καί ἐπικίνδυνο, γιατί τά ἀνθρώπινα δημιουργήματα ὑπόκεινται στόν χρόνο καί τήν ἀλλοίωσή του, διότι καί οἱ δημιουργοί τους, οἱ ἄνθρωποι, εἶναι φθαρτοί καί πεπερασμένοι καί ὑπόκεινται στήν ἀλλοίωση τοῦ χρόνου.
Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας δέν χρειάζεται ἀνανέωση, γιατί εἶναι ὁ ἀποκεκαλυμμένος λόγος τοῦ Χριστοῦ, καί ὁ Χριστός δέν εἶναι δέσμιος τοῦ χρόνου οὔτε ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτόν. Ὁ Χριστός εἶναι, ὅπως γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας», καί ὁ λόγος του καί ἡ διδασκαλία του παραμένουν ἀνεπηρέαστα ἀπό τόν χρόνο καί τίς ἀλλαγές πού ἐκεῖνος ἐπιφέρει. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, τόν ὁποῖο διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας, φέρει τή σφραγίδα τῆς αἰωνιότητος καί τῆς θείας ἀποκαλύψεως, καί ἔτσι ἰσχύει πάντοτε καί θά ἰσχύει ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος καί θά ὁδηγεῖ ὅσους πιστεύουν σ᾽ αὐτόν καί τόν ἀκολουθοῦν στή ζωή τους κοντά στόν Θεό καί στή σωτηρία τους.
Γι᾽ αὐτό, ἀδελφοί μου, ἄς μήν ὑποκύπτουμε στόν πειρασμό πού κάποιες φορές προσπαθεῖ νά μᾶς πείσει ὅτι πρέπει νά προσαρμόσουμε τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας καί τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ στά μέτρα μας. Ἀντίθετα ἄς εἴμαστε εὐγνώμονες στόν Θεό, γιατί μᾶς ἀποκάλυψε τήν ἀλήθεια του διά τοῦ Υἱοῦ του καί ἄς προσπαθοῦμε νά τήν ἐφαρμόζουμε στή ζωή μας, ὅπως ἀκριβῶς μᾶς τήν δίδαξε καί μᾶς τήν διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας.