Οι γονείς τους, τους ανέθρεψαν σύμφωνα με τη χριστιανική πίστη, έτσι ώστε να είναι έτοιμοι και πρόθυμοι για όλες τις θυσίες της κατά Χριστόν αυταπάρνησης, φέροντας επ’ ώμου τον καθημερινό τους σταυρό.
Οι Άγιοι Παύλος και Ιουλιανή διέπρεψαν μεταξύ των νέων της εποχής τους, με τη σταθερότητά τους, τις φωτεινές γνώσεις τους και με την καθαρή ζωή τους.
Έτσι, αναδείχθηκαν από τα λαμπρότερα σεμνώματα της Εκκλησίας στην Πτολεμαΐδα και παραδείγματα ζωντανά για τη νεολαία της εποχής τους, αλλά και κάθε εποχής. Η αγωνιστικότητά τους αυτή προκάλεσε το μίσος των ειδωλολατρών, οι οποίοι κατήγγειλαν τα δύο αδέλφια στον αυτοκράτορα Αυρηλιανό, ο οποίος, μη μπορώντας και αυτός να κλονίσει την πίστη τους, διέταξε να βασανιστούν σκληρά, έχοντας την πεποίθηση ότι με τον τρόπο αυτό θα λύγιζαν και θα πρόδιναν το Ευαγγέλιο. Αντίθετα, ο Παύλος και η Ιουλιανή λάμβαναν περισσότερη χάρη και δύναμη από το Άγιο Πνεύμα. Και ενώ οι δήμιοι, Στρατόνικος, Κοδράτος και Ακάκιος, τους βασάνιζαν, θαύμασαν τόσο την ψυχική τους ανδρεία, ώστε ομολόγησαν και οι ίδιοι το Χριστό, με αποτέλεσμα να μαρτυρήσουν για τη δόξα του Τριαδικού Θεού.
Τέλος, οι νέοι δήμιοι, αφού είδαν ότι τα δύο αδέλφια παρέμεναν αμετακίνητα στην πίστη τους, τους αποκεφάλισαν.
Οι νεαροί μάρτυρες του Χρίστου προβάλλουν αυτές τις ευμετάβλητες μέρες που διέρχεται η παγκόσμια κοινότητα ως παράδειγμα προς τους νέους της μεταμοντέρνας εποχής, που ποθούν να παραμένουν σταθεροί και ανδρείοι απέναντι σε κάθε πρόσκαιρη απειλή, φόβο και δοκιμασία του βίου τούτου.
Του Επισκόπου Μεσαορίας Γρηγορίου