Την άποψη πως η οικουμενική πορεία αποτελεί την φύση και την παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας εξέφρασε σε μηνυμά του σε Διεθνές Διαθρησκειακό Συνέδριο για την ειρηνική συνύπαρξη των Λαών που οργάνωσε η Ρωμαιοκαθολική Κοινότητα του Αγίου Αιγιδίου (9 – 12 Σεπτεμβρίου στο Munster and Osnarbruk) στη Γερμανία ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας.
Το συνέδριο πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή Θρησκευτικών αρχηγών, Πολιτικών και Ακαδημαϊκών και εκπροσώπων Διεθνών Οργανισμών για την ειρηνική συνύπαρξη των Λαών, τη Θρησκευτική ανεκτικότητα και ενίσχυση της Παγκόσμιας ασφάλειας.
Ο Αλεξανδρινός Προκαθήμενος κ. Θεόδωρος Β’ στο μήνυμά του τόνισε τη συμβολή της Χριστιανικής ενότητας για την ειρηνική συνύπαρξη των Λαών, ως επίσης και την επιτακτική αναγκαιότητα των Διορθόδοξων, των Διαχριστιανικών και των Διαθρησκειακών Διαλόγων, και μάλιστα το Διάλογο με το Μουσουλμανικό κόσμο.
Το συνέδριο προσφώνησαν η Καγκελάριος της Γερμανίας κ. Μέρκελ, ο Πρόεδρος του ΝιγήραMahamadou Issoufou, ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Antonio Tajani, ο Μακαριώτατος Πατριάρχης του Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου Αντιοχείας κ.κ. Ιωάννης Ε’, o ιδρυτής της Κοινότητας του Αγίου Αιγιδίου πρώην Υπουργός και Καθηγητής Andrea Riccardi, o Aρχιμουφτής της ΑιγύπτουAhmad Muhammad Al-Tayyeb και ο Καθηγητής και ο ειδικός σύμβουλος του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για την Βιώσιμη Ανάπτυξη Jeffrey D. Sachs.
Τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής και το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας εκπροσώπησαν ο Μητροπολίτης Ζιμπάμπουε και Αγκόλας κ. Σεραφείμ και ο Αντιπρόεδρος του Συνδέσμου «Φίλοι Ιεραποστολής Ζιμπάμπουε» κ. Γιάννος Γεωργιάδης.
Στο μήνυμα του προς τους Συνέδρους, μεταξύ άλλων ο Μακαριώτατος Αλεξανδρινός Προκαθήμενος της Ορθοδοξίας στην Αφρικανική Ήπειρο εξέφρασε την άποψη ότι "σύμπασα η Ορθόδοξη Εκκλησία, με συνέπεια ακολουθεί από πολλών ετών την πορεία της επιδιωκόμενης ενότητος μέσω των Πανορθοδόξων και διαχριστιανικών διαλόγων. Με διάκριση και σύνεση έχει αδιάκοπη την παρουσία του ως πλήρες μέλος στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών, το Συμβούλιο Εκκλησιών Μέσης Ανατολής, το Παναφρικανικό Συμβούλιο Εκκλησιών, μετέχει των διαλόγων με τους Ρωμαιοκαθολικούς, Αγγλικανούς, Παλαιοκαθολικούς, Λουθηρανούς και Προχαλκηδονίους Χριστιανούς, καθώς και με τις λοιπές μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, ως το Ισλάμ και τον υπ’ αυτό Μουσουλμανικό κόσμο. Ιδιαιτέρως ο τελευταίος αυτός διάλογος αποτελεί καθήκον μας, εφ’ όσον ζούμε και κινούμεθα εντός του φιλόξενου ισλαμικού περιβάλλοντος και η ζωή μας είναι δεμένη με τους μουσουλμάνους αδελφούς μας, οι οποίοι είναι πλάσματα του ίδιου Θεού και πιστεύουν στον Ένα Θεό"
Συμπλήρωσε δε πως :
"Η Ορθόδοξη Εκκλησία, λοιπόν, δεν αρνείται τον διάλογο, αντιθέτως τον επιδιώκει. Η οικουμενική πορεία αποτελεί την φύση και την παράδοσή της. Κανείς δεν μπορεί να παραμείνει ερμητικά κλεισμένος στον εαυτό του, κρατώντας εγωϊστικά τον “πολύτιμο μαργαρίτη” του Ευαγγελικού λόγου μόνο γι’ αυτόν. Καθήκον όλων αποτελεί ο Ένας Χριστός και η Μία Ποίμνη, “η των πάντων ενότης”, υπέρ της οποίας αδιάκοπα δεόμεθα κατά τη τέλεση της Αναιμάκτου Θυσίας στο ιερό θυσιαστήριο, υπό τον κοινό Σωτήρα και Κύριο. Και σας βεβαιούμε ότι το παλαίφατο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής θα συνεχίσει να καταβάλλει τον “πνευματικό οβολό του” στην κοινή αυτή προσπάθεια."
Επισήμανε μάλιστα δύο σημεία, τα οποία σύμφωνα με την αποψή του δηλώνουν την αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προσερχομένης στην Οικουμενική Κίνηση:
Α) Η Ορθόδοξη Εκκλησία εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια δίδει την μαρτυρία της υπάρξεώς της στην οικουμένη και θα συνεχίσει να μαρτυρεί την ανόθευτη και γνήσια Χριστιανική πίστη του Κυρίου και των Αγίων Αποστόλων μέχρι της συντελείας των αιώνων. Ασφαλώς, στα πλαίσια των θεολογικών διαλόγων με τις άλλες Χριστιανικές Ομολογίες δεν αναζητά να ανεύρη την Αλήθεια, διότι την κατέχει, αλλά μαρτυρεί την Αποστολική Παράδοση και την αλώβητη Πατερική Διδασκαλία προς όλους εκείνους που με γνήσια διάθεση αναζητούν να ανεύρουν τις ρίζες της ορθής χριστιανικής πίστεως. Εδώ επικεντρώνεται η αποστολή Της, να μεταλαμπαδεύσει το φως της ορθής πίστεως στα έθνη τα “μη επιγνωκότα την αλήθειαν.
Β) Το έτος 1986 στην Γενεύη της Ελβετίας, συνήλθε η Β’ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, με τη συμμετοχή όλων των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, η οποία μεταξύ άλλων εργάσθηκε επί του θέματος «Ορθόδοξη Εκκλησία και Οικουμενική Κίνηση». Η Συνδιάσκεψη δήλωσε με επίσημο και κατηγορηματικό τρόπο:
«1. Η Ορθόδοξος Εκκλησία, εν τη βαθεία πεποιθήσει και εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία ότι αποτελεί τον φορέα και δίδει μαρτυρίαν της πίστεως και της παραδόσεως της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, ακραδάντως πιστεύει ότι κατέχει κεντρικήν θέσιν εντός του συγχρόνου Χριστιανικού κόσμου, επί τω τέλει της προωθήσεως της ενότητος της Εκκλησίας.
- Η Ορθόδοξη Εκκλησία, αδιαλείπτως προσευχομένη «υπέρ ευσταθείας των Αγίων του Θεού Εκκλησιών και της των πάντων ενώσεως», μετέσχε της Οικουμενικής Κινήσεως από της πρώτης εμφανίσεως αυτής και συνετέλεσε εις την διάπλασιν και περαιτέρω εξέλιξιν αυτής. Τούτο οφείλεται εις το βαθύτερον οικουμενικόν πνεύμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία κατά την διάρκειαν της ιστορίας, αείποτε ηγωνίσθη προς αποκατάστασιν της χριστιανικής ενότητος, της διασπασθείσης κυρίως κατά τους αιώνας Ε’, ΙΑ’και ΙΣΤ’. Διό και η ορθόδοξος συμμετοχή εις την Οικουμενικήν Κίνησιν ουδόλως τυγχάνει ξένη προς την ιστορίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αποτελεί νεωτέραν προσπάθειαν, προς έκφρασιν της αποστολικής πίστεως εντός νέων ιστορικών συνθηκών, προς αντιμετώπισιν νέων υπαρξιακών αιτημάτων».
Τα δύο προαναφερθέρθέντα σημεία επικυρώθησαν και επίσημα κι από την ιστορική πλέον Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κρήτης. Τα σημεία αυτά δεικνύουν σαφέστατα τις προϋποθέσεις, τις οποίες θέτει η Εκκλησία μας, κατά τους διεξαγομένους διαλόγους.
Ωστόσο έχει βαθεία επίγνωση της δικής Της ευθύνης για την αποκατάσταση της ενότητος του Χριστιανικού κόσμου. Δεν απομένει λοιπόν παρά να εξετάσουμε την έννοια της χριστιανικής ενότητος και τους εύχυμους καρπούς που μπορεί να προσφέρει στον σύγχρονο κόσμο.
Η ενότητα, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, ορίζεται ως “η εις άλληλα των μερών, άνευ αφανισμού, περιχώρησις” ( Ιω. Δαμασκηνού, Πηγή Γνώσεως, 25, PG 94, 665). Στο ορισμό αυτό υπάρχουν όλα τα στοιχεία, τα οποία καταδεικνύουν τον ορθό τρόπο συναντήσεως των διεκκλησιαστικών και διαχριστιανικών αντιλήψεων, τις οποίες δεν πρέπει και δεν μπορούμε να αγνοήσουμε, διότι αυτό θα σήμαινε άρνηση της ιδίας της ιστορικής πορείας του Χριστιανισμού:
- η αναγνώριση ότι υπάρχουν σήμερα μέσα στην Χριστιανική οικόγενεια διαφορετικά “μέρη”, δηλαδή Εκκλησίες και Ομολογίες.
- η ειλικρινής διάθεση αποκρούσεως κάθε προσπάθειας “αφανισμού” των μερών κατά την επιδιωκόμενη ενότητα, και
- η “περιχώρηση” ως μία έντιμη κατάσταση δημιουργίας δεσμών γνωριμίας, κατανοήσεως και βαθύτερης κοινωνίας μεταξύ των χριστιανικών ομάδων."
Καταλήγοντας διευκρίνισε πάντως πως η ενότητα ασφαλώς δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα συμβιβασμών και υποχωρήσεων, ούτε δημιουργίας τετελεσμένων ή επιβολής αποφάσεων διά απαράδεκτων μεθόδων.
"Η ενότητα αποτελεί καρπό της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, όπως την περιέγραψε ο Απόστολος Παύλος στην προς Γαλάτας Επιστολή του (Γαλ.5, 22) και δεν επιβάλλεται από την αριθμητική πλειοψηφία ή την κοσμική ισχύ. Περικλείει μόνο την αγαπητική διάθεση της κατανοήσεως και του σεβασμού προς τους άλλους αδελφούς μας Χριστιανούς. Και αγάπη είναι η εκ μέρους μας κατάθεση της ανόθευτης Αλήθειας, με πνεύμα ταπεινώσεως, χωρίς διάθεση συμβιβασμού, συγκρητισμού ή πνευματικής αλαζονείας. Αυτήν την διαδικασία μόνον γνωρίζει, αποδέχεται και τηρεί η Ορθόδοξη Εκκλησία στην μακραίωνη παράδοσή της, όπως την χάραξαν οι Άγιοι Απόστολοι και οι Θεοφόροι Πατέρες των επτά Οικουμενικών Συνόδων. Βεβαίως, με παρρησία θα επισημάνουμε ακόμη ότι η αγάπη και ο σεβασμό δεν αρκούν, χρειάζεται και η στέρεη θεολογική κατάρτιση και η εις βάθος γνώση όλων, όσων μετέχουν των Διαλόγων" τόνισε.