Του Μόσχου Εμμανουήλ Λαγκουβάρδου.
Το 1947 ήμουν εφτά χρονών και έμενα με τους γονείς μου στον Τύρναβο. Παραμονές Χριστουγέννων πηγαίναμε με τη γιαγιά μου από τον Τύρναβο στο χωριό μας στη Δεσκάτη,όπου μας περίμενε ο παππούς μου. Στην Ελασσόνα επισκεφθήκαμε μια θεία μου , να μείνουμε λίγες ώρες, ώσπου να έρθει η ώρα της αναχώρησης του στρατιωτικού αυτοκινήτου που έκανε τη συγκοινωνία συνοδευόμενο από ναρκοσυλλέκτες,γιατί ο δρόμος είχε νάρκες.
Παίζοντας με τον συνομήλικο εξάδερφό μου στο σπίτι της θείας μου σκόνταψα στο μαγκάλι κι έπεσαν τα κάρβουνα επάνω στο χαλί. Λυπημένος από τη ζημία που έκανα το έσκασα απ΄το σπίτι της θείας μου και πήγα στις όχθες του ποταμού Τιταρίσιου που διασχίζει την Ελασσόνα. Επέστρεψα στο σπίτι όταν άρχισε να βραδιάζει. Το στρατιωτικό αυτοκίνητο είχε φύγει και μειναμε το βράδυ στο σπίτι της θείας μου.
Τη νύχτα η γιαγιά μου είδε στον ύπνο της τον προστάτη της Άγιο Κωνσταντίνο, ο οποίος της είπε, να μην πάει στη Δεσκάτη, αλλά να γυρίσει στον Τύρναβο γιατί η ζωή της κόρης της κινδυνεύει.
Το πρωί επιστρέψαμε στον Τύρναβο όπου η μητέρα μου κινδύνευε να πεθάνει από ακατάσχετη αιμορραγία (ήταν λεχώνα στην αδελφή μου Βασιλική) και γιατρός δεν βρισκόταν πουθενά. Ήταν η κατάσταση του ανταρτοπολέμου. Ο πατέρας μου έψαχνε να βρει γιατρό στη Λάρισα. Τελικά βρέθηκε κάποιος στρατιωτικός γιατρός ο οποίος σαν φύλακας άγγελος έμεινε κάμποσες μέρες μαζί μας για να είναι διαρκώς στο πλάι της μητέρας μου , ώσπου να διαφύγει τον κίνδυνο.
πηγή: fdathanasiou.