Στο πλαίσιο των ΚΖ´ Παυλείων την Πέμπτη 17 Ιουνίου το πρωί στον υπό κατασκευή Ιερό Ναό του Αγίου Λουκά του Ιατρού στην Ιερά Μονή της Παναγίας Δοβρά Βεροίας πραγματοποιήθηκε η καθιερωμένη ημερίδα πνευματικών με θέμα: «Το μυστήριο της Εξομολόγησης στον καιρό της πανδημίας».
Στην αρχή της ημερίδας ο Ποιμενάρχης μας, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων απηύθυνε χαιρετισμό και καλωσόρισε τον ομιλητή και τους Ιερείς.
Κεντρικός ομιλητής ήταν ο Καθηγητής του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Α.Π.Θ. Πρωτοπρεσβύτερος π. Αθανάσιος Γκίκας, ο οποίος ανέπτυξε σκέψεις, προτάσεις και προβληματισμούς σχετικά με το μυστήριο της Εξομολόγησης στον καιρό της πανδημίας, ενώ στο τέλος ακολούθησε γόνιμη συζήτηση.
Την εκδήλωση παρουσίασε ο Αρχιερατικός Επίτροπος Βεργίνης Αρχιμ. Ιερεμίας Γεωργαλής.
Ο Σεβασμιώτατος στην εισαγωγική του ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων: Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τίς πρεσβεῖες τοῦ ἁγίου ἐνδόξου πρωτοκορυφαίου ἀποστόλου Παύλου, πρός τιμήν τοῦ ὁποίου εἶναι ἀφιερωμένη καί αὐτή ἡ Ἡμερίδα, πού ἐντάσσεται στό πλαίσιο τῶν ΚΖ´ Παυλείων, ἀλλά καί τοῦ ἁγίου Λουκᾶ, τοῦ ἰατροῦ καί θαυματουργοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς φιλοξενεῖ σήμερα στόν ἱερό ναό του, συναντώμεθα καί φέτος στήν καθιερωμένη πλέον Ἡμερίδα τῶν πνευματικῶν τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως, καί ἔχω τήν χαρά νά σᾶς καλωσορίσω ὅλους ἐδῶ, στήν Ἱερά Μονή τῆς Παναγίας Δοβρᾶ, καί ἰδιαιτέρως τόν σημερινό ὁμιλητή μας, αἰδεσιμολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο π. Ἀθανάσιο Γκίκα, καθηγητή τῆς Ποιμαντικῆς καί τῆς Ἐξομολογητικῆς στή Θεολογική Σχολή τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τόν ὁποῖο ἔχουμε τήν τιμή καί τή χαρά νά εἶναι κοντά μας γιά νά μᾶς ὁμιλήσει.
Συνήθως τά θέματα τῶν Ἡμερίδων πού πραγματοποιοῦνται στήν Ἱερά Μητρόπολή μας στή διάρκεια τῶν Παυλείων σχετίζονται μέ τό γενικό θέμα τοῦ κάθε χρόνου καί ἀποτελοῦν κατά κάποιο τρόπο μιά ἐξειδίκευση τοῦ θέματος ἀνάλογα μέ τά πρόσωπα στά ὁποῖα ἀπευθύνεται ἡ Ἡμερίδα, ἤ, ἄν θέλετε, οἱ εἰσηγήσεις στίς διάφορες Ἡμερίδες φωτίζουν ἐπιμέρους πτυχές τοῦ θέματος τῶν Παυλείων.
Καί θά ἦταν καί φέτος αὐτό δυνατό, καθώς τό θέμα τῶν ΚΖ´ Παυλείων εἶναι «Ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί οἱ πνευματικές διεργασίες πρίν ἀπό τό 1821», θέμα πού ἔχει σχέση μέ τήν ἐπέτειο τῶν 200 ἐτῶν ἀπό τήν ἔναρξη τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, τήν ὁποία ἑορτάζει καί τιμᾶ ἡ πατρίδα μας ἀλλά καί ἡ Ἐκκλησία μας, καί βεβαίως καί ἡ Ἱερά Μητρόπολή μας καθ᾽ ὅλη τή διάρκεια τοῦ ἔτους.
Ἤδη ὅμως, ὅπως ὅλοι γνωρίζετε, ἡ Ἱερά Μητρόπολή μας ἔχει διοργανώσει ἀρκετές ἐκδηλώσεις γιά νά τιμήσει τή μεγάλη αὐτή ἐθνική ἐπέτειο, ἀλλά καί ἕναν κύκλο ἑβδομαδιαίων ὁμιλιῶν ὑπό τόν τίτλο «Μαρτύρων καί ἡρώων αἵματα», μέ σκοπό νά ἀναδείξουμε τήν προσφορά τόσο τῆς Ἐκκλησίας ὅσο καί ὅλων τῶν πρωταγωνιστῶν τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως.
Ἔτσι, θεωρήσαμε σκόπιμο νά ἀφιερώσουμε τήν Ἡμερίδα τῶν πνευματικῶν σέ ἕνα ἄλλο ἐπίκαιρο θέμα πού μᾶς ἀπασχόλησε καί μᾶς ἀπασχολεῖ ὅλους, ἕνα θέμα τό ὁποῖο ἀντιμετωπίζουμε ἤ καί θά ἀντιμετωπίσουμε ὡς πνευματικοί, τό θέμα τῆς πανδημίας τοῦ κορωνοϊοῦ.
Ζήσαμε καί ζοῦμε ἀκόμη μία δοκιμασία πρωτόγνωρη, μία δοκιμασία πού κανείς μας δέν εἶχε φαντασθεῖ ὅτι μπορεῖ νά μᾶς ἐπισκεφθεῖ καί μάλιστα νά διαρκέσει τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα καί νά ἔχει τόσο πολλές συνέπειες στή ζωή μας καί ὡς ἀτόμων καί ὡς κοινωνίας καί ὡς ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Ὁ Θεός ἐπέτρεψε νά δοκιμασθοῦμε γιά λόγους πού Ἐκεῖνος γνωρίζει. Ἐπέτρεψε νά ζήσουμε γιά ἀρκετούς μῆνες ἀπομονωμένοι ἀπό τούς οἰκείους καί τούς φίλους μας, περιορισμένοι στά σπίτια μας καί στά μοναστήρια μας καί χωρίς ἀκόμη δυνατότητα μετακινήσεως. Ἐπέτρεψε νά περάσουμε ὅλους αὐτούς τούς μῆνες μέ κλειστούς τούς ναούς μας ἤ μέ περιορισμένο ἀριθμό πιστῶν, μέ ἀλλαγές στά προγράμματα καί στίς προϋποθέσεις λειτουργίας τῶν ἱερῶν ναῶν, χωρίς δυνατότητες γιά κατηχητικό καί κηρυκτικό ἔργο, χωρίς τήν εὐκολία τῆς ἐπικοινωνίας πού εἴχαμε ἄλλοτε μέ τούς ἀνθρώπους.
Ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν μία μεγάλη δοκιμασία γιά ὅλους μας. Καί ἄν προσθέσουμε σέ αὐτή καί τίς ἄλλες δοκιμασίες πού κλήθηκαν νά ἀντιμετωπίσουν πολλοί ἀδελφοί μας, τήν ἴδια τήν ἀσθένεια τοῦ κορωνοϊοῦ, στόν ἑαυτό τους ἤ σέ συγγενικά καί φιλικά τους πρόσωπα, τή δοκιμασία τῆς νοσηλείας, τήν ἀκόμη ὀδυνηρότερη τῆς ἀπομονώσεως κατά τή διάρκεια τῆς νοσηλείας στό νοσοκομεῖο ἤ καί στίς Μονάδες Ἐντατικῆς Θεραπείας, καί σέ ἀρκετές περιπτώσεις, δυστυχῶς, καί τόν θάνατο, τότε κανείς δέν ἀμφιβάλλει γιά τό μέγεθός της.
Οἱ δοκιμασίες αὐτές, ἀλλά καί ἡ ἀγωνία, ἡ ἀνησυχία, ἡ ἀβεβαιότητα, ὁ φόβος, συναισθήματα πού ὅλοι νιώσαμε, καθώς βλέπαμε γύρω μας ἤ παρακολουθούσαμε τίς ἐξελίξεις, δημιούργησαν ψυχολογικά προβλήματα, ἀκόμη καί σέ ἀνθρώπους πού ἔχουν κάποια πνευματική καλλιέργεια, τά ὁποῖα μέ τή σειρά τους ἐπηρεάζουν τή συμπεριφορά τους, προκαλοῦν προβλήματα στίς οἰκογενειακές σχέσεις, στήν ἐπαγγελματική καί οἰκογενειακή ζωή καί κατ᾽ ἐπέκταση καί στήν πνευματική ζωή. Καί ὅλα αὐτά εἶναι θέματα, εἶναι προβλήματα τά ὁποῖα θά τά βροῦμε καί θά τά ἀκούσουμε στήν ἐξομολόγηση.
Καί ἄν σέ αὐτά προσθέσει κανείς καί τά ὅσα προκάλεσαν οἱ ἀτέρμονες συζητήσεις, πού διεξήγοντο εἴτε στά μέσα μαζικῆς ἐπικοινωνίας εἴτε στά κοινωνικά δίκτυα καί τό διαδίκτυο, γιά τήν ὕπαρξη ἤ ὄχι τοῦ κορωνοϊοῦ, γιά τίς συνέπειες τῶν ἐμβολίων, γιά τή χρήση τῆς μάσκας, γιά τή θεία Κοινωνία, γιά τίς ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου σχετικά μέ τή λειτουργία τῶν ἱερῶν ναῶν, κλόνισαν ἀσφαλῶς τήν πίστη πολλῶν ἀδελφῶν μας, καί ἄν ἀκόμη δέν τήν κλόνισαν, τούς προβλημάτισαν, τούς γέμισαν μέ ἐρωτηματικά, τούς ἔκαναν νά ἀνησυχήσουν, καί ὅλα αὐτά θά τά ἐκφράσουν μέ κάποιον τρόπο στήν ἐξομολόγηση.
Τί μπορεῖ νά κάνει ὁ πνευματικός γιά νά βοηθήσει τούς ἀνθρώπους πού ἔρχονται στό μυστήριο, ἰδίως μάλιστα κάποιους πού στερήθηκαν ἤ ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως ἤ καί τῆς θείας κοινωνίας κάποιο διάστημα γιά διαφόρους λόγους;
Τό πρῶτο βεβαίως πού χρειάζονται καί ἀναμένουν οἱ ἀδελφοί μας εἶναι νά τούς στηρίξουμε καί νά τούς ἐνισχύσουμε. Νά τούς βοηθήσουμε νά κατανοήσουν ὅτι δέν εἶναι μόνο αὐτοί πού αἰσθάνονται ἔτσι, πού αἰσθάνονται κουρασμένοι, ἐξουθενωμένοι ἤ καί ἀπελπισμένοι κάποιες φορές. Νά τούς ποῦμε ὅτι οἱ δοκιμασίες εἶναι μέρος τῆς ζωῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἀλλά ἡ ζωή μας εἶναι στά χέρια τοῦ Θεοῦ, ἐφόσον πιστεύουμε καί ἐμπιστευόμεθα στήν ἀγάπη του. Νά τούς ποῦμε ὅτι ὅλα αὐτά πού περάσαμε καί περνοῦμε μπορεῖ νά ἦταν μία μεγάλη δοκιμασία, ἀλλά ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δέν μᾶς ἐγκατέλειψε, καί αὐτήν θά πρέπει νά ἐμπιστευόμεθα καί νά ἔχουμε τήν ἐλπίδα μας καί γιά τή συνέχεια.
Τό βασικό στοιχεῖο πού πρέπει νά διδαχθοῦμε ὅλοι ἀπό τήν πανδημία καί τή δοκιμασία αὐτή εἶναι ὅτι ἡ πίστη μας στόν Θεό δέν εἶναι μόνο γιά τόν καιρό πού ὅλα πηγαίνουν καλά στή ζωή μας, πού δέν ἀντιμετωπίζουμε προβλήματα, ἀλλά πάντοτε, κατά μείζονα λόγο μάλιστα στίς ὧρες τοῦ πειρασμοῦ καί τῆς δοκιμασίας. Γιατί ἡ μόνη σταθερά στή ζωή μας εἶναι ὁ Θεός. Ὁ μόνος πού μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει εἶναι Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά μᾶς δώσει «σύν τῷ πειρασμῷ καί τήν ἔκβασιν αὐτοῦ». Ἐκεῖνος πού δέν ἐπιτρέπει τυχαῖα νά μᾶς συμβεῖ κάτι, ἀλλά ἔχει ἕνα σχέδιο γιά τόν καθένα μας. Καί ἄν ἐμπιστευόμασθε τήν Πρόνοιά του, ἄν ἐμπιστευόμεθα τήν ἀγάπη του, δέν πρέπει νά ἀμφιβάλλουμε ὅτι καί αὐτή ἡ δοκιμασία θά γίνει ἀφορμή γιά τήν πνευματική μας πρόοδο, ἀφορμή γιά νά λάβουμε περισσότερη χάρη ἀπό τόν Θεό, καί μέ τή χάρη αὐτή νά θεραπευθοῦμε καί ἀπό τίς πληγές καί τά τραύματα πού μπορεῖ νά ἄφησε στίς ψυχές μας ἡ δοκιμασία τῆς πανδημίας.
Γι᾽ αὐτό καί εἶναι σημαντικό νά μάθουμε καί ἐμεῖς, ἀλλά καί οἱ ἀδελφοί μας, ὅτι θά πρέπει νά ἀντιμετωπίζουμε τίς δοκιμασίες πού μᾶς ἐπισκέπτονται μέ ὑπομονή καί ἐπιμονή. Νά ὑπομένουμε ὅ,τι καί ἄν συναντήσουμε, χωρίς νά δυσανασχετοῦμε καί χωρίς νά ἀγωνιοῦμε γιατί δέν περνᾶ. Νά ὑπομένουμε, γιατί ἡ ὑπομονή, πού εἶναι καρπός τῆς ἐμπιστοσύνης πού θά πρέπει νά ἔχουμε στόν Θεό, μᾶς δίνει ἐλπίδα, ἀλλά καί συγχρόνως ἀποτελεῖ ἕνα εἶδος πνευματικῆς ἀσκήσεως, διότι χωρίς ὑπομονή καί ἐπιμονή δέν μποροῦμε νά κατορθώσουμε τίποτε στή ζωή μας.
Ὁ πνευματικός ἀγώνας γιά τήν ἐν Χριστῷ ζωή ἀπαιτεῖ ὑπομονή καί ἐπιμονή. Ἄν δέν ἔχουμε ὑπομονή, δέν μποροῦμε νά ἐπιμένουμε, ὥστε νά ἐπιτύχουμε αὐτό πού θέλουμε, νά ἐπιτύχουμε νά κόψουμε μία κακή συνήθεια, μία ἀδυναμία, ἕνα πάθος, ἀλλά καί νά ἀντιμετωπίζουμε μέ πραότητα τούς ἀδελφούς μας καί νά ἀγωνιζόμεθα γιά νά κατακτήσουμε τήν ἀρετή.
Ἔτσι μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ δοκιμασία τῆς πανδημίας ἦταν μία προπαιδεία γιά τήν ὑπομονή, τήν ὁποία ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη, γιατί αὐτή εἶναι πρόξενος τῆς σωτηρίας μας.
Κάτι ἀκόμη γιά τό ὁποῖο θά χρειασθεῖ ἴσως νά μιλήσουμε στούς ἀδελφούς μας εἶναι ἡ ἀνάγκη νά ἐπιστρέψουμε στούς κανονικούς, θά ἔλεγα, ρυθμούς, τῆς πνευματικῆς καί μυστηριακῆς ζωῆς.
Ἀρκετοί ἀδελφοί μας ἔμειναν μακριά ἀπό τά ἱερά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπό τή λειτουργική ζωή εἴτε ἀπό ἀνάγκη εἴτε ἀπό φόβο. Καί ἐπειδή τό διάστημα αὐτό ἦταν μεγάλο, ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος νά γίνει αὐτή, ἡ ἀκούσια ἤ ἑκουσία ἀποχή, συνήθεια. Μπορεῖ ἀκόμη ἡ ταραχή πού δημιούργησε σέ κάποιες ψυχές ἡ δοκιμασία τῆς πανδημίας, νά τίς ἀπομάκρυνε καί ἀπό τήν προσευχή, τή μελέτη καί τά ἄλλα πνευματικά καθήκοντα. Δέν θά πρέπει ὅμως νά συνεχίσουν μέ τόν ἴδιο τρόπο. Δέν θά πρέπει νά στεροῦν τόν ἑαυτό τους ἀπό τά ἱερά μυστήρια. Δέν θά πρέπει νά ἀφήσουν νά ἀποδιοργανωθεῖ τό πρόγραμμα πού εἶχαν στήν πνευματική ζωή. Καί ἄν μέχρι τώρα συνέβαινε αὐτό, θά πρέπει νά κάνουν προσπάθεια γιά νά ἐπανέλθουν, γιατί εἶναι κρίμα ἀντί νά ἀξιοποιήσουμε τή δοκιμασία γιά τήν ψυχική καί πνευματική μας ὠφέλεια, νά γίνει ἀφορμή γιά τό ἀντίθετο.
Κλείνοντας θά ἤθελα νά προσθέσω καί κάτι τελευταῖο.
Ἔχω μιλήσει πολλές φορές καί γιά τή στάση τῆς Ἐκκλησίας μας ἔναντι ὅλων τῶν μέτρων ὑγειονομικῆς προστασίας πού συστήνουν οἱ εἰδικοί ἰατροί καί ἡ πολιτεία καί δέν θά ἐπανέλθω. Τό μόνο πού θέλω νά πῶ εἶναι ὅτι ὅλοι ἔχουμε ὑποχρέωση νά τά σεβόμεθα καί νά κάνουμε ὑπακοή σέ ὅλες τίς ἀποφάσεις καί τίς ἐγκυκλίους τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας μας. Δέν εἶναι δυνατόν οὔτε νά κάνουμε οὔτε νά συστήνουμε ἀνυπακοή σέ αὐτές οὔτε πολύ περισσότερο νά ἀναλαμβάνουμε ἐμεῖς τήν εὐθύνη γιά τήν ὑγεία καί τή ζωή τῶν ἀνθρώπων.
Ἡ δική μας ἀποστολή ὡς πνευματικῶν εἶναι ἄλλη, καί καλό θά εἶναι νά μήν ἀκοῦμε καί νά μήν ἐπηρεαζόμεθα ἀπό τρίτους καί πολύ περισσότερο νά μήν ἐπηρεάζουμε ὅσους ἐμπιστεύονται τήν ψυχή τους στό πετραχήλι μας.
Μέ αὐτές τίς σκέψεις καί ἐκφράζοντας τή χαρά μου γι᾽ αὐτή τήν εὐκαιρία τῆς συναντήσεώς μας καί τῆς συζητήσεως πού θά ἔχουμε στή συνέχεια, θά ἤθελα νά σᾶς συστήσω τόν ἐκλεκτό ὁμιλητή μας, τόν πρωτοπρεσβύτερο π. Ἀθανάσιο Γκίκα, καθηγητή, ὅπως εἶπα καί προηγουμένως, τῆς Ποιμαντικῆς καί τῆς Ἐξομολογητικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ.
Σέ πολλούς εἶναι γνωστός ἀπό τή Θεολογική Σχολή, ἦταν καθηγητής σας. Ἐγώ ἔχω τήν χαρά νά τόν γνωρίζω ἀπό τήν ἐποχή τῆς διακονίας μου στήν Ἱερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, καθώς καί ὁ π. Ἀθανάσιος διακονεῖ ἐκεῖ, ἀπό πολλά χρόνια, στό Μετόχι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας, στόν ἱερό ναό τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους, ὅπου δραστηριοποιεῖται ὡς πνευματικός, συμβουλεύει νέους, ἐφήβους, ἀλλά καί οἰκογένειες, καί διαθέτει μεγάλη ἐμπειρία στόν τομέα αὐτό.
Παράλληλα βέβαια ἔχει ἐξειδικευθεῖ στόν τομέα τῆς Ποιμαντικῆς καί τῆς Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας καί ἔχει ἀνάλογες σπουδές καί στή Μεγάλη Βρετανία καί στή Θεσσαλονίκη, ἀλλά καί ἔχει γράψει πολλές μελέτες σχετικές μέ τά θέματα αὐτά.
Ἔτσι σήμερα πού ἔχουμε τή χαρά νά βρίσκεται ἀνάμεσά μας, θά τόν ἀκούσουμε νά μᾶς μιλᾶ καί μέ τήν ἐπιστημονική του ἰδιότητα ἀλλά καί μέ τήν ἐκκλησιαστική του ἐμπειρία, καί εἶμαι βέβαιος ὅτι θά ἔχει πολλά καί ὠφέλιμα νά μᾶς πεῖ.
Σᾶς εὐχαριστῶ ἀπό καρδίας γιά τήν εὐγενῆ ἀνταπόκρισή σας καί τήν παρουσία σας καί σᾶς παρακαλῶ νά ἔλθετε στό βῆμα.