«Κατά τίς τελευταῖες ἡμέρες τοῦ Σεπτεμβρίου 1922 μία ὁμάδα φοιτητῶν τοῦ Ιnternational College τῆς Σμύρνης καί ἐγώ βρεθήκαμε φυλακισμένοι σέ ἀπαίσιο ὑπόγειο, σ’ ἕνα ἀπό τά μπουντρούμια τοῦ Διοικητηρίου τῆς Σμύρνης. Σ’ αὐτό ἦταν ἀσφυκτικά στριμωγμένοι Ἕλληνες Χριστιανοί αἰχμάλωτοι, μᾶλλον ἄνθρωποι προωρισμένοι γιά θάνατο. Τίς βραδινές ώρες φύλακες μ’ ἐπικεφαλής Τουρκοκρήτα παρελάμβανον θύματα πού ἐτυφεκίζοντο. Στίς 5 τό ἀπόγευμα τῆς τελευταίας ἡμέρας τοῦ θλιβεροῦ Σεπτεμβρίου, ὁ Τουρκοκρής ἐκεῖνος μέ διέταξε νά τόν ἀκολουθήσω στήν αὐλή.
– Εἶσαι δάσκαλος; μέ ρωτᾶ.
– Αὐτήν τήν τιμή εἶχα! τοῦ ἀπαντῶ.
– Καί οἱ ἄλλοι πού ἦσαν μαζί σου εἶναι φοιτητές;
– Ναί, τοῦ λέγω.
– Γρήγορα μάζεψέ τους καί φέρε τους ἐδῶ!
– Ἐλᾶτε μαζί μου ἔξω! λέγω στούς συντρόφους μου.
– Φαίνεται ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα μας. Ἐμπρός μέ θάρρος!»
Ποιά ἦταν ἡ ἔκπληξή μας, ὅταν ἀκούσαμε τόν Τουρκο-Κρητικό νά λέει:
– «Δέν θά σᾶς σκοτώσω, θά σᾶς σώσω. Ἀπόψε θά θανατωθοῦν ὅλοι ὅσοι εἶναι στό μπουντρούμι, γιατί ἔφεραν καί ἄλλους πού δέν ἔχουμε χῶρο νά τούς στοιβάξουμε. Θά σᾶς σώσω σήμερα, γιατί ἐλπίζω αὐτό νά μέ βοηθήσει νά λησμονήσω μία τρομερή σκηνή πού ἀντίκρυσαν τά μάτια μου, σκηνή στήν ὁποία ἔλαβα μέρος».
Καί συνέχισε:
– «Παρακολούθησα τό χάλασμα τοῦ Δεσπότη σας. Ἤμουν μ’ ἐκείνους πού τόν τύφλωσαν, πού τοῦ ‘βγάζαν τά μάτια καί αἱμόφυρτο, τόν ἔσυραν ἀπό τά γένεια καί τά μαλλιά στά σοκάκια τοῦ Τουρκομαχαλά, τόν ξυλοκοποῦσαν, τόν ἔβριζαν καί τόν πετσόκοβαν. Βαθειά ἐντύπωση μοῦ ἔκανε καί ἀξέχαστος παραμένει ἡ στάση του. Στά μαρτύρια πού τόν ὑπέβαλλαν δέν ἀπήντα μέ φωνές, μέ παρακλήσεις, μέ κατάρες. Τό πρόσωπό του τό κατάχλωμο, τό σκεπασμένο μέ τό αἷμα τῶν ματιῶν του, τό πρόσωπό του εἶχε ἐστραμμένο πρός τόν Οὐρανό καί διαρκῶς κάτι ψιθύριζε πού δέν ἠκούετο πέρα ἀπό τήν περιοχή του. Ξέρεις ἐσύ, δάσκαλε, τί ἔλεγε;
– Ναί ξέρω, τοῦ ἀπήντησα. Ἔλεγε: Πάτερ Ἅγιε, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι.
– Δέν σέ καταλαβαίνω, δάσκαλε, μά δέν πειράζει. Ἀπό καιροῦ σέ καιρό, ὅταν μποροῦσε, ὕψωνε κάπως τό δεξί του χέρι καί εὐλογοῦσε τούς διῶκτες του. Κάποιος πατριώτης μου ἀναγνωρίζει τήν χειρονομία τῆς εὐλογίας, μανιάζει, μανιάζει καί μέ τό τρομερό μαχαίρι του κόβει καί τά δυό χέρια τοῦ Δεσπότη. Ἐκεῖνος σωριάστηκε στή ματωμένη γῆ μέ στεναγμό πού φαινόταν ὅτι ἦταν μᾶλλον στεναγμός ἀνακουφίσεως παρά πόνου. Τόσο τόν λυπήθηκα τότε πού μέ δύο σφαῖρες στό κεφάλι τόν ἀποτελείωσα. Αὐτή εἶναι ἡ ἱστορία μου. Τώρα πού σᾶς την εἶπα ἐλπίζω πώς θά ἡσυχάσω. Γι’ αὐτό σᾶς χάρισα τή ζωή.
– Καί ποῦ τόν ἔθαψαν; ρώτησα μέ ἀγωνία.
– Κανείς δέν ξέρει ποῦ ἔρριξαν τό κομματιασμένο του κορμί».